Μτφρ. Γ. Κορδάτος. [1939] χ.χ. Δημοσθένης. Ι, Περί του Στεφάνου. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[1] Πρώτον μεν, κύριοι δικασταί, εύχομαι εις όλους τους θεούς και εις όλας τα θεάς κατά τον σημερινόν δικαστικόν αγώνα, όπως όσην τρέφω ανέκαθεν ευμένειαν και διά την πόλιν και διά σας όλους, τόσην να εύρω εκ μέρους σας κατά την σημερινή δίκην. Έπειτα δε (παρακαλώ τους θεούς) να σας εμβάλουν την ιδέαν, πράγμα που άλλωστε είναι προς τιμήν σας και εξυπηρετικόν της ευσεβείας και της (δικαστικής) υπολήψεώς σας, να μη λάβετε υπ' όψιν τας συμβουλάς του αντιδίκου μου ως προς τον τρόπον κατά τον οποίον πρέπει να κάμω την απολογίαν (διότι τούτο θα ήτο σκληρόν), [2] αλλά να λάβετε υπ' όψιν σας το τι ορίζουν οι νόμοι και τι διαλαμβάνει ο (δικαστικός) όρκος, εις τον οποίον μαζί με όλας τας άλλας δικαίας διατάξεις του είναι γραμμένον και τούτο: ότι πρέπει να ακροάζεσθε και τους δύο διαδίκους κατά τον ίδιον τρόπον. Αυτή η διάταξις σημαίνει όχι μόνον ότι δεν πρέπει να μη καταδικάσετε κανένα προ της απολογίας του, ούτε πάλιν σημαίνει μόνον ότι πρέπει να δείξετε ίσην ευμένειαν προς αμφοτέρους τους δικαζομένους, αλλά σημαίνει ακόμη ότι πρέπει ν' αφήσετε ελεύθερον τον καθένα εκ των δικαζομένων να κανονίση την σειράν των επιχειρημάτων του και τον τρόπον της απολογίας του, όπως θέλει και όπως του αρέσει.

[3] Εις πολλά μεν σημεία ευρίσκομαι βεβαίως εις μειονεκτικήν θέσιν απέναντι του Αισχίνου κατά την παρούσαν δίκην. Δύο δε εκ τούτων, κύριοι δικασταί, είναι και τα σπουδαιότερα: Πρώτον μεν ότι δεν αγωνίζομαι δι' ίσα πράγματα με τον Αισχίνην· διότι το να χάσω εγώ την εύνοιάν σας, ο δε Αισχίνης να μη κερδίση την δίκην, δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αλλ' εις εμέ μεν ― όχι δεν το λέγω, διότι δεν θέλω εις την αρχήν του λόγου μου να κακομελετήσω τίποτε διά τον εαυτόν μου, αυτός δε έχει πολλά πλεονεκτήματα απέναντί μου ως κατήγορος (αφού δεν διατρέχει κανένα κίνδυνον). Το άλλο δε σημείον (που καθιστά μειονεκτικήν την θέσιν μου απέναντι του Αισχίνου) είναι ότι από φυσικόν τους όλοι οι άνθρωποι ακούουν με ευχαρίστησιν μεν τας εναντίον των άλλων κακολογίας και κατηγορίας, δυσφορούν δε εναντίον εκείνων που επαινούν τον εαυτόν τους. [4] Εκείνο λοιπόν που προκαλεί ευχαρίστησιν εις τους ακροαζομένους, τούτο το έχει ο Αισχίνης, εκείνο δε που γενικώς ενοχλεί τον κόσμον μένει σε μένα.

Και εάν, διά να αποφύγω την ενόχλησίν σας συστελλόμενος, δεν ομιλήσω δι' εκείνα που έχω κάμει (υπέρ της πολιτείας), τότε θα φανώ πως δεν ημπορώ να αποδείξω ψευδείς τας εναντίον μου κατηγορίας, ούτε και ν' αποδείξω όλα εκείνα διά τα οποία θεωρώ τον εαυτόν μου άξιον τιμής. Εάν δε πάλιν προχωρώ εις την διήγησιν των ιδιωτικών και των πολιτικών μου πράξεων, τότε θ' αναγκασθώ πολλές φορές να ομιλώ διά τον εαυτόν μου. Θα προσπαθήσω βεβαίως (εάν αναγκασθώ να κάμω λόγον διά τον εαυτόν μου) να μην ειπώ παρά μόνον όσα χρειάζονται διά την απολογίαν μου. Εν πάση περιπτώσει όταν από την αδήριτον ανάγκην των πραγμάτων αναγκάζωμαι να περιαυτολογήσω, είναι δίκαιον αυτός (ο κύριος) να φέρη την ευθύνην, εφόσον αυτός επροκάλεσε την παρούσαν δίκην.

