Μτφρ. Γ.Φ. Παπαλεξανδρής. [1939] χ.χ. Δημοσθένους Λόγοι. VI, Περί της ειρήνης, Περί Αλοννήσου, Περί των εν Χερρονήσω, Περί των προς Αλέξανδρον συνθηκών. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[1] Άνδρες Αθηναίοι, εστέ βέβαιοι ότι αι κατηγορίαι τας οποίας απευθύνει ο Φίλιππος κατ' εκείνων που υπερασπίζουν τα δίκαιά σας, είναι εντελώς αδύνατον να μας εμποδίσουν να σας συμβουλεύσωμεν ό,τι είναι σύμφωνον με το συμφέρον σας. Θα ήτο πράγματι φοβερόν να καταργήσουν την ελευθερίαν του λόγου αι παρ' εκείνου στελλόμεναι επιστολαί. Όσον δ' αφορά εμέ, θέλω εν πρώτοις, Αθηναίοι πολίται, να εξετάσω ενώπιόν σας ένα προς ένα όλα τα σημεία της επιστολής του· έπειτα δε θα ομιλήσωμεν και ημείς δι' εκείνα που ισχυρίζονται οι πρέσβεις.

[2] Ο Φίλιππος λέγει κατ' αρχάς, σχετικώς με την Αλόννησον, ότι μας την δίνει, ενώ ανήκει εις αυτόν, ισχυρίζεται όμως ότι σεις δεν έχετε δικαίωμα να την διεκδικήτε· διότι δεν κατέλαβε ούτε κατέχει νήσον ιδικήν σας. Και όταν επήγαμεν ως πρέσβεις προς αυτόν, μας έλεγε ότι κατέκτησεν αυτήν την νήσον αφαιρέσας αυτήν από τους πειρατάς και επομένως του ανήκει. [3] Αυτό το επιχείρημα, ουδόλως στηριζόμενον επί του δικαίου, είναι εύκολον να του το αφαιρέσωμεν. Διότι οι πειραταί πάντοτε ξένους τόπους καταλαμβάνουν και χρησιμοποιούντες τούτους ως οχυρά ορμητήρια ληστεύουν τους άλλους. Αλλ' αυτός που τιμωρεί τους ληστάς και τους υποτάσσει, θα ήτο παράλογον εάν ισχυρίζετο ότι αυτά τα μέρη τα ξένα, που οι πειραταί κατείχον παρά το δίκαιον, καθίστανται κτήματα ιδικά του. [4] Διότι εάν αποδεχθήτε την αρχήν αυτήν και υποθέσετε ότι οι λησταί καταλάβουν ένα μέρος της Αττικής ή της Λήμνου ή της Ίμβρου ή της Σκύρου, και υποθέσετε ακόμη ότι άλλοι τους εκδιώκουν εκείθεν, εν τοιαύτη περιπτώσει και αυτός ο τόπος τον οποίον κατείχαν οι πειραταί, αλλ' ανήκε σε σας, τι κώλυμα θα υπάρχη να γίνη και αυτός κτήμα εκείνων που ετιμώρησαν τους ληστάς;

[5] Άλλως τε ο Φίλιππος δεν αγνοεί ότι οι ισχυρισμοί του δεν είναι δίκαιοι· αλλ' επειδή είναι διαφωτισμένος επ' αυτών περισσότερον παντός άλλου, φρονεί ότι θα εξαπατηθήτε υπ' εκείνων που του υπεσχέθησαν να κατευθύνουν εδώ τας υποθέσεις του όπως εκείνος θέλει, και οι οποίοι ήδη πράγματι εκτελούν τα υπεσχημένα. Και επίσης δεν του διαφεύγει ότι οιανδήποτε εκ των δύο λέξεων και αν μεταχειρισθήτε, είτε με την μίαν είτε με την άλλην, σεις θα έχετε την νήσον είτε την «πάρετε» είτε την «ξαναπάρετε». [6] Διατί λοιπόν ενδιαφέρεται να μη χρησιμοποιήση τον όρον, τον σύμφωνον με το δίκαιον, αποδίδων προς υμάς την νήσον, αλλά θέλει να χρησιμοποιήση όρον αντίθετον προς το δίκαιον χαρίζων αυτήν προς υμάς; Όχι βέβαια διά να καταλογισθή αυτό ως ευεργεσία προς σας –γελοία πράγματι ευεργεσία θα ήτο τούτο– αλλά διά να δείξη εις όλους τους Έλληνας ότι οι Αθηναίοι θεωρούν εαυτούς ευτυχείς λαμβάνοντες από τας χείρας του Μακεδόνος θέσεις ευρισκομένας εις την θάλασσαν. Αυτό λοιπόν δεν πρέπει να το δεχθήτε, Αθηναίοι πολίται.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1950. Δημοσθένους Λόγοι. Περί της Ειρήνης, Περί Αλοννήσου, Περί των εν Χερρονήσω. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[1] Ω άνδρες Αθηναίοι, αι κατηγορίαι που ο Φίλιππος απευθύνει εναντίον εκείνων που ομιλούν ενώπιόν σας υπέρ των δικαίων σας, καθόλου δεν θα εμποδίσουν αυτούς να σας συμβουλεύσουν διά τα συμφέροντά σας· διότι θα ήτο φοβερόν, αν η παρρησία επί του βήματος τούτου κατηργείτο υπό των επιστολών, τας οποίας ούτος σας απευθύνει. Όσον αφορά εμέ, ω άνδρες Αθηναίοι, κατά πρώτον μεν θέλω να εξετάσω ενώπιόν σας λεπτομερώς εκάστην των απόψεων της επιστολής του, έπειτα δε θα ομιλήσωμεν και ημείς περί όσων λέγουν οι εκ μέρους αυτού απεσταλμένοι.

