Μτφρ. Α. Τυφλόπουλος – Επιμ. Δ. Ιακώβ. 2006. Στο Ανθολόγιο Αρχαίων Ελληνικών Κειμένων. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

Όταν η πόλη αποφάσισε να πραγματοποιήσει τη δημόσια ταφή αυτών που είναι θαμμένοι εδώ, οι οποίοι έδειξαν την ανδρεία τους στον πόλεμο, και ανέθεσε σε μένα να εκφωνήσω τον καθιερωμένο λόγο για αυτούς, σκέφτηκα αμέσως με ποιον τρόπο θα τους αποδώσω τον έπαινο που τους ταιριάζει, ενώ όμως εξέταζα και σκεφτόμουν με ποιον τρόπο να μιλήσω για τους νεκρούς όπως τους αξίζει, ανακάλυπτα ότι αυτό είναι ένα πράγμα αδύνατο. Γιατί αυτοί που αψήφησαν την επιθυμία για ζωή που υπάρχει έμφυτη σε όλους και θέλησαν να έχουν έναν ένδοξο θάνατο και όχι κατά τη διάρκεια της ζωής τους να δουν την Eλλάδα να δυστυχεί, δεν μας έχουν αφήσει κληρονομιά την ανδρεία τους, την οποία δεν μπορεί να ξεπεράσει κανένας με τη βοήθεια των λόγων; Oπότε μου φαίνεται ότι αυτό που πρέπει να γίνει είναι να πραγματευθώ το θέμα όπως και όσοι μίλησαν παλαιότερα από αυτή τη θέση. Ότι η πόλη επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα για όσους σκοτώνονται στον πόλεμο μπορεί κανείς να το καταλάβει και από άλλα πράγματα αλλά κυρίως από τον σχετικό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο επιλέγεται αυτός που θα μιλήσει στη δημόσια ταφή· γιατί αναγνωρίζοντας η πόλη ότι οι ενάρετοι άνθρωποι παραβλέπουν την απόκτηση χρημάτων και τις βιοτικές απολαύσεις και επιθυμούν μόνο την αρετή και τον έπαινο, θεώρησαν ότι πρέπει να τους τιμούν με τέτοιους λόγους που θα τους εξασφαλίσουν στον μεγαλύτερο βαθμό την αρετή και τον έπαινο, για να τους αποδοθεί και στον θάνατο η ίδια καλή φήμη που είχαν αποκτήσει όσο ζούσαν. Aν, λοιπόν, θεωρούσα ότι από τις αρετές αυτοί διαθέτουν μόνο την ανδρεία, θα την επαινούσα και θα παραιτούμουν από τα υπόλοιπα· καθώς όμως συνέβη να έχουν και καλή καταγωγή και συνετή ανατροφή και ζωή που επιδίωκε την τιμή, οπότε εύλογα υπήρξαν σωστοί άνθρωποι, θα ντρεπόμουν αν αποδεικνυόταν ότι παρέλειψα κάποια από αυτές τις ιδιότητες. Θα ξεκινήσω από τις καταβολές της γενιάς τους.

H καλή καταγωγή αυτών των ανθρώπων έχει αναγνωριστεί εδώ και πολύ καιρό από όλους. Γιατί δεν είναι απλώς δυνατόν να αναγάγουμε τον χαρακτήρα του καθενός ξεχωριστά στον πατέρα και τους προγόνους του αλλά συνολικά στην κοινή τους πατρίδα, της οποίας όλοι αναγνωρίζουν ότι είναι αυτόχθονες κάτοικοι. Eίναι, συνεπώς, οι μόνοι από όλους τους ανθρώπους που κατοίκησαν εκεί όπου γεννήθηκαν και παρέδωσαν τη γη στους απογόνους τους, οπότε είναι δίκαιο κανείς να θεωρήσει ότι όσοι ήρθαν στις πόλεις τους ως επήλυδες και ονομάστηκαν πολίτες των πόλεων αυτών μοιάζουν με τα υιοθετημένα παιδιά, ενώ αυτοί είναι γνήσιοι πολίτες της πατρίδας λόγω καταγωγής. Mου φαίνεται, επίσης, πως το γεγονός ότι οι καρποί, με τους οποίους τρέφονται οι άνθρωποι, εμφανίστηκαν πρώτα σε μας, ανεξάρτητα από το ότι εξελίχθηκαν στο μεγαλύτερο αγαθό για όλους, είναι αναγνωρισμένη απόδειξη ότι αυτή η γη είναι η μητέρα των προγόνων μας. Γιατί όλα όσα γεννούν ταυτόχρονα θρέφουν τα παιδιά τους κατά φυσική επιταγή· έτσι ακριβώς έπραξε και αυτή η χώρα.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1965. Δημοσθένους Λόγοι. Επιτάφιος, Προς Ευβουλίδην, Ερωτικός. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[1] Αφού η πόλις απεφάσισε να θάπτη δημοσία τους κειμένους εις τον τάφον τούτον άνδρας, οι οποίοι ανεδείχθησαν ανδρείοι, και ανέθεσεν εις εμέ να εκφωνήσω τον οριζόμενον υπό του νόμου λόγον δι' αυτούς, αμέσως μεν εσκεπτόμην πώς θα τύχουν του προσήκοντος επαίνου, εξετάζων όμως και σκεπτόμενος εύρον ότι είναι έν εκ των αδυνάτων να ομιλήση τις κατά τρόπον αντάξιον των νεκρών τούτων. Διότι εκείνοι, οι οποίοι κατεφρόνησαν την υπάρχουσαν εις όλους έμφυτον επιθυμίαν της ζωής και επροτίμησαν να αποθάνουν ενδόξως παρά να ζήσουν και να ιδούν την Ελλάδα ατυχούσαν, πώς δεν έχουν αφήσει την ανδρείαν των ανωτέραν παντός λόγου; Εν τούτοις νομίζω, ότι θα δυνηθώ να ομιλήσω κατά τρόπον όμοιον προς τους ρήτορας, οι οποίοι ωμίλησαν από του βήματος τούτου προ εμού. [2] Ότι μεν λοιπόν η πόλις φροντίζει διά τους πίπτοντας εις τους πολέμους και από άλλα δύναται τις να ίδη και προ πάντων εκ του νόμου τούτου, σύμφωνα προς τον οποίον εκλέγει εκείνον, ο οποίος θα ομιλήση κατά τας δημοσίας ταφάς· διότι γνωρίζουσα, ότι οι γενναίοι άνδρες την μεν απόκτησιν των χρημάτων και τας απολαύσεις της ζωής έχουν καταφρονήσει, επιθυμούν δε πάρα πολύ τους επαίνους και την ανδρείαν, ενόμισεν, ότι έπρεπε να τιμήση αυτούς με ένα λόγον, από τον οποίον θα αποκτήσουν τα αγαθά ταύτα προ πάντων, ίνα δηλ. η δόξα, την οποίαν είχον αποκτήσει ζώντες παρακολουθή αυτούς και μετά θάνατον. [3] Εάν μεν λοιπόν έβλεπον εις τους πολεμιστάς τούτους μόνον την αξίαν ταύτην, θα περιωριζόμην εις τον έπαινον αυτής, απαλλασσόμενος των λοιπών υποχρεώσεων· επειδή όμως συνέβη εις αυτούς και να κατάγωνται εκ καλών γονέων και να έχωσι τύχει σώφρονος εκπαιδεύσεως και έζησαν ζωήν πλήρη τιμής, εκ των οποίων ευλόγως ανεδείχθησαν σπουδαίοι, θα εντρεπόμην, εάν ήθελον παραλείψει ένα μόνον τίτλον των κατά τον έπαινόν μου. Θα αρχίσω δε από την καταγωγήν των.

[4] Η ευγενής λοιπόν καταγωγή των ανδρών τούτων έχει αναγνωρισθή ανέκαθεν από όλους τους ανθρώπους. Διότι όχι μόνον εις τον πατέρα των και τους απωτέρω προγόνους δύναται έκαστος να αναγάγη την καταγωγήν του, αλλά και εις όλην την κοινήν πατρίδα, της οποίας ομολογείται ότι είναι αυτόχθονες. Διότι μόνοι από όλους τους ανθρώπους οι Αθηναίοι, από τότε που εγεννήθησαν, κατώκησαν την χώραν ταύτην και την παρέδωκαν εις τους απογόνους των, ώστε δικαίως ήθελε τις νομίσει εκείνους που μετοικούν εις ξένας πόλεις και καλούνται πολίται των πόλεων τούτων, ότι είναι όμοιοι με θετούς υιούς, ενώ ημείς είμεθα εξ αίματος γνήσια παιδιά της πατρίδος μας. [5] Νομίζω δε ότι και οι καρποί, με τους οποίους ζώσιν οι άνθρωποι, πρώτον εις ημάς εφάνησαν. Λοιπόν εδώ βλέπω, εκτός ενός μεγάλου ευεργετήματος διά την ανθρωπότητα, και μίαν αναμφισβήτητον απόδειξιν ότι η χώρα αύτη είναι μητέρα των προγόνων μας. Πράγματι κατά νόμον φυσικόν παν ον, το οποίον γεννά, φέρει εν εαυτώ την τροφήν διά το νεογέννητον· τούτο επραγματοποιήθη και εις την Αττικήν.