Μτφρ. Ε. Παπανούτσος. [1939] χ.χ. Πλάτων. Φαίδων. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Μετά τους λόγους τούτους του Σωκράτους εγένετο επί πολύν χρόνον σιγή· και ο ίδιος ο Σωκράτης, καθώς εφαίνετο από την όψιν του, ήτο συγκεντρωμένος εις το επιχείρημα, που είχεν αναπτυχθή, και οι πλείστοι από ημάς· ο Κέβης δε και ο Σιμμίας συνεζήτουν αναμεταξύ των με χαμηλήν φωνήν. Ο Σωκράτης, όταν τους αντελήφθη, ηρώτησε. «Πώς; είπε, μήπως δεν ευρίσκετε επαρκή τα λεχθέντα; Διότι ωρισμένως υπάρχουν ακόμη πολλά σημεία ικανά να γεννήσουν υποψίας και αντικρούσεις, εάν βέβαια θελήση κανείς να διεξέλθη πλήρως το ζήτημα. Εάν μεν λοιπόν σας απασχολή τίποτ' άλλο έχει καλώς ― δεν είπα τίποτε· εάν όμως έχετε καμμίαν δυσκολίαν να παραδεχθήτε τα λεχθέντα μη διστάζετε να λάβετε και σεις τον λόγον και να εκθέσετε το ζήτημα καθ' ον τρόπον σας φαίνεται καλύτερον. Εάν πάλιν νομίζετε ότι η συντροφιά μου θα σας διευκολύνη περισσότερον, πάρετε και εμέ μαζί σας». Και ο Σιμμίας είπε. «Ε! λοιπόν, Σωκράτη, θα σου ειπώ την αλήθειαν. Είναι τώρα πολλή ώρα, που καθένας από τους δύο μας, επειδή ευρίσκει δυσκολίας, σπρώχνει τον άλλον εμπρός και τον παροτρύνει να ερωτήση, διότι επιθυμούμεν βέβαια να σε ακούσωμεν, αλλά διστάζομεν και να σε ενοχλήσωμεν φοβούμενοι μήπως δεν σου είναι τούτο ευχάριστον εξ αίτιας της παρούσης συμφοράς σου».

Μόλις ήκουσε αυτά ο Σωκράτης, εγέλασε ήρεμα καί είπε· «Αλλοίμονον, Σιμμία· πόσον δύσκολα πράγματι θα ημπορούσα να πείσω τους άλλους ανθρώπους, ότι δεν θεωρώ συμφοράν την παρούσαν τύχην μου, αφού ούτε σας ακόμη δεν ημπορώ να πείσω, αλλά έχετε τον φόβον ότι ευρίσκομαι εις δυσχερεστέραν θέσιν τώρα παρά εις την προηγουμένην ζωήν μου. Καθώς φαίνεται, θα σας δίδω την εντύπωσιν ότι εις την μαντικήν είμαι χειρότερος από τους κύκνους, οι οποίοι, όταν αισθάνωνται ότι πλησιάζει το τέλος των, τραγουδούν βέβαια και προηγουμένως, αλλά τότε είναι πια που τραγουδούν πολύ και περίφημα, επειδή αισθάνονται χαράν, διότι πρόκειται να υπάγουν κοντά εις τον θεόν, του οποίου είναι θεράποντες. Αλλά οι άνθρωποι, με τον φόβον που έχουν του θανάτου, συκοφαντούν ακόμη και τους κύκνους και λέγουν ότι από την λύπην των τραγουδούν θρηνούντες διά τον θάνατόν των, χωρίς να συλλογίζωνται ότι κανένα όρνεον δεν τραγουδεί όταν πεινά ή κρυώνη ή αισθάνεται καμμίαν άλλην λύπην, ούτε αυτή ακόμη η αηδών και η χελιδών και ο αγριοπετεινός, που κατά την παράδοσιν τραγουδούν από λύπην και είναι θρήνος το τραγούδι των. Μόλα ταύτα ούτε αυτά μου φαίνεται, ότι τραγουδούν από λύπην ούτε οι κύκνοι, άλλ' έχω την γνώμην ότι αυτοί, ως πτηνά του Απόλλωνος, έχουν μαντικήν ικανότητα και επειδή γνωρίζουν από πριν τα αγαθά που τους περιμένουν εις τον Άδην, τραγουδούν και διασκεδάζουν την ημέραν εκείνην πολύ περισσότερον παρ' όσον προηγουμένως εις την ζωήν των. Εγώ δε νομίζω, ότι τον ίδιον κύριον υπηρετώ, όπως και οι κύκνοι, και ότι είμαι αφιερωμένος εις τον αυτόν θεόν, όπως και εκείνοι· και ακόμη ότι δεν έχω διδαχθή από τον κύριόν μου χειρότερα απ' αυτούς την μαντικήν τέχνην, ούτε ότι απαλλάσσομαι της ζωής με περισσοτέραν στενοχωρίαν από εκείνους. Δι' αυτό λοιπόν και να λέγετε πρέπει και να ερωτάτε οτιδήποτε θέλετε, έως ότου μας το επιτρέπουν οι Ένδεκα άνδρες των Αθηναίων.

― Καλά τα λέγεις, είπεν ο Σιμμίας· θα σου ειπώ κι εγώ εις ποίον σημείον· ευρίσκω δυσκολίαν, έπειτα δε και αυτός εδώ (ο Κέβης) ας ειπή εις τι δεν παραδέχεται τα λεχθέντα. Έχω λοιπόν επί του προκειμένου την γνώμην, Σωκράτη, την οποίαν ίσως να συμμερίζεσαι και συ, ότι εις αυτού του είδους τα ζητήματα ή αδύνατον είναι ή δυσκολώτατον να έχωμεν εις την παρούσαν ζωήν μας σαφή γνώσιν. Εν τούτοις πάλιν νομίζω ότι μόνον ένας πάρα πολύ μαλθακός άνθρωπος είναι ικανός να μη βασανίζη με κάθε τρόπον όσα λέγονται περί αυτών και να εγκαταλείπη την συζήτησιν πριν κουρασθή από την πολυμερή έρευναν του ζητήματος. Διότι πρέπει εις ό,τι αφορά τα ζητήματα αυτά να προσπαθήση κανείς να επιτύχη εν από τα τρία: ή να μάθη (την αλήθειαν) όπου ημπορεί ή να την εύρη μόνος του ή τέλος, εάν ούτε το πρώτον είναι δυνατόν ούτε το δεύτερον, να πάρη από τας παραδόσεις της ανθρωπίνης κληρονομίας την ωραιοτάτην και την ολιγώτερον από κάθε άλλην αμφισβητήσιμον και επάνω εις αυτήν, όπως επάνω εις μίαν σχεδίαν, να επιχειρήση να διαπλεύση την ζωήν έστω και με κίνδυνον, εφ' όσον δεν δύναται να την διατρέξη με μεγαλυτέραν ασφάλειαν και ολιγωτέρους κινδύνους επί στερεωτέρου οχήματος ― εννοώ μίαν θείαν αποκάλυψιν. Επομένως και εγώ τώρα δεν θα εντραπώ να σ' ερωτήσω, αφού και ο ίδιος με παρακινείς, και ετσι δεν θα μέμφωμαι τον εαυτόν μου αργότερα ότι αυτήν την στιγμήν δεν είπα την γνώμην μου. Διότι οφείλω να ομολογήσω, Σωκράτη, ότι αφού εξήτασα και με τον εαυτόν μου και με αυτόν εδώ (τον Κέβητα) τα λεχθέντα, δεν έμεινα πολύ ικανοποιημένος απ' αυτά».

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1956. Πλάτωνος Φαίδων (ή περί ψυχής· ηθικός). Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Αφού λοιπόν είπεν αυτά ο Σωκράτης, επηκολούθησε σιωπή επί πολύν χρόνον και ο ίδιος ο Σωκράτης εφαίνετο προσηλωμένος εις την γενομένην συζήτησιν, όπως ήτο φανερόν από την όψιν του, και οι περισσότεροι από ημάς. Ο δε Κέβης και ο Σιμμίας συνωμίλουν χαμηλοφώνως αναμεταξύ των. Και ο Σωκράτης αντιληφθείς αυτούς τους ηρώτησε: «Τι, είπε, μήπως τα λεχθέντα σας φαίνονται ανεπαρκή; διότι όλα αυτά παρέχουν ακόμη αφορμήν εις πολλούς ενδοιασμούς και αντιρρήσεις, εάν θέλη να εξετάση κανείς το ζήτημα λεπτομερώς. Εάν μεν λοιπόν άλλο τι, άσχετον προς το ζήτημά μας, συζητήτε, δεν έχω να είπω τίποτε, εάν όμως έχετε κάποιαν απορίαν περί τούτων, μη διστάσητε να είπετε και να εκθέσετε την γνώμην σας, εάν φαίνεται εις σας ότι κάπως καλύτερον δύναται να αναπτυχθή το ζήτημα, και να παραλάβετε και πάλιν εμέ ως βοηθόν, εάν νομίζετε ότι κάπως ευκολώτερα μαζί μου θα φθάσετε εις ασφαλές συμπέρασμα». Και ο Σιμμίας είπε: «Και βέβαια, Σωκράτη, θα σου ειπώ την αλήθειαν. