Μτφρ. Γ. Κορδάτος. [1939] χ.χ. Δημοσθένης. Ι, Περί του Στεφάνου. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[234] Η πόλις μας λοιπόν είχε ως συμμαχικήν μεν δύναμιν τους νησιώτας, όχι όλους όμως, και όσους είχε αυτοί πάλι ήσαν οι ασθενέστεροι. Μάλιστα ούτε η Χίος, ούτε η Ρόδος, ούτε η Κέρκυρα ήσαν μαζί μας. Το εκ των φόρων δε χρηματικόν εισόδημα του κράτους ανήρχετο μέχρι του ποσού των τεσσαράκοντα πέντε ταλάντων, και αυτά πάλιν είχον προεισπραχθή. Πεζόν δε στρατιώτην και ιππέα η πόλις μας, εκτός των Αθηναίων, δεν είχε κανένα άλλον. Εκείνο όμως που ήταν για μας το πλέον φοβερόν από όλα και πάρα πολύ ευχάριστον διά τους εχθρούς μας, ήτο ότι οι κύριοι ούτοι (οι περί τον Αισχίνην) τα κατάφεραν να κάμουν όλους τους κατοικούντας γύρω εις την Αττικήν λαούς εχθρούς μας μάλλον παρά στενούς φίλους μας, δηλαδή τους Μεγαρείς, τους Θηβαίους, τους Ευβοείς. [235] Τα μεν λοιπόν πράγματα της πόλεως εις τοιαύτα χάλια ευρίσκοντο. Και κανείς δεν μπορεί να παρουσιάση διαφορετικήν την κατάστασιν (διότι τα πράγματα ήταν έτσι που τα εκθέτω). Αναφορικώς όμως με τα πράγματα του Φιλίππου, εναντίον του οποίου αγωνιζόμεθα, σκεφθήτε εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκοντο. Πρώτον μεν αυτός ήτο απόλυτος αρχηγός των ακολουθούντων αυτόν στρατευμάτων, πράγμα το οποίον εις τον πόλεμον είναι το μέγιστον πλεονέκτημα από όλα τα άλλα που συντελούν εις την καλήν έκβασιν (της μάχης). Έπειτα οι Μακεδόνες ήσαν ισόβιοι στρατιώται, κι ακόμα ο Φίλιππος είχε πολλά χρήματα και έκαμνεν όσα ενόμιζεν αυτός πως έπρεπε να ενεργήση χωρίς να τα προλέγη με ψηφίσματα, χωρίς να λαμβάνη τας αποφάσεις του δημοσία και χωρίς να σύρεται εις τα δικαστήρια υπό των συκοφαντών, και ούτε να καταγγέλεται ως παραβάτης των νόμων, ούτε να είναι υποχρεωμένος να λογοδοτή εις κανένα. Αλλ' ήτο απόλυτος άρχων, αρχηγός και εξουσιαστής όλων. [236] Εγώ δε ο οποίος είχον αντιταχθή εις τούτον (διότι και τούτον είναι δυνατόν να εξετασθή) τίνος ήμουνα εξουσιαστής; Κανενός. Διότι και αυτό τούτο το δικαίωμα να ομιλώ εις τον λαόν δεν ήτο αποκλειστικώς δικαίωμα ιδικόν μου, αφού σεις επροτείνετε (διά κήρυκος) και εις εμέ (αν θέλω να ομιλήσω) και εις εκείνους που ήσαν πωλημένοι εις τον Φίλιππον. Και εις όσα ούτοι υπερίσχυον εμού (και εγίνοντο πολλά τέτοια με όποιαν ετύχαινε πρόφασιν το καθένα) ταύτα πρώτα τα εγκρίνατε προς το συμφέρον των εχθρών μας και ύστερα εφεύγατε από την συνέλευσιν του λαού. [237]Και όμως αν και η θέσις μου ήτο τόσον μειονεκτική, εν τούτοις σας έκαμα συμμάχους τους Ευβοείς, τους Αχαιούς, τους Κορινθίους, τους Θηβαίους, τους Μεγαρείς, τους Λευκαδίους και τους Κερκυραίους, από των οποίων εμαζεύθησαν δέκα πέντε χιλιάδες μισθοφόροι στρατιώται (πεζοί) και δύο χιλιάδες ιππείς, εκτός της στρατιωτικής δυνάμεως που συνεκροτήθη από πολίτας των πόλεων τούτων· την δε συνεισφοράν των συμμαχικών πόλεων την έκαμα όσον ημπόρεσα μεγαλυτέραν. [238] Εάν δε, Αισχίνη, (κατηγορών