Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Εφόσον διαθέτουμε παρόμοιες ελπίδες, έχουμε αναγκαστικά τις εξής δύο επιλογές: είτε να πολεμήσουμε εναντίον των Λακεδαιμονίων στο πλευρό των Αργείων, είτε να συνάψουμε κοινή ειρήνη μαζί με τους Βοιωτούς. Εκείνο όμως που φοβάμαι περισσότερο, Αθηναίοι, είναι το συνηθισμένο σφάλμα μας, ότι δηλαδή, εγκαταλείποντας τους ισχυρότερους φίλους επιλέγουμε πάντοτε τους αδύναμους, και κάνουμε πόλεμο για χάρη άλλων, ενώ μπορούμε, για μας τους ίδιους, να έχουμε ειρήνη· εμείς, λοιπόν, ―γιατί πρέπει να πάρουμε σωστές αποφάσεις, αφού θυμηθούμε τα γεγονότα― ενώ πρώτα συνθηκολογήσαμε με τον μεγάλο βασιλιά και υποσχεθήκαμε αιώνια φιλία, με πρέσβη τον Επίλυκο, τον γιο του Τείσανδρου και αδελφό της μητέρας μου, και στη συνέχεια εμπιστευθήκαμε τον Αμόργη, τον δούλο του βασιλιά και φυγάδα, απαρνηθήκαμε την ισχύ του βασιλιά σαν να μην άξιζε τίποτε, και προτιμήσαμε τη φιλία του Αμόργη, θεωρώντας την σημαντικότερη. Αφού ο βασιλιάς εξοργίστηκε με μας εξαιτίας αυτών και έγινε σύμμαχος των Λακεδαιμονίων, τους έδωσε πέντε χιλιάδες τάλαντα για τη διεξαγωγή του πολέμου, ώσπου να καταλυθεί η δική μας ισχύς. Αυτή είναι μία από τις αποφάσεις αυτού του είδους στις οποίες έχουμε καταλήξει· όταν πάλι οι Συρακόσιοι ήρθαν έχοντας την ανάγκη μας, επιζητώντας τη φιλία και όχι τη σύγκρουση, την ειρήνη και όχι τον πόλεμο, παρουσιάζοντας με επιχειρήματα πόσο σημαντικότερη ήταν η συμμαχία μαζί τους παρά με την Έγεστα και την Κατάνη, στην περίπτωση που επιθυμούσαμε να συμμαχήσουμε με αυτούς, εμείς, λοιπόν, προτιμήσαμε και πάλι τον πόλεμο αντί της ειρήνης, τους Εγεσταίους αντί των Συρακοσίων και να εκστρατεύσουμε στη Σικελία αντί παραμένοντας στην πατρίδα μας να έχουμε συμμάχους τους Συρακοσίους· εξαιτίας αυτών και πολλούς Αθηναίους χάσαμε από τους καλύτερους και πολλούς συμμάχους, και πολλά πλοία και χρήματα και δυνάμεις, ενώ όσοι διασώθηκαν επέστρεψαν ντροπιασμένοι.

Αργότερα μας έπεισαν οι Αργείοι, οι ίδιοι που έχουν έρθει τώρα προκειμένου να μας πείσουν να πολεμήσουμε, αφού κατευθυνθούμε με τα πλοία μας προς τη Λακωνία, ενώ υπήρχε ειρήνη με τους Λακεδαιμόνιους, να προκαλέσουμε την οργή τους, κάτι από το οποίο ξεκίνησαν πολλές συμφορές· με αποτέλεσμα, αφού πολεμήσαμε, να αναγκαστούμε να κατεδαφίσουμε τα τείχη μας και να παραδώσουμε τα πλοία και να ανακαλέσουμε τους εξόριστους. Aφού υποστήκαμε αυτά τα δεινά ποια ωφέλεια μας παρείχαν οι Αργείοι που μας έπεισαν να πολεμήσουμε; Ποιον κίνδυνο διέτρεξαν για χάρη των Αθηναίων;

Τώρα, λοιπόν, αυτό που μας μένει είναι να επιλέξουμε και στην παρούσα περίσταση τον πόλεμο αντί της ειρήνης, τη συμμαχία με τους Αργείους αντί με τους Βοιωτούς, αυτούς που κατέχουν τώρα την Κόρινθο αντί των Λακεδαιμονίων. Αθηναίοι, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να σας πείσει κανείς να πράξετε κατά αυτόν τον τρόπο· γιατί τα παραδείγματα που μας παρέχουν τα σφάλματα του παρελθόντος αρκούν για να αποτρέψουν τους συνετούς ανθρώπους από τα ίδια σφάλματα.