[5] Νομίζω δε, κύριοι δικασταί, ότι όλοι σας θα παραδεχθήτε, ότι ο σημερινός δικαστικός αγών είναι αγών κοινός δι' εμέ και τον Κτησιφώντα, και ότι καθόλου δεν έχει δευτερεύουσαν σημασίαν δι' εμέ· διότι είναι οχληρόν και αβάστακτον να τα χάση κανείς όλα και εις άλλας περιστάσεις και μάλιστα εάν το πάθη αυτό από κάποιον εχθρόν. Προ πάντων δε να χάση κανείς την ιδικήν σας ευμένειαν και καλωσύνην, όσον αντιθέτως μεγάλο πράγμα είναι να τα κερδίση κανείς και τα δύο.

[6] Επειδή δε περί τούτων διεξάγεται ο σημερινός δικαστικός αγών, νομίζω δίκαιον και σας ικετεύω όλους σας να με ακούσετε απολογούμενον κατά τας εναντίον μου κατηγορίας, με τρόπον νόμιμον καθώς ορίζουν οι νόμοι τους οποίους πρώτος εθέσπισεν ο Σόλων που σας αγαπούσε και ήτο φίλος του λαού, και διά τους οποίους ενόμιζε πως θα έχουν κύρος όχι μόνον εάν προταθούν εγγράφως (εις την λαϊκήν συνέλευσιν) αλλά και εάν οι δικασταί ορκισθούν εις αυτούς.

[7] Και αυτό όχι, καθώς τουλάχιστον εγώ φρονώ, διότι δεν είχεν εμπιστοσύνην εις σας, αλλά διότι έβλεπεν ότι ο κατηγορούμενος δεν δύναται να διαφύγη τας κατηγορίας και τας διαβολάς διά των οποίων ο κατήγορος υπερισχύει, ως ομιλών πρωτύτερα, εάν μη καθένας από σας φυλάττων τον προς τους θεούς οφειλόμενον σεβασμόν, δεχθή με ευμένειαν και τας δικαιολογίας τού μετά τον κατήγορον ομιλούντος κατηγορουμένου και έτσι αφού ακούση και τους δυο αντιδίκους με αμεροληψίαν και ισότητα εκδώση την απόφασίν του εφ' όλων των υπό την κρίσιν του ζητημάτων.

Μτφρ. Γ.Α. Πλατής. 1974. Δημοσθένους Υπέρ Κτησιφώντος, Περί του Στεφάνου. Πρόλογος, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα.

[1] Προ παντός άλλου, πολίται Αθηναίοι, εύχομαι εις όλους τους θεούς και τας θεάς, όσην εύνοιαν επέδειξα εγώ πάντοτε, και προς την πολιτείαν, και προς έκαστον από σας, τοσαύτην να μου παράσχητε και σεις εις την παρούσαν δίκην, έπειτα, πράγμα που ενδιαφέρει, προ παντός σάς και την ιδικήν σας ευσέβειαν και υπόληψιν, να σας εμπνεύσουν οι θεοί τούτο, να μη κάμετε σύμβουλόν σας τον αντίδικον, περί του τρόπου, καθ' ον πρέπει να με ακούσητε, διότι τούτο θα ήτο πράγματι σκληρόν, [2] αλλά τους νόμους και τον όρκον, εις τον οποίον εκτός των άλλων διατάξεων, έχει γραφή και τούτο ― το να ακούσετε αμφοτέρους με την αυτήν διάθεσιν. Σημαίνει δε τούτο, όχι μόνον το να μη προαποφασίσητε τίποτε, και να παράσχητε ίσην την εύνοιαν εις αμφοτέρους, αλλά και το να αφίσητε ελεύθερον έκαστον των διαδίκων, να καθορίση το διάγραμμα του λόγου, και της απολογίας, όπως του αρέσει, και όπως αυτός προτιμά.