με) αναφέρεις ή τας προς τους Θηβαίους δικαίας αξιώσεις μας, ή τας προς τους Βυζαντίους ή τας προς τους Ευβοείς ή ισχυρίζεσαι τώρα ότι έπρεπεν ούτοι να συμμετάσχουν κατ' ίσην αναλογίαν εις τα έξοδα του πολέμου, πρώτον μεν αγνοείς ότι και κατά το παρελθόν (κατά την εν Σαλαμίνι ναυμαχίαν) από τα πλοία εκείνα που ηγωνίσθησαν υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων, ενώ όλα όλα ήσαν τριακόσια, απ' αυτά η πόλις μας συνεισέφερε διακόσια και δεν ενόμιζε δι' αυτό ούτε πως εζημιώθη, ούτε εις τα δικαστήρια έσυρε εκείνους που συνεβούλευσαν να διαθέση τοσούτον στόλον, ούτε εφάνη ότι ηγανάκτει διά την πράξιν της ταύτην (διότι ενόμιζε πως το τοιούτον ήτο ανάρμοστον εις αυτήν), αλλά (τουναντίον) ηυχαρίστει τους θεούς διότι εις τον κοινόν δι' όλους τους Έλληνας εμφανισθέντα κίνδυνον αυτή προς σωτηρίαν όλων συνεισέφερε διπλάσια των άλλων πλοία. [239] Έπειτα ματαίας υπηρεσίας προσφέρεις εις τούτους εδώ (τους Αθηναίους) με το να με συκοφαντής· διότι διατί λέγεις τώρα τα όσα έπρεπε να κάμουν (οι Αθηναίοι) τότε και δεν τα επρότεινες εγγράφως τότε (που ήτο η κατάλληλος περίστασις) αφού ευρίσκεσο εις την πόλιν και ήσο παρών εις τας λαϊκάς συνελεύσεις, εάν (επίστευες) πως αυτά (που λέγεις τώρα) ήτο δυνατόν να πραγματοποιηθούν κατά τας περιστάσεις εκείνας κατά τας οποίας έπρεπε να δεχώμεθα όχι όσα ηθέλαμεν εμείς, αλλ' όσα η κατάστασις επέτρεπε. (Και λέγω όσα η κατάστασις επέτρεπε) διότι ήτο έτοιμος (ο Φίλιππος) πλειοδοτών και αποδεχόμενος αμέσως τους αποκρουομένους παρ' ημών όρους (των Θηβαίων κλπ.) να τους δώση ακόμη και χρήματα (διά να τους πάρη μαζί του).

Μτφρ. Γ.Α. Πλατής. 1974. Δημοσθένους Υπέρ Κτησιφώντος, Περί του Στεφάνου. Πρόλογος, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα.

[234] Λοιπόν, η πόλις είχεν ως δύναμιν μεν τους νησιώτας, όχι όλους, αλλά τους πλέον αδυνάτους. Διότι ούτε η Χίος, ούτε η Ρόδος, ούτε η Κέρκυρα ήσαν μαζί μας· προσόδους δε 45 τάλαντα, και ταύτα είχον προεισπραχθή· οπλίτην δε και ιππέα, πλην των ιδικών μας, κανένα. Το δε φοβερώτερον όλων, και το κατ' εξοχήν υπέρ των εχθρών, αυτοί εδώ κατώρθωσαν να φέρουν όλους τους γείτονας, τους Μεγαρείς, τους Θηβαίους, τους Ευβοείς, πλησιέστερον προς το μίσος, παρά προς την φιλίαν. [235] Και τα μεν πράγματα της πόλεως ούτως είχον, και ουδείς θα ηδύνατο να είπη τίποτε άλλο, αντίθετον προς ταύτα. Τα δε πράγματα του Φιλίππου, προς τον οποίον αγωνιζόμεθα, σκεφθήτε πώς είχον. Πρώτον μεν, ήτο ο ίδιος απόλυτος άρχων των ακολουθούντων αυτόν, πράγμα το οποίον κατά τον πόλεμον είναι το σπουδαιότερον πάντων, έπειτα ούτοι είχον πάντοτε τα όπλα ανά χείρας· έπειτα είχεν άφθονον χρήμα, και έπραττεν ό,τι αυτός ήθελε, χωρίς να προαναγγέλλη διά ψηφισμάτων, ουδέ να λαμβάνη αποφάσεις δημοσίως, ουδέ να σύρεται εις τα δικαστήρια από τους συκοφάντας, ουδέ να κατηγορήται διά παράνομα ψηφίσματα, μη ων υπεύθυνος απέναντι ουδενός, αλλά αυτός μόνος απόλυτος δεσπότης, αρχηγός, κυρίαρχος πάντων.

