Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Η προετοιμασία και η προθυμία των εχθρών μου, κύριοι, να με βλάψουν με κάθε τρόπο, τόσο δίκαιο όσο και άδικο, από την πρώτη στιγμή που έφτασα σε αυτήν εδώ την πόλη, είναι γνωστή σχεδόν σε όλους σας, και δεν χρειάζεται να πω πολλά για αυτό το θέμα· θα σας ζητήσω, όμως, κύριοι, κάτι δίκαιο, που και εσείς θα είναι εύκολο να μου το προσφέρετε και εγώ θα αξίζει να το αποκτήσω από εσάς. Καταρχάς, να έχετε κατά νου ότι εγώ έχω τώρα παρουσιαστεί στο δικαστήριο, ενώ δεν με αναγκάζει κανείς να παρίσταμαι εδώ, αφού ούτε εγγυητές έχω ορίσει ούτε τελώ υπό κράτηση, επειδή έχω εμπιστοσύνη πρώτα και κύρια στη δικαιοσύνη και έπειτα σε εσάς ότι θα λάβετε δίκαιη απόφαση και δεν θα επιτρέψετε να με εξοντώσουν άδικα οι εχθροί μου, αλλά αντίθετα θα με σώσετε, εφαρμόζοντας το δίκαιο, όπως προβλέπουν οι νόμοι σας και οι όρκοι σύμφωνα με τους οποίους καλείστε να ψηφίσετε.

Είναι φυσικό, κύριοι, να συμφωνείτε με όσους παρουσιάζονται οικειοθελώς για να δικαστούν. Γιατί, αφενός, όπως δεν θα ήθελαν να υποστούν τη διαδικασία όσοι καταλογίζουν άδικο στον εαυτό τους, έτσι είναι εύλογο και εσείς να αποφασίσετε αναλόγως για αυτούς· αφετέρου, όπως όσοι έχουν την πεποίθηση ότι δεν έχουν διαπράξει αδίκημα υφίστανται τη διαδικασία, έτσι είναι δίκαιο και εσείς να συμφωνήσετε με αυτούς, και να μην τους καταδικάσετε προκαταβολικά για το αδίκημα. Για παράδειγμα, πολλοί μου μετέφεραν ότι οι εχθροί μου είπαν πως τάχα εγώ ούτε θα υποστώ τη διαδικασία και θα καταφύγω στην εξορία ― «για ποιον λόγο άραγε θα ήθελε ο Ανδοκίδης να υποστεί μια τέτοια δικαστική περιπέτεια, ενώ έχει τη δυνατότητα διαφεύγοντας στο εξωτερικό να διαθέτει εκεί τα προς το ζην, και μπορεί να μεταβεί στην Κύπρο, από όπου έχει έρθει και όπου του έχει παραχωρηθεί πολλή και εύφορη γη επιπλέον από όση έχει λάβει ως δωρεά; Θα θελήσει άραγε να θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο; Σε τι θα αποσκοπεί; Δεν αντιλαμβάνεται πώς είναι η κατάσταση στην πόλη μας;» Εγώ, βέβαια, κύριοι, έχω ριζικά αντίθετη άποψη. Δεν θα δεχόμουν να μείνω αλλού όπου θα είχα όλα τα αγαθά αλλά θα μου στερούσαν την πατρίδα· ακόμη και αν η πόλη είναι στην κατάσταση που λένε οι εχθροί μου, θα προτιμούσα να είμαι πολίτης σε αυτήν παρά σε άλλες πόλεις, οι οποίες μπορεί να μου φαίνεται ότι ευημερούν τώρα σε μεγάλο βαθμό· έχοντας αυτά κατά νου εμπιστεύομαι στη δική σας κρίση τη ζωή μου.

Ζητώ, λοιπόν, κύριοι, να είστε περισσότερο ευνοϊκοί απέναντι σε μένα, τον κατηγορούμενο, από ό,τι στους κατηγόρους μου, αφού γνωρίζετε ότι ακόμη και αν είναι αμερόληπτη η ακροαματική διαδικασία, αναγκαστικά ο απολογούμενος βρίσκεται σε μειονεκτικότερη θέση. Γιατί αυτοί κατασκεύασαν την κατηγορία αφού τη σχεδίασαν με δόλο και την επεξεργάστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς οι ίδιοι να διατρέχουν κανέναν κίνδυνο, ενώ εγώ απολογούμαι σε συνθήκες φόβου, κινδύνου και απόλυτης συκοφάντησης. Επομένως, είναι εύλογο να είστε περισσότερο ευνοϊκοί απέναντι σε μένα από ό,τι στους κατηγόρους μου.

