Μτφρ. Γ.Φ. Παπαλεξανδρής. [1939] χ.χ. Δημοσθένης. ΙΙ, Ολυνθιακοί, Κατά Φιλίππου. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[28] Λοιπόν, Αθηναίοι, η επίδειξις οκνηρίας προκειμένου περί ζητημάτων εις τα οποία πληρώνει έκαστος με το σώμα του και με την περιουσίαν του δεν είναι η ενδεδειγμένη μέθοδος· κάθε άλλο· και όμως έχει κάποιαν δικαιολογίαν. Αλλά το να μη θέλετε και να αρνήσθε επιμόνως να ακούσετε όσα πρέπει να λεχθούν και όσα επιβάλλεται να αποφασίσετε, αυτό είναι άξιον αυστηράς επικρίσεως. [29] Σεις λοιπόν έχετε ακριβώς την συνήθειαν να μη ακούετε τίποτε μέχρις της στιγμής που θα είναι ο κίνδυνος παρών, όπως είναι τώρα, και να μη συζητήτε περί ουδενός εν καιρώ ηρεμίας. Αλλ’ εφ’ όσον ο Φίλιππος προετοιμάζεται, σεις, αμελήσαντες να πράξετε το ίδιον και να αντιτάξετε τας ιδικάς σας προπαρασκευάς εις τας ιδικάς του, ζήτε αμέριμνοι, και εάν σας ομιλήση τις δι’ αυτό, τον αποπέμπετε, όταν δε βραδύτερον πληροφορηθήτε ότι κάποια κτήσις σας εκυριεύθη ή πολιορκείται, τότε μόνον ακούετε και προπαρασκευάζεσθε. [30] Καιρός όμως διά να ακούετε τους ρήτορας και να συζητήτε ήτο τότε, οπότε σεις δεν ηθέλατε· τώρα δε, οπότε σεις ακούετε τους λόγους, είναι αντιθέτως καιρός δράσεως και χρησιμοποιήσεως των προπαρασκευών. Επομένως, ακολουθούντες τας συνηθείας αυτάς, κάμνετε σεις μόνοι το αντίθετον από όλους τους άλλους ανθρώπους: οι άλλοι συνηθίζουν να συζητούν προ των γεγονότων, σεις δε μετά τα γεγονότα.

[31] Ό,τι μας υπολείπεται ήδη να πράξωμεν, τούτο θα σας εκθέσω· και έπρεπε μεν να το πράξωμεν ενωρίτερα, αλλ’ είναι και τώρα ακόμη καιρός. Ουδενός άλλου έχει η πόλις ανάγκην τόσην, ενώπιον των επερχομένων γεγονότων, όσην των χρημάτων. Όλως δε τυχαίως μας συμβαίνουν ευτυχή περιστατικά, τα οποία εάν χρησιμοποιήσωμεν κατά τρόπον ορθόν, ίσως επιφέρουν καλά αποτελέσματα. Πρώτον μεν εκείνοι εις τους οποίους ο Βασιλεύς έχει εμπιστοσύνην και τους θεωρεί ευεργέτας του, ούτοι μισούν και πολεμούν τον Φίλιππον. [32] Έπειτα αυτός ούτος ο πράκτωρ του Φιλίππου, ο γνώστης όλων των κατά του Βασιλέως μηχανορραφιών του, απεσπάσθη ήδη βιαίως απ’ αυτού· και ούτω ο Βασιλεύς θα πληροφορηθή την όλην υπόθεσιν όχι από κατηγορίας ημών, που δύναται να θεωρήση κινουμένους από το ίδιον ημών συμφέρον, αλλ’ από αυτόν τούτον τον δράστην, τον διευθετήσαντα την επιχείρησιν· ούτω δε αι κατηγορίαι θα γίνουν πιστευταί και ό,τι επί πλέον προσθέσουν οι ιδικοί μας πρέσβεις, [33] ευνοϊκά θα το ακούση ο Βασιλεύς. Θα του είπουν ότι πρέπει από κοινού να τιμωρήσωμεν εκείνον που μας αδικεί αμφοτέρους, και ότι πολύ πλέον επικίνδυνος δι’ αυτόν θα είναι ο Φίλιππος εάν προηγουμένως επιτεθή καθ’ ημών· διότι εάν ημείς εγκαταλειφθώμεν και μας συμβή δυστύχημα, αφόβως τότε θα βαδίση εναντίον εκείνου. Δι’ όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ αναγκαίον να αποστείλετε πρεσβείαν προς τον Βασιλέα, η οποία να εξηγηθή μαζί του και να εγκαταλείψετε τας ηλιθιότητας εκείνας, ένεκα των οποίων πολλάς υπέστητε αποτυχίας: «ο Βασιλεύς είναι βάρβαρος» και «ο κοινός των Ελλήνων εχθρός» και πάντα τα παρόμοια. [34] Όσον δι’ εμέ, όταν βλέπω κάποιον να φοβήται τον Βασιλέα που εδρεύει εις τα Σούσα ή τα Εκβάτανα και να λέγη ότι ούτος κακά μελετά διά την πόλιν μας, αυτός που και προηγουμένως συνείργησεν εις την ανόρθωσιν της δυνάμεως της πόλεως και τώρα ακόμη μας έκαμε προτάσεις ―εάν δε δεν τας εδέχθητε σεις και τας απερρίψατε δεν πταίει εκείνος― όταν δε ο ίδιος ρήτωρ μεταχειρίζεται εντελώς διαφορετικήν γλώσσαν δι’ εκείνον που ευρίσκεται προ των θυρών μας, δι’ αυτόν που ληστεύει τους Έλληνας και μεγαλώνει μέσα εις την καρδίαν της Ελλάδος, εκπλήττομαι και φοβούμαι τούτον, οιοσδήποτε και αν είναι, επειδή ακριβώς δεν φοβείται αυτός τον Φίλιππον.

Μτφρ. Α. Γαληνός. 1940. Δημοσθένους Φιλιππικοί Γ΄–Δ΄. Αρχαίον κείμενον, αναλύσεις, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[28] Το να επιδεικνύετε λοιπόν οκνηρίαν, ω Αθηναίοι, προς τα ζητήματα αυτά, εις τα οποία έκαστος πρέπει να υπηρετή την πόλιν προσωπικώς και με την περιουσίαν του, δεν είναι βεβαίως ορθόν, κάθε άλλο μάλιστα. Εν τούτοις όμως έχει οπωσδήποτε κάποιαν δικαιολογίαν. Αλλά το να μη θέλετε μήτε να ακούσετε ό,τι πρέπει μήτε και να συσκεφθήτε δι' ό,τι επιβάλλεται, ούτε καν να ακούετε περί αυτών, αυτό πλέον επιδέχεται κάθε είδους κατηγορίαν. [29] Σεις λοιπόν συνηθίζετε ούτε να ακούετε πριν να εμφανισθούν και αυταί αι δυσχέρειαι, ακριβώς όπως τώρα, ούτε να συσκέπτεσθε διά τίποτε με την ησυχίαν σας. Αλλ' όταν μεν εκείνος προετοιμάζεται, σεις παραμελείτε να κάμετε το αυτό και να προετοιμάζεσθε προς αντίκρουσίν του, εμμένετε εις την αμεριμνησίαν σας, και αν λέγη κανείς κάτι τον εκδιώκετε (από το βήμα). Όταν δε πάλιν πληροφορηθήτε ότι κάποιο μέρος έχει χαθή ή πολιορκείται, τότε μόνον ακούετε με προσοχήν και ετοιμάζεσθε. [30] Η κατάλληλος όμως περίστασις να ακούσετε και να συσκεφθήτε ήτο τότε που σεις δεν ηθέλατε, να ενεργήτε δε και να χρησιμοποιήτε ό,τι έχετε προετοιμάσει είναι τώρα, οπότε ακούετε. Διά τούτο λοιπόν με τας τοιαύτας συνηθείας σας μόνοι σεις από όλους τους ανθρώπους κάμνετε το αντίθετον από ό,τι κάμνουν οι άλλοι. Διότι οι μεν άλλοι συνηθίζουν να συσκέπτωνται πριν παρουσιασθούν αι δυσχέρειαι, σεις δε συσκέπτεσθε μετά τα γεγονότα.

