Μτφρ. Γ. Κορδάτος & Η. Ηλιού. [1939] χ.χ. Αισχίνης. Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[20] Έτσι λοιπόν, η αρχή όλων αυτών των διαπραγματεύσεων δεν προήλθεν από εμένα, αλλ' από τον Δημοσθένη και τον Φιλοκράτη. Κατά δε την διάρκειαν της αποστολής μας κατέβαλε κάθε προσπάθειαν να τρώμε όλοι μαζί, και το επέτυχε, μη πείσας εμένα, αλλά τους συναδέλφους μου, τον Τενέδιον Αγλαοκρέοντα, τον οποίον εξελέξατε διά ν' αντιπροσωπεύη τους συμμάχους μας, και τον Ιατροκλή. Λέγει δε ότι τάχα κατά την διάρκειαν του ταξιδίου τον προέτρεψα να προσέξωμεν καλά και οι δύο μας το θηρίον, τον Φιλοκράτην. Αυτό είναι καθαρά επινόησις. Διότι πώς θα ετολμούσα να ξεσηκώσω τον Δημοσθένη εναντίον του Φιλοκράτους, εγώ που εγνώριζα ότι αυτός ήτο, κατά την καταγγελίαν του ψηφίσματος του Φιλοκράτους ως παρανόμου, ο συνήγορός του, ο δε Φιλοκράτης πάλιν ήτο εκείνος που υπέδειξε τον Δημοσθένην ως πρεσβευτήν;

[21] Εξ άλλου δεν είχαμεν ημείς τα άλλα μέλη της πρεσβείας τοιαύτας συνομιλίας μαζί του, αλλά κατεβάλλαμεν μεγάλας προσπαθείας καθ' όλον το διάστημα του ταξιδίου μας, πώς να τον υποφέρωμεν αυτόν τον ανυπόφορον και κουραστικόν άνθρωπον. Κάποτε διεσκεπτόμεθα τι έπρεπε να είπωμεν και ο Κίμων εξέφρασε τον φόβον μήπως κατά την συζήτησιν μας νικήση ο Φίλιππος. Και τότε ο Δημοσθένης μάς υπεσχέθη ότι διαθέτει άφθονα επιχειρήματα και ότι θα εκθέση έτσι τα δικαιώματά μας επί της Αμφιπόλεως και την ιστορίαν της αρχής του πολέμου, ώστε θα βουλώση τελείως το στόμα του Φιλίππου. Και ότι θα πείση τους μεν Αθηναίους να επιτρέψουν εις τον Λεωσθένην να γυρίση πίσω εις την πόλιν, τον δε Φίλιππον να επιστρέψη εις τους Αθηναίους την Αμφίπολιν. [22] Και, διά να μη μακρηγορώ με την εξιστόρησιν της υπεροψίας του, αμέσως όταν εφθάσαμεν εις την Μακεδονίαν, συνεφωνήσαμεν μεταξύ μας, κατά την εμφάνισίν μας ενώπιον του Φιλίππου πρώτος να λάβη τον λόγον ο μεγαλύτερος, οι δε άλλοι με την σειράν των αναλόγως της ηλικίας των. Συνέβαινε δε να είναι νεώτερος από όλους μας καθώς μας είπεν ο ίδιος ο Δημοσθένης. Όταν εκλήθημεν να παρουσιασθώμεν εις τον βασιλέα προσέξετέ με, σας παρακαλώ, καλά εις αυτό το σημείον, διότι τώρα θα αντιληφθήτε πόσον υπερβολικά φθονερός και μαζί εξαιρετικά δειλός και μοχθηρός άνθρωπος είναι και πώς επεβουλεύθη ανθρώπους ομοτραπέζους του και συναδέλφους του εις την πρεσβείαν, κατά τρόπον που δεν θα εχρησιμοποιούσε κανείς ούτε εναντίον των χειροτέρων του εχθρών. Διότι λέγει ότι εκτιμά περισσότερον από κάθε άλλο το ψωμί και το αλάτι που του προσφέρει