[2] Ο Φίλιππος δηλαδή αρχίζει μεν να διακηρύσση διά την Αλόννησον, ότι δίδει ταύτην εις ημάς, ενώ ήτο ιδική του, αλλά διατείνεται, ότι δεν απαιτείτε ταύτην δικαίως παρ' αυτού. Έλεγε δε και προς ημάς τοιούτους λόγους, ότε εστάλημεν προς αυτόν ως πρεσβευταί εκ μέρους σας, ότι κατέλαβε την νήσον αφαιρέσας αυτήν από ληστάς και ότι αρμόζει αυτή να είναι ιδική του. [3] Το επιχείρημα τούτο, ότι δεν είναι δίκαιον, εύκολον είναι να αφαιρέσωμεν από αυτόν. Διότι όλοι οι λησταί καταλαμβάνοντες τους ξένους τόπους, οχυρώνοντες τούτους και ορμώμενοι εξ αυτών κακοποιούν τους άλλους. Όποιος λοιπόν ετιμώρησε τους ληστάς και έγινε κύριος αυτών δεν θα έλεγε βέβαια εύλογα, εάν έλεγεν, ότι έχουν γίνει ιδικά του όσα εκείνοι ως ξένοι κατείχον αδίκως. [4] Διότι, εάν επιτρέψητε αυτά, τι εμποδίζει, εάν λησταί, ήθελον καταλάβει και τμήμα της Αττικής ή της Λήμνου ή της Ίμβρου ή της Σκύρου και μερικοί ήθελον εκδιώξει τους ληστάς εκ των μερών τούτων, αμέσως τα μέρη ταύτα, τα οποία κατείχον οι λησταί, αλλά ήσαν ιδικά μας, να γίνουν ιδιοκτησία εκείνων που ετιμώρησαν τους ληστάς; [5] Εξ άλλου ο Φίλιππος δεν αγνοεί ότι τίποτε δεν δικαιολογεί τους ισχυρισμούς του, αλλά περισσότερον από κάθε άλλον κατατοπισμένος περί των ενταύθα πραγμάτων, σκέπτεται ότι θα εξαπατηθήτε σεις υπό εκείνων, οι οποίοι του έχουν υποσχεθή να τακτοποιήσουν εδώ τας υποθέσεις του, όπως εκείνος περιμένει, και οι οποίοι τώρα ενεργούν προς τον σκοπόν τούτον. Προς τούτοις δεν διαφεύγει την προσοχήν του ούτε εκείνο, ότι και με τους δύο τρόπους, οποιονδήποτε και αν μεταχειρισθήτε, σεις θα έχετε την νήσον, είτε την δεχθήτε παρ' αυτού είτε την ανακαταλάβητε. [6] Ποίαν λοιπόν έχει σημασίαν δι' αυτόν να μη μεταχειρισθή τον δίκαιον όρον, αποδίδων εις σας την νήσον, αλλά να μεταχειρισθή όρον αντίθετον προς το δίκαιον, χαρίζων αυτήν προς σας; Πράττει τούτο, όχι διά να καταλογισθή υπέρ αυτού κάποια ευεργεσία του προς σας ―διότι τοιαύτη ευεργεσία θα ήτο γελοία―, αλλά διά να καταστήση φανερόν εις όλους τους Έλληνας, ότι οι Αθηναίοι θεωρούν εαυτούς ευτυχείς, λαμβάνοντες παρά του Μακεδόνος τας παρά την θάλασσαν οχυράς θέσεις. Το δικαίωμα τούτο, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν πρέπει να παραχωρήσετε εις αυτόν.