[236] Και εγώ, ο αντιμετωπίζων αυτόν (διότι και τούτο δίκαιον είναι να εξετάζωμεν) τίνος ήμουν κύριος; Ουδενός. Διότι, αυτό προ πάντων το δικαίωμα του ομιλείν προς τον λαόν, του μόνου, ούτινος μετείχον εγώ, σεις, το παρείχατε εξ ίσου εις τους μισθάρνους εκείνου, και εις εμέ, και εις όσα ούτοι υπερίσχυον εμού (πολλά δε τοιαύτα συνέβαινον με οιανδήποτε τυχόν αφορμήν διά το καθένα), εφεύγατε από την συνέλευσιν, αφ' ου δι' αυτά είχατε λάβει απόφασιν, υπέρ των εχθρών. [237] Αλλ' όμως εγώ, με τοιαύτα μειονεκτήματα, συμμάχους μεν σας έκαμα, τους Ευβοείς, τους Αχαιούς, τους Κορινθίους, τους Θηβαίους και τους Μεγαρείς, τους Λευκαδίους, τους Κερκυραίους, από τους οποίους συνεκεντρώθησαν 15.000 μισθοφόροι και δισχίλιοι ιππείς, εκτός των μητροπολιτικών δυνάμεων, επραγματοποίησα, δε, όσον ηδυνήθην, μεγαλειτέραν συνεισφοράν χρημάτων. [238] Αν δε ομιλής ή διά τας δικαίας αξιώσεις μας έναντι των Θηβαίων, Αισχίνη, ή διά τας έναντι του Βυζαντίου ή διά τας έναντι των Ευβοέων, ή ομιλείς τώρα περί ίσης συμμετοχής, πρώτον μεν αγνοείς, ότι και προηγουμένως εκ των υπέρ των Ελλήνων αγωνισθεισών εκείνων τριήρεων, τριακοσίων εν όλω, η πόλις είχε προσφέρει τας διακοσίας, μη νομίζουσα ότι ζημιούται, ουδέ εισάγουσα εις δίκην τους συμβουλεύσαντας ταύτα, ουδέ εφαίνετο αγανακτούσα ένεκα τούτου, (διότι θα ήτο φοβερόν), αλλά ευγνωμονούσα τους θεούς, διότι κατά τον παρουσιασθέντα εις τους Έλληνας κοινόν κίνδυνον, αυτή προσέφερε διπλάσια διά την σωτηρίαν όλων.

[239] Έπειτα, προσφέρεις ανωφελή υπηρεσίαν εις αυτούς εδώ, συκοφαντών με. Διότι, διατί τώρα λέγεις, όσα έπρεπε τότε να πράξωμεν, αλλά τότε, ευρισκόμενος εις την πόλιν, και συμμετέχων εις τας συνελεύσεις, δεν τα επρότεινες, αν βεβαίως επετρέπετο υπό των υφισταμένων περιστάσεων, καθ' ας έπρεπε να αποδεχώμεθα, όχι ό,τι ηθέλαμεν, αλλ' όσα επέτρεπον τα πράγματα. Διότι, ο πλειοδοτών, και εκείνος, ο οποίος ταχέως θα υποδέχεται τους τυχόν από ημάς αποδιωκομένους, και ο οποίος επί πλέον θα δώση χρήματα, ήτο έτοιμος.