η πόλις εις το δημόσιον τραπέζι, αλλ' εν τούτοις δεν ανήκει, όπως θα λεχθή εντός ολίγου, εις τον τόπον μας, ούτε εις την γενιά μας. [23] Ημείς, που εις την πατρίδα μας έχομεν τα εικονοστάσιά μας και τους τάφους των προγόνων μας, και τας ασχολίας και τας συνηθείας που αρμόζουν εις ελευθέρους ανθρώπους, και νομίμους γάμους και συγγενείς και απογόνους, είμεθα, όσο ευρισκόμεθα στας Αθήνας, άξιοι της εμπιστοσύνης σας ―άλλως, πώς θα μας εξελέγατε αντιπροσώπους σας;― και μόλις επήγαμεν εις την Μακεδονίαν εγίναμεν τάχα ξαφνικά προδόται! Κι' αυτός που έχει πουλήσει το κάθε μέρος του σώματός του, ακόμη και κείνο, από όπου βγαίνει η φωνή του, ωσάν να είναι ο δίκαιος Αριστείδης, δυσφορεί και μας υβρίζει ότι εδωροδοκήθημεν! [24] Ακούσατε λοιπόν και τους λόγους που ημείς είπαμεν προς το συμφέρον σας και πάλιν εκείνους που είπεν ο Δημοσθένης, ο μέγας σωτήρ της πολιτείας μας. Κατόπιν αυτών θα αντικρούσω σημείον προς σημείον ολόκληρον την κατηγορίαν. Σας επαινώ όλους σας, ω δικασταί, διότι με ησυχίαν και αμεροληψίαν με ακούετε. Ώστε εάν δεν ανατρέψω όλα δι' όσα έχω κατηγορηθή δεν θα έχω παράπονον με σας, αλλά με τον εαυτόν μου.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. [1963] 1975. Αισχίνου Λόγοι. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[20] Έτσι λοιπόν, ευθύς εξ αρχής, όλαι αυταί αι διαπραγματεύσεις δεν διηυθύνοντο από εμέ, αλλά υπό του Δημοσθένους και του Φιλοκράτους. Έπειτα κατά την διάρκειαν της αποστολής μας, κατέβαλε κάθε προσπάθειαν να τρώγη με την συντροφιάν μας, και αν ηδυνήθη να ικανοποιήση την επιθυμίαν του ταύτην, τούτο επέτυχεν ουχί εξ αιτίας μου, αλλά χάρις εις τους συναδέλφους εις την πρεσβείαν, τον Αγλαοκρέοντα εκ Τενέδου, τον οποίον εξελέξατε διά να αντιπροσωπεύση τους συμμάχους, και τον Ιατροκλή. Κατά την διάρκειαν δε του ταξιδίου ισχυρίζεται, ότι προέτρεψα αυτόν, όπως προσέξωμεν καλά και οι δύο μας το θηρίον, τον Φιλοκράτη, αλλ' αυτό είναι καθαρά επινόησις. Διότι πώς εγώ θα ετόλμων να εξεγείρω τον Δημοσθένην εναντίον του Φιλοκράτους, αφού εγνώριζον, ότι, όταν κατηγγέλθη το ψήφισμα του Φιλοκράτους ως παράνομον, ο Δημοσθένης υπήρξεν ο συνήγορός του, υπεδείχθη δε ούτος να μετάσχη της πρεσβείας υπό του Φιλοκράτους; [21] Προς τούτοις δε ημείς οι συμπρεσβευταί του δεν είχομεν τοιαύτας συνομιλίας μετ' αυτού, αλλά καθ' όλην την πορείαν ηναγκαζόμεθα να υποφέρωμεν αυτόν τον ανυπόφορον και κουραστικόν άνθρωπον· διότι ούτος, ότε συνεζητούμεν τι έπρεπε να είπωμεν και ο Κίμων έλεγεν, ότι εφοβείτο μήπως κατά