Μτφρ. Σ. Τσέλικας. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Τόσο σημαντική, λοιπόν, υπήρξε η παραβίαση των συνθηκών από μέρους του Μακεδόνα βασιλιά στην υπόθεση των πλοίων, εκτός από τις άλλες παραβιάσεις που ανέφερα προηγουμένως· όμως η πιο αλαζονική και υπεροπτική ενέργεια των Μακεδόνων είναι αυτή που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα: το γεγονός, δηλαδή, ότι είχαν το θράσος να πλεύσουν στον Πειραιά παραβιάζοντας τις κοινές συμφωνίες που έχουν γίνει μεταξύ μας. Και το γεγονός, Αθηναίοι, ότι επρόκειτο μόνο για ένα πολεμικό πλοίο δεν πρέπει να το θεωρήσετε ως ένα ασήμαντο περιστατικό, αλλά ότι έκαναν μια δοκιμή, για να δουν αν θα το ανεχθούμε και για να μπορέσουν να το επαναλάβουν στη συνέχεια με περισσότερα πλοία· απέδειξε, επίσης, ότι δεν νοιάστηκαν για τους συγκεκριμένους όρους της συμφωνίας μας, όπως ούτε και γι' αυτούς που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Ότι αυτό ήταν, ασφαλώς, μια καλυμμένη σταδιακή εισβολή και μια προσπάθεια να συνηθίσουμε να ανεχόμαστε τέτοιες αυθαίρετες εισόδους πλοίων στα λιμάνια μας, γίνεται φανερό και από το εξής στοιχείο· το γεγονός, δηλαδή, ότι ο κυβερνήτης που οδήγησε τότε το πλοίο στο λιμάνι μας ―τον οποίο εσείς έπρεπε να είχατε αφανίσει μαζί με την τριήρη του― ζήτησε άδεια να ναυπηγήσει μικρά εμπορικά πλοία στα λιμάνια μας, δεν αποδεικνύει ότι μηχανεύονται τεχνάσματα, ώστε όχι μόνο να μπουν στα λιμάνια μας, αλλά να βρεθούν εξαρχής μέσα σε αυτά; Κι αν αρχικά ανεχθούμε μικρά εμπορικά πλοία, μετά από λίγο θα ανεχθούμε και πολεμικά· κι αν στην αρχή αυτά είναι λίγα, λίγο αργότερα θα είναι πολλά. Γιατί, βέβαια, δεν μπορούν να προβάλουν το επιχείρημα ότι στην Αθήνα διαθέτουμε άφθονη ξυλεία για ναυπήγηση πλοίων, την οποία στην πραγματικότητα εισάγουμε με μεγάλη δυσκολία και από μακριά, ούτε ότι έχει παρουσιαστεί έλλειψη στη Μακεδονία, η οποία είναι πολύ φτηνός προμηθευτής ξυλείας για όλους όσους τη χρειάζονται. Αντιθέτως, σκέφτονταν ότι θα ναυπηγήσουν εδώ τα πλοία τους και συγχρόνως θα τα επανδρώσουν με πληρώματα στο λιμάνι μας, παρόλο που στις κοινές συμφωνίες μας λέγεται ρητά ότι τίποτε τέτοιο δεν επιτρέπεται· κι επιπλέον ότι θα έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν αυτό όλο και περισσότερο στο μέλλον.

Τόσο περιφρονητικά, από κάθε άποψη, συμπεριφέρονται εκείνοι απέναντι στην πόλη μας, χάρη στους εδώ υποκινητές τους, οι οποίοι τους υπαγορεύουν τι πρέπει να κάνουν· κι έτσι με την καθοδήγηση αυτών έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πόλη μας βρίσκεται σε κατάσταση απερίγραπτης χαλάρωσης και νωθρότητας και ότι δεν νοιαζόμαστε καθόλου για το μέλλον, κι ούτε μας περνά ποτέ από το μυαλό να εξετάσουμε με ποιο τρόπο ο τύραννος τηρεί τις κοινές συμφωνίες μας. Αυτές τις συμφωνίες, Αθηναίοι, εγώ σας προτρέπω να τις τηρείτε, με τον τρόπο που σας εξήγησα, και θα μπορούσα να σας διαβεβαιώσω, με την πείρα που μου δίνει η ηλικία μου, ότι και τα δικαιώματά μας θα ασκούμε χωρίς να κατηγορηθούμε και θα εκμεταλλευτούμε με τη μεγαλύτερη ασφάλεια τις ευκαιρίες που μας πιέζουν να εξασφαλίσουμε τα συμφέροντά μας. Γιατί, πράγματι, στις συνθήκες έχει συμπεριληφθεί και η φράση «αν θέλουμε να συμμετέχουμε στην κοινή ειρήνη»· όμως οι λέξεις «αν θέλουμε» υποδηλώνουν συγχρόνως και το αντίθετο: αν ίσως κάποτε νιώσουμε την ανάγκη να σταματήσουμε να ακολουθούμε επαίσχυντα τις διαταγές άλλων, ή να λησμονούμε όλα τα υψηλά ιδανικά, τα οποία, από τα αρχαιότατα χρόνια, υπηρετήσαμε σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με όλους τους άλλους ανθρώπους. Αν, λοιπόν, το εγκρίνετε, Αθηναίοι, θα προτείνω εγγράφως, όπως οι συνθήκες το ορίζουν, να κηρύξουμε πόλεμο σε αυτούς που τις παραβιάζουν.

Μτφρ. Γ.Φ. Παπαλεξανδρής. [1939] χ.χ. Δημοσθένους Λόγοι. VI, Περί της ειρήνης, Περί Αλοννήσου, Περί των εν Χερρονήσω, Περί των προς Αλέξανδρον συνθηκών. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[26] Εις αυτάς λοιπόν τας συλλήψεις των πλοίων προέβη ο Μακεδών, πλην άλλων παραβάσεων τας οποίας προανέφερα. Αλλ' η αυθαδεστέρα προσβολή είναι αυτή που έλαβε χώραν προσφάτως: ότι ετόλμησε να εισπλεύση εις Πειραιά παρά τας αμοιβαίας συμφωνίας μας. Και δεν πρέπει, Αθηναίοι πολίται, να θεωρήτε το πράγμα ασήμαντον επειδή πρόκειται περί ενός μόνον πλοίου. Αλλά λάβετε υπ' όψιν ότι το έκαμαν διά να δοκιμάσουν εάν θα αδιαφορήσωμεν, διά να δύνανται κατόπιν να επανέλθουν με περισσότερα πλοία, και ούτω έδειξεν την περιφρόνησίν των διά τας κοινάς αποφάσεις και τας προαναφερθείσας συμφωνίας.

[27] Ότι δε τούτο υπήρξε προσπάθεια βαθμιαίας διεισδύσεως και προσπάθεια να μας συνηθίσουν να ανεχώμεθα τους τοιούτους είσπλους πλοίων, αποδεικνύεται και εκ του εξής: Όταν ο εισπλεύσας κυβερνήτης, τον οποίον έπρεπε αμέσως να βυθίσετε μαζί με το πλοίον του, εζήτησε να του επιτρέψετε να ναυπηγήση μικρά πλοία εντός των λιμένων μας, δεν έδειξε με τούτο φανερά ότι το σχέδιόν των δεν ήτο να εισπλεύσουν απλώς, αλλά να εγκατασταθούν μονίμως διά το μέλλον; Εάν ανεχθώμεν τα ελαφρά των πλοία, εντός ολίγου θα δεχθώμεν και τας τριήρεις των· και αν εν αρχή δεχθώμεν ολίγας, εντός ολίγου θα γίνουν πολλαί. [28] Διότι δεν δύνανται βέβαια να ισχυρισθούν ότι εν Αθήναις αφθονεί η ναυπηγήσιμος ξυλεία, η οποία πραγματικώς μεταφέρεται εδώ από πολύ μακράν, ούτε ότι υπάρχει έλλειψις ξυλείας εν Μακεδονία, η οποία αντιθέτως την χορηγεί εις χαμηλήν τιμήν εις οποιονδήποτε την ζητήση· αλλ' εσχεδίαζαν να ναυπηγήσουν εδώ τα πλοία των και συγχρόνως να στρατολογήσουν πληρώματα, αν και η συνθήκη αναφέρει ρητώς το δικαίωμα να μη δεχθώμεν τούτο· και εσκέπτοντο να επεκτείνουν συνεχώς την τοιαύτην ενέργειαν.

[29] Αυτή είναι η περιφρόνησις με την οποίαν μεταχειρίζονται από πάσης απόψεως την πόλιν μας, καθοδηγούμενοι από τους εδώ διδασκάλους των, οι οποίοι τους υπαγορεύουν τι πρέπει να πράττουν. Ούτω δε εκ συμφώνου με αυτούς προσάπτουν εις την πόλιν μας μίαν ανεκδιήγητον έκλυσιν και μαλθακότητα, πεπεισμένοι ότι εδώ ούτε πρόνοια περί των μελλόντων λαμβάνεται, ούτε κανείς αντιλαμβάνεται τίνι τρόπω μεταχειρίζεται ο τύραννος την κοινήν συμφωνίαν.

[30] Προς τας κοινάς αυτάς συνθήκας, Αθηναίοι, σας συμβουλεύω να μείνετε πιστοί, υπό τους όρους που ανέπτυξα, και δύναμαι να σας διαβεβαιώσω, με την πείραν της ηλικίας μου, ότι θα δυνάμεθα να κάμωμεν χρήσιν των δικαιωμάτων μας, χωρίς κανείς να ημπορή να μας ψέξη, και συγχρόνως να εκμεταλλευθώμεν ακινδύνως τας περιστάσεις, αι οποίαι μας βιάζουν να υπερασπίσωμεν τα συμφέροντά μας. Διότι υπάρχει εις το τέλος της συνθήκης και η εξής διάταξις: «εάν θέλωμεν να μετέχωμεν της κοινής ειρήνης». Αυτός ο όρος «εάν θέλωμεν» σημαίνει ότι δυνάμεθα και να μη θέλωμεν, εάν επί τέλους αποφασίσωμεν να μη ρυμουλκούμεθα επαισχύντως από άλλους λησμονούντες όλους αυτούς τους τίτλους της δόξης τους τόσον αρχαίους, τους οποίους κανείς άλλος λαός δεν έχει να επιδείξη. Εάν λοιπόν, Αθηναίοι, μου δίδετε την εντολήν, θα υποβάλω πρότασιν, συμφώνως με την συνθήκην να πολεμήσωμεν τους παραβάτας αυτής.