[31] Το τι λοιπόν υπολείπεται να κάμωμεν ―και προ πολλού μεν έπρεπε να το κάμωμεν, ούτε τώρα όμως έχει παρέλθει η περίστασις― θα το είπω ήδη. Κανενός πράγματος από όλα όσα χρειάζεται η πόλις δεν είναι τόση ανάγκη όσον διά χρήματα προς αντιμετώπισιν των επερχομένων σήμερον γεγονότων. Έχουν δε συμβή αυτομάτως (εκ τύχης) ευχάριστα γεγονότα, και αν τα εκμεταλλευθώμεν καταλλήλως ίσως να γίνη ό,τι πρέπει. Κατά πρώτον δηλαδή εκείνοι, εις τους οποίους έχει εμπιστοσύνην ο βασιλεύς των Περσών και τους θεωρεί ευεργέτας του, μισούν και πολεμούν τον Φίλιππον. [32] Έπειτα ο άνθρωπος που ενήργει και εγνωρίζεν όλα όσα παρασκευάζει ο Φίλιππος κατά του βασιλέως, αυτός απήχθη δέσμιος από την χώραν του. Τοιουτοτρόπως ο μέγας βασιλεύς θα μάθη όλας τας σκευωρίας του όχι από τας ιδικάς μας καταγγελίας, τας οποίας δυνατόν να ενόμιζεν ως διατυπουμένας προς το ιδιαίτερον συμφέρον μας, αλλ' από τον ίδιον τον δράστην, ο οποίος και διηύθυνεν αυτάς. Θα γίνουν επομένως πιστευταί, και εις τους πρέσβεις που θα στείλωμεν ημείς δεν θα υπολείπεται [33] παρά να είπουν εις τον βασιλέα ―ο οποίος θα τους ακούση με μεγάλην του ευχαρίστησιν― ότι τον άνθρωπον που μας αδικεί και τους δύο πρέπει να τον τιμωρήσωμεν από κοινού και ότι θα γίνη πολύ φοβερώτερος διά τον βασιλέα, αν επιτεθή προηγουμένως εναντίον μας. Διότι εάν εγκαταλειφθώμεν και πάθωμεν τίποτε, αφόβως τότε θα βαδίση εναντίον του. Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να αποστείλετε πρεσβείαν, η οποία θα συνομιλήση με τον βασιλέα περί όλων τούτων, και να αφήσετε τας ανοησίας από τας οποίας εζημιώθητε πολλάκις, τα: «Αυτός είναι βάρβαρος», «Ο κοινός όλων εχθρός» και όλα τα τοιαύτα. [34] Διότι εγώ όταν ίδω κανένα να φοβήται τον ηγεμόνα που ευρίσκεται εις τα Σούσα και εις τα Εκβάτανα και λέγει ότι διάκειται δυσμενώς προς την πόλιν εκείνος, ο οποίος και προηγουμένως συνέβαλεν εις την ανόρθωσιν της πόλεως και τώρα μας έκαμε προτάσεις ―αν σεις δεν τας εδέχθητε, αλλά τας απερρίψατε, δεν είναι βεβαίως υπαίτιος εκείνος― διά τον άνθρωπον δε που είναι έξω από την θύραν μας, τόσον πλησίον, αυτόν τον ληστήν των Ελλήνων που μεγαλώνει μέσα εις την καρδιάν της Ελλάδος ομιλεί διαφοροτρόπως, απορώ και φοβούμαι αυτόν τον κάποιον ―οιοσδήποτε και αν είναι― τουλάχιστον εγώ, διότι αυτός δεν φοβείται τον Φίλιππον.