Αναλογιστείτε, επιπλέον, ότι μέχρι τώρα πολλές και σοβαρές κατηγορίες αποδείχθηκε αμέσως ότι ήταν τόσο εμφανώς ψευδείς ώστε με μεγαλύτερη ευχαρίστηση θα τιμωρούσατε τους κατηγόρους από τους κατηγορούμενους. Αυτοί πάλι, αφού εξόντωσαν άδικα ανθρώπους με τις ψευδείς μαρτυρίες τους, καταδικάστηκαν από εσάς για ψευδομαρτυρία, όταν ήταν πλέον αργά για τα θύματά τους. Εφόσον, λοιπόν, έχουν ήδη συμβεί πολλά παρόμοια περιστατικά, είναι εύλογο και εσείς να μην θεωρείτε προκαταβολικά ειλικρινείς τις απόψεις των κατηγόρων. Από αυτές είναι δυνατόν να καταλάβετε αν οι κατηγορίες είναι σοβαρές ή όχι· κατά πόσο είναι αληθείς ή ψευδείς, δεν είναι δυνατόν να το μάθετε προτού ακούσετε την απολογία μου.

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, κύριοι, από που πρέπει να ξεκινήσω την απολογία μου, μήπως από αυτά που θα έπρεπε να πω τελευταία, ότι η δίωξη είναι παράνομη, ή από το ψήφισμα του Ισοτιμίδη, που είναι άκυρο, ή από τους νόμους και τους όρκους, ή μήπως να αναφέρω τα γεγονότα από την αρχή; Θα σας πω ότι αυτή μου η αμηχανία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ίσως δεν εξεγείρεστε όλοι στον ίδιο βαθμό για όλα όσα με κατηγορούν, αλλά καθένας από εσάς έχει κάτι για το οποίο θα ήθελε να απολογηθώ πρώτα. Είναι όμως αδύνατο να μιλήσω για όλα μαζί. Μου φαίνεται πως το καλύτερο είναι να σας αναφέρω από την αρχή όλα τα γεγονότα και να μην παραλείψω τίποτε. Αν πληροφορηθείτε σωστά όσα συνέβησαν, εύκολα θα αντιληφθείτε όσα ψευδώς μου καταλογίσουν οι κατήγοροι.

Θεωρώ, λοιπόν, ότι ξέρετε το δίκαιο και θα το πράξετε εσείς οι ίδιοι, στους οποίους ακριβώς εγώ έχοντας εμπιστοσύνη υφίσταμαι αυτή τη διαδικασία, παρατηρώντας ότι τόσο στις ιδιωτικές σας υποθέσεις όσο και στις δημόσιες θεωρείτε σημαντικότερο το να ψηφίζετε σύμφωνα με τους όρκους που δώσατε· αυτό ακριβώς και μόνο αυτό αποτελεί το συνεκτικό στοιχείο της πόλης, σε αντίθεση με τη θέληση μερικών που δεν επιθυμούν αυτή την κατάσταση. Σας παρακαλώ, λοιπόν ,να ακούσετε με ευνοϊκή διάθεση την απολογία μου, και ούτε να γίνετε αντίδικοί μου, ούτε να υποψιάζεστε τα λεγόμενά μου, ούτε να κυνηγάτε εκφραστικά λάθη, και, αφού ακούσετε από την αρχή μέχρι το τέλος την απολογία μου, τότε πια να ψηφίσετε με τον τρόπο που θα θεωρήσετε καλύτερο και απόλυτα σύμφωνο με τον όρκο σας. Όπως σας έχω ήδη πει, θα απολογηθώ ξεκινώντας από την αρχή και μιλώντας για τα πάντα, αρχικά για την ίδια την κατηγορία από την οποία κινήθηκε η δίωξη, και για την οποία υφίσταμαι αυτόν τον δικαστικό αγώνα, για τα μυστήρια απέναντι στα οποία ούτε έδειξα ασέβεια, ούτε το περιεχόμενό τους αποκάλυψα, ούτε ομολόγησα την ενοχή μου, ούτε ξέρω αν λένε την αλήθεια ή ψέματα όσοι σας έκαναν αποκαλύψεις για αυτά· αυτά θα σας αναπτύξω.