Μτφρ. Ε. Ανδρουλιδάκης. [1939] χ.χ. Ανδοκίδης. Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[28] Αφού δε ελάβαμεν μέρος εις την συμμαχίαν με τοιαύτας ελπίδας, πρέπει να διαλέξωμεν το έν από τα δύο, ή να πολεμώμεν μαζί με τους Αργείους εναντίον των Λακεδαιμονίων ή να κάμωμεν ειρήνην από κοινού με τους Βοιωτούς. Εγώ λοιπόν, Αθηναίοι, φοβούμαι πολύ τούτο το συνηθισμένον κακόν, ότι δηλαδή αφήνοντες ισχυροτέρους φίλους προτιμώμεν πάντοτε τους ασθενεστέρους και κάμνομεν πόλεμον προς χάριν άλλων, αν και εμείς οι ίδιοι ημπορούμεν να ζώμεν εν ειρήνη· [29] ημείς που πρώτον μεν (διότι πρέπει, αφού ενθυμηθώμεν τα γεγονότα, να σκεφθώμεν καλά), αφού εκάμαμεν συνθήκας με τον μεγάλον βασιλέα και συνήψαμεν αιωνίαν φιλίαν, πράγματα που διεπραγματεύθη διά λογαριασμόν μας ο Επίλυκος ο υιός του Τεισάνδρου, αδελφός της μητρός μου, ύστερα πεισθέντες από τον Αμόργην, τον δούλον του βασιλέως και εξόριστον, εδιώξαμεν την ενίσχυσιν του βασιλέως ως άνευ σημασίας, επροτιμήσαμεν δε την φιλίαν του Αμόργη, θεωρήσαντες αυτήν ως ισχυροτέραν· εξ αιτίας αυτών ο βασιλεύς οργισθείς εναντίον μας, αφού εσυμμάχησε με τους Λακεδαιμονίους, τους παρεχώρησεν εις τον πόλεμον πέντε χιλιάδες τάλαντα, μέχρις ότου κατέστρεψαν την δύναμίν μας. Μια τέτοιαν σκέψιν εκάμαμεν· [30] όταν δε ήλθαν οι Συρακούσιοι παρακαλούντες μας, θέλοντες να συνάψουν φιλίαν αντί της διαφωνίας και ειρήνην αντί του πολέμου, αποδεικνύοντες και πόσον καλυτέρα ήτο η φιλία των από των Εγεσταίων και των Καταναίων, εάν ηθέλαμεν να (την) συνάψωμεν με αυτούς, εμείς επροτιμήσαμεν και τότε τον πόλεμον από την ειρήνην και τους Εγεσταίους από τους Συρακουσίους και να εκστρατεύσωμεν κατά της Σικελίας παρά, μένοντες εις την πατρίδα μας, να έχωμεν συμμάχους τους Συρακουσίους· εξ αιτίας (των σφαλμάτων μας) αυτών, αφού εχάσαμεν πολλούς αρίστους Αθηναίους και συμμάχους και αφού εχάσαμεν πολλά πλοία και χρήματα και δύναμιν, μετεφέρθησαν οπίσω κατά τρόπον ατιμωτικόν όσοι εσώθησαν. [31] Ύστερα επείσθημεν από τους Αργείους, που έρχονται τώρα διά να μας πείσουν να πολεμώμεν, πλέοντες εναντίον της Λακωνίας, ενώ είχαμεν ειρήνην με τους Λακεδαιμονίους, να τους εξοργίσωμεν, (γεγονός) που ήταν η αρχή πολλών κακών· επειδή επολεμήσαμεν εξ αιτίας αυτού (του γεγονότος), ηναγκάσθημεν να κατεδαφίσωμεν τα τείχη και τα πλοία να παραδώσωμεν και τους εξορίστους να δεχθώμεν οπίσω. Ενώ δε υπεφέραμεν εμείς αυτά, οι Αργείοι, που μας έπεισαν να πολεμώμεν, ποίαν βοήθειαν μάς έδωσαν; Ποίον κίνδυνον διέτρεξαν προς χάριν των Αθηναίων; [32] Αυτό μας απομένει λοιπόν, να προτιμήσωμεν και τώρα τον πόλεμον από την ειρήνην, και την συμμαχίαν των Αργείων από των Βοιωτών και εκείνους από τους Κορινθίους, που ήσαν εις την αρχήν, από τους Λακεδαιμονίους. Ας μη σας πείση, Αθηναίοι, κανείς δι' αυτά· διότι τα παραδείγματα από τα παλαιά γεγονότα είναι αρκετά διά τους φρονίμους ανθρώπους, ώστε να μη σφάλλουν πλέον.