την συζήτησιν υπερισχύση ημών ο Φίλιππος, υπεσχέθη ότι διαθέτει άφθονα επιχειρήματα και ότι θα εκθέση έτσι τα δικαιώματά μας επί της Αμφιπόλεως και την ιστορίαν της αρχής του πολέμου, ώστε να βουλώση τελείως το στόμα του Φιλίππου και ότι θα πείση τους Αθηναίους μεν να επιτρέψουν εις τον Λεωσθένη να επιστρέψη εις την πόλιν, τον δε Φίλιππον να αποδώση την Αμφίπολιν εις τους Αθηναίους. [22] Ίνα μη δε μακρηγορώ αναπτύσσων λεπτομερώς την υπεραξίαν του, ευθύς μόλις εφθάσαμεν εις την Μακεδονίαν, συνεφωνήσαμεν μεταξύ μας, όπως, όταν παρουσιασθώμεν ενώπιον του Φιλίππου, τον λόγον λάβη πρώτον ο πρεσβύτατος και έπειτα να ομιλήση κάθε ένας με την σειράν του αναλόγως της ηλικίας του, ήτο δε νεώτατος όλων, όπως έλεγεν, ο Δημοσθένης. Ότε δε εκλήθημεν να παρουσιασθώμεν ενώπιον του Φιλίππου ― και προσέξατέ με παρακαλώ καλά εις το σημείον τούτο, διότι τώρα θα αντιληφθήτε πόσον υπερβολικά φθονερός και συγχρόνως εξαιρετικά δειλός και μοχθηρός άνθρωπος είναι και πώς επεβουλεύθη ανθρώπους ομοτραπέζους και συναδέλφους του εις την πρεσβείαν κατά τοιούτον τρόπον που δεν θα μετεχειρίζετο κανείς ούτε εναντίον των χειροτέρων του εχθρών. Διότι περισσότερον από κάθε άλλο λέγει, ότι εκτιμά το ψωμί και το αλάτι που προσφέρει η πόλις εις το δημόσιον τραπέζι, αλλ' εν τούτοις δεν ανήκει, όπως θα λεχθή κατωτέρω, εις τον τόπον μας, ούτε εις την γενιά μας. [23] Ημείς δε, οι οποίοι έχομεν εδώ εις την πατρίδα μας τα ιερά μας και τους τάφους των προγόνων μας, ημείς, οι οποίοι μοιράζομε μαζί σας τας ασχολίας και τας σχέσεις ελευθέρων ανθρώπων, ημείς, των οποίων οι γάμοι, οι συγγενείς και οι απόγονοι είναι νόμιμοι, ημείς εφ' όσον μεν ευρισκόμεθα εις τας Αθήνας είμεθα άξιοι της εμπιστοσύνης σας, διότι άλλως ποτέ δεν θα μας εξελέγετε ως πρεσβευτάς, αφού δε ήλθομεν εις την Μακεδονίαν, αμέσως εγενόμεθα προδόται. Αυτός δε ο οποίος δεν άφησεν απώλητον κανέν μέρος του σώματός του, ακόμη και εκείνο από το οποίον βγαίνει η φωνή του, ωσάν να είναι δίκαιος Αριστείδης, αγανακτεί και μας υβρίζει, ότι εδωροδοκήθημεν. [24] Ακούσατε λοιπόν τώρα και τους λόγους, τους οποίους είπομεν προς το συμφέρον σας, και πάλιν εκείνους που είπεν ο Δημοσθένης, ο μέγας ούτος σωτήρ της πόλεώς μας. Σκέπτομαι ούτω να αναιρέσω διαδοχικώς σημείον προς σημείον εκάστην των κατηγοριών του. Επαινώ δε υπερβολικά όλους σας, άνδρες δικασταί, διότι με ησυχίαν και αμεροληψίαν με ακούετε, ώστε, εάν δεν ανατρέψω κάτι εξ εκείνων, διά τα οποία κατηγορούμαι, δεν θα έχω παράπονον από σας, αλλά από τον εαυτόν μου.