Μτφρ. Ε. Ανδρουλιδάκης. [1939] χ.χ. Ανδοκίδης. Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[1] Τα τεχνάσματα και την επιθυμίαν των εχθρών μου, κύριοι δικασταί, να μου κάμνουν κακόν με κάθε τρόπον, και δικαίως και αδίκως, από την πρώτην στιγμήν που επέστρεψα εις αυτήν εδώ την πόλιν, την γνωρίζετε όλοι σας περίπου και δεν χρειάζεται καθόλου να πολυλογώ δι' αυτά·θα σας παρακαλέσω, κύριοι δικασταί, διά πράγματα που είναι δίκαια και εύκολα σ' εσάς να τα κάμετε προς χάριν μου και δι' εμένα πολύτιμα να τ' αποκτήσω από σας. [2] Και πρώτον (σας παρακαλώ) να λάβετε υπ' όψιν σας ότι εγώ τώρα προσέρχομαι (ενώπιόν σας), αν και δεν είχα καμμίαν ανάγκην να μείνω, χωρίς ούτ' εγγυητάς να βάλω, ούτε και αναγκασθείς από υποχρεώσεις μου, αλλ' ακριβώς επειδή επίστευσα πρώτον μεν εις το δίκαιον και δεύτερον σ' εσάς, ότι θ' αποφασίσετε τα δίκαια και δεν θα με αφήσετε να καταστραφώ αδίκως από τους εχθρούς μου, και πολύ περισσότερον ότι θα με σώσετε δικαίως, σύμφωνα και με τους νόμους σας και με τους όρκους που εδώσατε, προκειμένου ν' αποφασίσετε. [3] Δικαιολογημένως, κύριοι δικασταί, θα είχετε δι' εκείνους που διακινδυνεύουν με την θέλησίν των, την ιδίαν γνώμην ακριβώς, που έχουν και οι ίδιοι διά τον εαυτόν των. Δι' όσους λοιπόν δεν ηθέλησαν να μείνουν, καταλογίσαντες εις τους εαυτούς των αδικίαν, δικαιολογημένως έχετε και σεις την ιδίαν ακριβώς γνώμην, που εσχημάτισαν και οι ίδιοι διά τους εαυτούς των. Δι' όσους όμως έμειναν, επειδή είχαν την πεποίθησιν ότι καθόλου δεν ηδίκησαν, να είσθε και σεις δίκαιοι και να έχετε δι' αυτούς τέτοιαν γνώμην, που και αυτοί εσχημάτισαν διά τους εαυτούς των, και να μην τους καταδικάζετε εκ των προτέρων ότι αδικούν. [4] Εγώ λοιπόν, που πολλοί μ' επληροφόρησαν, ότι οι εχθροί μου έλεγαν ότι εγώ δήθεν δεν θα έμενα και ότι θα δραπετεύσω, ―«τι άραγε επιδιώκων― έλεγαν ― ο Ανδοκίδης θα αντιμετώπιζε τόσον σοβαράν δίκην, ενώ ημπορεί φεύγων απ' εδώ να έχη όλα τα απαιτούμενα, και αν ταξιδεύση εις την Κύπρον, από όπου ήλθεν, έχει χωράφια πολλά και καλά, που του εδωρήθησαν; Αυτός λοιπόν θα θελήση να διακινδυνεύση την ασφάλειάν του; Διά ν' αποβλέψη εις τι; Δεν βλέπει την πόλιν μας εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκεται;» Εγώ, όμως, πολίται, έχω γνώμην πολύ αντίθετον προς αυτήν. [5] Διότι αν και ημπορούσα να έχω από αλλού τα αγαθά μου, δεν θα εδεχόμην να στερηθώ την πατρίδα μου και αν ακόμη η πόλις ευρίσκετο εις τέτοιαν κατάστασιν, όπως οι ίδιοι οι εχθροί μου λέγουν, αλλά θα επροτιμούσα να είμαι αυτής πολίτης παρά άλλων πόλεων, που μου φαίνονται ίσως, ότι ευτυχούν σήμερον παραπολύ. Επειδή φρονώ αυτά εμπιστεύθηκα σ' εσάς ν' αποφασίσετε διά την ασφάλειάν μου. [6] Σας παρακαλώ, λοιπόν, κύριοι δικασταί, να ευνοήσετε περισσότερον εμένα, που απολογούμαι, παρά τους κατηγόρους μου, λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι, και αν ακόμη ακούετε αμερολήπτως, κατ' ανάγκην ο απολογούμενος μειονεκτεί. Διότι οι κατήγοροί μου μηχανορραφήσαντες και συνωμοτήσαντες επί πολύν καιρόν, χωρίς να διακινδυνεύουν, κατέστρωσαν την κατηγορίαν· εγώ όμως με φόβον και κίνδυνον και υπό την μεγίστην συκοφαντίαν απολογούμαι. Φυσικόν είναι, λοιπόν, να δείξετε μεγαλυτέραν συμπάθειαν σ' εμένα παρά εις τους κατηγόρους μου. Ακόμη δε πρέπει να έχετε υπ' όψιν σας ότι μέχρι σήμερον πολλοί που κατηγόρησαν άλλους διά πολλά και φοβερά πράγματα, απεδείχθησαν αμέσως ψευδόμενοι τόσον φανερά, ώστε σεις να τιμωρήσετε με μεγαλυτέραν ευχαρίστησιν τους κατηγόρους παρά τους κατηγορουμένους· άλλοι πάλιν που έδωσαν ψευδείς μαρτυρίας και κατέστρεψαν αδίκως ανθρώπους, κατεδικάσθησαν από σας επί ψευδομαρτυρία, όταν πλέον τίποτε δεν είχαν να κερδίσουν οι παθόντες. Όταν, λοιπόν, έχουν συμβή τόσον πολλά τέτοια, φυσικόν είναι να μην θεωρήτε πλέον αξιοπίστους τους λόγους των κατηγόρων. Διότι, εάν αποδοθούν ή όχι φοβεραί κατηγορίαι, αυτό είναι δυνατόν να το μάθετε από τους κατηγόρους· εάν όμως αυταί είναι αληθείς ή ψευδείς, δεν είναι δυνατόν να το γνωρίζετε προτού με ακούσετε και εμένα ν' απολογούμαι.