[3] Αναμφιβόλως εγώ, κατά την παρούσαν δίκην, εις πολλά μεν σημεία μειονεκτώ του Αισχίνου, δύο όμως, πολίται Αθηναίοι, είναι τα πολύ σπουδαία. Το έν μεν είναι, ότι δεν αγωνίζομαι περί ίσων πραγμάτων, διότι βέβαια δεν είναι το ίδιον, εγώ να στερηθώ σήμερον των συμπαθειών σας, και αυτός να χάση την δίκην, αλλ' εγώ μεν, όχι δεν θέλω να είπω τίποτε το κακόν αρχόμενος του λόγου, ούτος δε εκ του ασφαλούς με κατηγορεί. Το άλλο δε είναι, εκείνο το οποίον φύσει υπάρχει εις πάντας τους ανθρώπους, ίνα τας μεν λοιδωρίας και κατηγορίας ακούουν ευχαρίστως, αγανακτούν δε κατ' εκείνων οίτινες επαινούν τους εαυτούς των. [4] Εκ τούτων συνεπώς, ό,τι μεν θέλγει έχει δοθή εις αυτόν, ό,τι δε τους πάντας σχεδόν ενοχλεί, δι' εμέ απομένει.

Και αν μεν, φοβούμενος τούτο, δεν ομιλήσω δι' όσα έπραξα, θα θεωρηθώ, ότι δεν δύναμαι να αποκρούσω τας κατηγορίας, ουδέ να αποδείξω, εκείνα διά τα οποία κρίνω δίκαιον να τιμώμαι, εάν δε προχωρήσω εις την εξιστόρησιν του ιδιωτικού και δημοσίου βίου μου, πολλάκις θα αναγκασθώ να περιαυτολογήσω.

Θα προσπαθήσω λοιπόν να πράξω τούτο, με τον καλύτερον πρέποντα τρόπον, δι' ό,τι όμως η υπόθεσις, αυτή καθ' εαυτήν θα αναγκάζη, την ευθύνην διά τούτο δίκαιον είναι να φέρη αυτός, ο τοιαύτην δίκην επιχειρήσας.

[5] Πιστεύω δε, πολίται Αθηναίοι, πως όλοι σας θα ομολογήσητε, ότι ο παρών αγών είναι κοινός εμού και του Κτησιφώντος, και ότι δεν αξίζει ήσσονος προσοχής παρ' εμού, διότι το να στερηθή μεν κανείς των πάντων, είναι λυπηρόν και ανυπόφορον, και ιδίως όταν τούτο προέρχεται από κάποιον εχθρόν, προ παντός όμως, να χάση κανείς την ιδικήν σας εύνοιαν και αγάπην, τούτο είναι τόσον πολύ φοβερόν, όσον πολυτιμώτατον είναι να τα αποκτήση.

[6] Επειδή λοιπόν αυτός εδώ ο αγών περί τούτων γίνεται, κρίνω δίκαιον, και ικετεύω όλους σας ανεξαιρέτως, να με ακούσητε απολογούμενον δικαίως επί των κατηγοριών, σύμφωνα με τους ισχύοντας νόμους, τους οποίους ο αρχικός νομοθέτης Σόλων, επειδή ήτο εύνους προς σας, και δημοκρατικός, εθέσπισε να είναι έγκυροι, όχι μόνον με το να προτείνωνται εγγράφως, αλλά και με το να ορκίζωνται οι δικασταί· όχι βέβαια, διότι εδυσπίστει προς σας, όπως εγώ τουλάχιστον πιστεύω, [7] αλλά διότι έβλεπεν, ότι ο κατηγορούμενος, δεν δύναται να αποφύγη τας κατηγορίας και τας διαβολάς, διά των οποίων πλεονεκτεί ο μηνυτής, καθ' ό πρώτος ομιλών, εάν έκαστος από σας τους δικαστάς, τηρών την προς τους θεούς ευσέβειαν, δεν δεχθή με συμπάθειαν, και τας δικαιολογίας του κατόπιν ομιλούντος κατηγορουμένου, και αφού παράσχει τον εαυτόν του, ίσον και αμερόληπτον ακροατήν εις αμφοτέρους, θα μορφώση ούτω γνώμην περί όλων των ζητημάτων.