Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Eνώ μου φαίνεται πως είναι σωστό και ταιριαστό, Aθηναίοι, όποιος είναι πεπεισμένος ότι μπορεί να πει κάτι ωφέλιμο, να ανεβαίνει στο βήμα, θεωρώ βέβαια μεγάλη ντροπή να εξαναγκάζονται να τον ακούσουν όσοι δεν το επιθυμούν. Nομίζω, όμως, ότι, αν σας πείσω με τη θέλησή σας σήμερα, θα είστε περισσότερο σε θέση και τις καλύτερες επιλογές να κάνετε και τους λόγους όσων ανεβαίνουν στο βήμα να τους καταστήσετε συντομότερους. Tι σας συμβουλεύω, λοιπόν; Kατά πρώτον, Aθηναίοι, να απαιτείτε όποιος παίρνει τον λόγο να μιλάει για το ζήτημα που εξετάζετε. Γιατί κανείς θα συμπεριλάβει στον λόγο του πολλά άλλα θέματα και θα πει πολλά ευφυολογήματα, ιδίως όσοι, όπως μερικοί από αυτούς εδώ, είναι εξαιρετικοί σε κάτι τέτοιο. Aν, βέβαια, έχετε έρθει εδώ για να ακούσετε ωραία λόγια, αυτά πρέπει και να λέτε και να ακούτε· αν, όμως, έχετε έρθει για να αποφασίσετε σε ποιες επιλογές θα πρέπει να προβείτε για τα ζητήματα, συμβουλεύω να εξετάζετε τα ζητήματα καθαυτά, απομακρύνοντας όσους λόγους είναι απατηλοί από τη φύση τους. Tο ένα, λοιπόν, που λέω είναι αυτό· το δεύτερο, το οποίο ίσως σε κάποιους θα φανεί παράδοξο πώς σχετίζεται με τη συντόμευση των λόγων, είναι να ακούτε σιωπηλοί. Γιατί ως προς το ζήτημα κατά πόσο ωφελεί κάτι, και ποιες επιλογές θα ήταν δικαιότερες για την πόλη, ούτε υπάρχουν πολλοί λόγοι για όσους δεν θέλουν να φλυαρούν μάταια, ούτε θα μπορούσε να τους πει ο καθένας· ότι είναι δίκαιο και να ακούει κανείς, και να απαντά στις διαμαρτυρίες, και να εκφωνεί τον έναν λόγο μετά τον άλλο, όλοι μπορούν να το κάνουν. Aν διαμαρτύρεστε δεν θα απαλλαγείτε από τους λόγους, αλλά θα υποχρεωθείτε επιπλέον να ακούτε και όσους δεν έχουν απολύτως τίποτε χρήσιμο να πουν. H δική μου, λοιπόν, άποψη για όσα συζητάτε είναι η εξής.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1965. Δημοσθένους Προοίμια. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[1] Το να ανέρχεται τις εις το βήμα, άνδρες Αθηναίοι, διότι έχει πείσει τον εαυτόν του, ότι δύναται να είπη κάτι συμφέρον, μου φαίνεται ότι είναι και καλόν και πρέπον, το να απωθήτε όμως αυτόν οσάκις δεν θέλετε να ακούετε, τούτο νομίζω, ότι είναι όλως διόλου αισχρόν. Νομίζω δε, ότι, αν θελήσετε σήμερον να πείθεσθε εις εμέ, και τα άριστα θα δυνηθήτε να εκλέξετε και να καταστήσετε τους λόγους των ρητόρων συντόμους. [2] Ποίαν λοιπόν συμβουλήν σας δίδω; Πρώτον μεν, άνδρες Αθηναίοι, να έχετε την αξίωσιν ο ανερχόμενος εις το βήμα να ομιλή περί εκείνων, τα οποία εξετάζετε. Διότι και πολλά άλλα δύναται τις να περιλάβη εις τον λόγον του και να είπη πολλά δυνάμενα ευχαρίστως να λεχθούν, αφού μάλιστα μερικοί εκ τούτων είναι δεινοί εις το λέγειν. Αλλ' εάν μεν έχετε έλθει διά να ακούσετε λόγους, ταύτα πρέπει να λέγετε και ακούετε· εάν δε έχετε συνέλθει διά να σκεφθήτε περί εκλογής πράξεων, σας συμβουλεύω να κρίνετε τας πράξεις αυτάς καθ' εαυτάς προ πάντων, αφού αφαιρέσετε τους λόγους, οι οποίοι είναι εκ φύσεως τοιούτοι, ώστε να εξαπατούν. [3] Πρώτον μεν λοιπόν τούτο λέγω, δεύτερον δε, να ακούετε σιωπώντες, πράγμα το οποίον φαίνεται εις τινάς παράδοξον, διά να είναι οι λόγοι συντομώτεροι. Διότι ως προς το ότι σας είναι συμφέροντα ταύτα ή εκείνα και ποία εκ των δύο ήθελεν εκλέξει η πόλις ως δικαιότερα, ούτε είναι πολλοί οι λόγοι, εάν δεν θέλετε εις μάτην να φλυαρήτε, ούτε πάλιν ήθελε τις δυνηθή να είπη αυτούς· ότι δε και δίκαιον είναι να ακούετε και προς τον θόρυβον να απαντάτε και να λέγετε λόγους μετά τους λόγους, κανείς δεν ήθελε δυνηθή να υποστηρίξη τούτο. Ένεκα δε του θορύβου δεν απαλλάττεσθε από λόγους, αλλ' αναγκάζεσθε να ακούετε περί πραγμάτων, τα οποία δεν χρειάζονται καθόλου. Η ιδική μου λοιπόν γνώμη, δι' όσα τώρα σκέπτεσθε, αυτή είναι.