[8] Σκέπτομαι, λοιπόν, και εγώ, πολίται, από πού πρέπει ν' αρχίσω την απολογίαν μου, ποίον εκ των δύο ν' αντικρούσω: τας τελευταίας κατηγορίας διά ν' αποδείξω ότι παρανόμως με κατήγγειλαν, ή το ψήφισμα του Ισοτιμίδου ότι είναι άκυρον ή ν' αρχίσω από τους νόμους και τους όρκους που έχουν γίνει είτε να σας εκθέσω από την αρχήν τα γεγονότα; Εκείνο όμως που με κάμνει ν' απορώ παραπολύ θα σας το είπω: είναι ότι δεν οργίζεσθε ίσως όλοι σας εξ ίσου δι' όλας τας κατηγορίας, αλλά καθείς από σας έχει μίαν εις την οποίαν θα ήθελε ν' απολογηθώ πρώτον· να ομιλήσω όμως δι' όλα συγχρόνως είναι αδύνατον. Μου φαίνεται, λοιπόν, ότι το άριστον είναι να σας εκθέσω από την αρχήν όλα τα γεγονότα και να μην παραλείψω τίποτα. Διότι, αν πληροφορηθήτε σωστά τας πράξεις, ευκόλως θ' αντιληφθήτε εκείνα που ψευδώς μου κατηγόρησαν οι κατήγοροι. [9] Νομίζω ότι σεις μεν έχετε προετοιμάσει τους εαυτούς σας ώστε ν' αντιλαμβάνεσθε τα δίκαια, εγώ δε επειδή έδωσα εμπιστοσύνην επέμεινα, αφού μάλιστα βλέπω ότι και εις τον ιδιωτικόν και εις τον δημόσιον βίον σας αποδίδετε παραπολύ μεγάλην σημασίαν εις το ν' αποφασίζετε σύμφωνα με τους όρκους· αυτό δε είναι που συγκρατεί την πόλιν, το ότι αυτά τα πράγματα έχουν έτσι και παρά την θέλησιν εκείνων που δεν τα θέλουν έτσι· σας παρακαλώ δε διά το εξής: ν' ακούσετε με συμπάθειαν την απολογίαν μου και μήτε αντίπαλοί μου να γίνετε, μήτε να παρεξηγήτε τα λεγόμενά μου, μήτε να ψαρεύετε λόγια, και αφού ακούσετε ως το τέλος την απολογίαν μου, τότε πλέον ν' αποφασίζετε εκείνο που σεις νομίζετε ότι είναι το άριστον και το πλέον σύμφωνον με τους όρκους σας. [10] Όπως σας είπα δε και προηγουμένως, κύριοι δικασταί, θ' απολογηθώ δι' όλα από την αρχήν και πρώτα δι' αυτήν ακριβώς την αιτίαν από την οποίαν έγινεν η εναντίον μου καταγγελία και ένεκα της οποίας περιεπλάκην εις αυτήν εδώ την δίκην, δηλαδή διά τα μυστήρια, ότι ούτε έχω ασεβήσει καθόλου, ούτε έχω καταγγείλει, ούτε έχω ομολογήσει, ούτε γνωρίζω αυτούς που έκαμαν καταγγελίαν σ' εσάς δι' αυτά ούτε εάν αληθώς ούτε αν ψευδώς κατήγγειλαν· αυτά θα σας εκθέσω.