Μτφρ. Γ. Κορδάτος. [1939] χ.χ. Δημοσθένης. Ι, Περί του Στεφάνου. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[252] Από παντού λοιπόν μπορεί κανείς να ίδη την κακόβουλον διάθεσιν του ανθρώπου αυτού και τον φθόνον του, προπάντων δε από εκείνα που είπε, διά το ριζικόν μου. Εγώ όμως θεωρώ πέρα για πέρα άμυαλον εκείνον που αν και είναι κι' αυτός άνθρωπος περιπαίζει τον άλλον διά την τύχην του· διότι και αυτός που θεωρεί τον εαυτόν του ευτυχή και ο νομίζων πως έχει λαμπράν τύχην δεν γνωρίζει εάν θα είναι ευτυχής ως το βράδυ της ιδίας ημέρας. Πώς μπορεί λοιπόν να καυχάται κανείς διά την τύχην του (εφόσον δεν είναι βέβαιος δι' αυτήν), και πώς μπορεί να περιπαίζη τον άλλον διά την (κακήν) τύχην του; Αφού δε ούτος μαζί με τόσα πολλά άλλα και διά το ριζικόν μου με πολλήν αλαζονείαν ωμίλησε, σκεφθήτε, κύριοι δικασταί, και παρατηρήσατε πόσο και πιο αληθινά και πιο ανθρωπινά απ' αυτόν θα ομιλήσω εγώ για το ζήτημα της μοίρας. [253] Εγώ την τύχην της πόλεως την θεωρώ καλήν και ότι είναι καλή το βλέπω από την προφητείαν που έκαμε για σας ο Ζευς ο Δωδωναίος. Όσον αφορά όμως την τύχην που ευρήκεν όλους τους ανθρώπους τώρα, αυτήν την θεωρώ δύσκολον και φοβεράν· διότι ποιος εκ των Ελλήνων ή ποιος εκ των βαρβάρων δεν περνάει εις τας παρούσας περιστάσεις πολλάς δυστυχίας; [254] Το να προτιμήση λοιπόν η πόλις τα κάλλιστα, και, από τους άλλους Έλληνας που ενόμισαν πως εάν μας επρόδιδον θα ευτυχούσαν, να ευτυχήση αυτή περισσότερον, αυτό το θεωρώ έργον της καλής τύχης που προστατεύει την πόλιν. Το ότι δε η πόλις μας ευρήκε πολλά εμπόδια εις τας επιδιώξεις της και δεν συνέβησαν εις ημάς όλα όσα επιθυμούσαμεν, νομίζω αναφορικώς με την περίπτωσιν ταύτην ότι μετέσχε της κακής των άλλων ανθρώπων τύχης, κατά το μερίδιον που μας ανήκεν. [255] Σχετικώς δε με την ιδικήν μου τύχην και την τύχην του καθενός από σας χωριστά, νομίζω ότι είναι δίκαιον να εξετάζει κανείς ταύτην ως ατομικήν υπόθεσιν (και όχι ως έχουσαν σχέσιν με τα κοινά). Εγώ μεν λοιπόν έτσι νομίζω πως πρέπει να ερευνάται το ζήτημα της τύχης κατ' αυτόν τον τρόπον, διότι μόνον η τοιαύτη εξέτασις είναι ορθή και δικαία, κατά την γνώμην μου τουλάχιστον, πιστεύω δε πως και σεις συμφωνείτε με την άποψίν μου αυτήν. Ο (κύριος) Αισχίνης όμως ισχυρίζεται ότι το ιδικόν μου ριζικόν έχει μεγαλυτέραν επίδρασιν (επί της εξελίξεως των δημοσίων πραγμάτων) παρ' ό,τι έχει η κοινή της πόλεως τύχη. (Ισχυρίζεται μ' άλλα λόγια) πως η μικρά και ασήμαντος (ιδική μου τύχη) υπερισχύει της αγαθής και μεγάλης τύχης της πόλεως. Μα πώς είναι δυνατόν να συμβαίνη ένα τέτοιο πράγμα;

Μτφρ. Γ.Α. Πλατής. 1974. Δημοσθένους Υπέρ Κτησιφώντος, Περί του Στεφάνου. Πρόλογος, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα.

[252] Και από παντού μεν θα ηδύνατο τις να ίδη, την κακοβουλίαν και τον φθόνον αυτού, όχι ολιγώτερον δε, από όσα είπε περί της τύχης. Εγώ δε γενικώς θεωρώ ανόητον εκείνον, ο οποίος, εν ω είναι άνθρωπος, ονειδίζει άνθρωπον διά την τύχην του. Διότι ο νομίζων εαυτόν πανευτυχή, και ο φανταζόμενος ότι έχει αρίστην τύχην, αγνοεί αν αύτη θα παραμένη η ιδία μέχρις το εσπέρας, πώς λοιπόν ημπορεί να ομιλή περί αυτής, και διατί να ονειδίζη τον άλλον; Επειδή δε αυτός, εκτός πολλών άλλων, και περί τούτων ωμίλησε με έπαρσιν, σκεφθήτε, πολίται Αθηναίοι, και ιδέτε πόσον πλησιέστερα προς την αλήθειαν, και ανθρωπινότερον, θα ομιλήσω εγώ διά την τύχην αυτού.

[253] Εγώ την τύχην της πόλεως θεωρώ καλήν, και βλέπω ότι τούτο εχρησμοδότησεν εις σας και ο Δωδωναίος Ζευς· αλλά την τύχην ήτις τώρα επικρατεί εις όλους τους ανθρώπους, την θεωρώ αθλίαν και φοβεράν. Διότι ποίος εκ των Ελλήνων, ή ποίος εκ των βαρβάρων, δεν δοκιμάζει σήμερον πολλάς συμφοράς; [254] Το να προτιμήση λοιπόν η πόλις τα άριστα, και το να είναι ευτυχεστέρα από τους Έλληνας, τους νομίσαντας ότι θα ζήσουν ευδαίμονες, εάν μας εγκαταλείψουν, υπολογίζω ότι οφείλεται εις την καλήν τύχην της πόλεως· το ότι δε προσέκρουσεν εις εμπόδια, και το ότι δεν συνέβησαν εις ημάς όλα, όπως ηθέλαμεν, νομίζω, ότι η πόλις μετέσχε της τύχης των άλλων ανθρώπων, κατά το αναλογούν εις ημάς μερίδιον.

[255] Την δε ατομικήν μου τύχην, και την τύχην ενός εκάστου εξ ημών, νομίζω ότι είναι δίκαιον να εξετάζωμεν από τον ατομικόν βίον εκάστου. Εγώ μεν λοιπόν αυτήν την γνώμην έχω περί της τύχης, ορθώς και δικαίως, όπως πιστεύω, νομίζω δε και σεις. Αυτός όμως ισχυρίζεται ότι η ατομική τύχη, η ιδική μου, είναι επικρατεστέρα της κοινής τύχης της πόλεως, δηλαδή η μικρά και ευτελής, της καλής και μεγάλης. Και πώς είναι δυνατόν να γίνη τούτο;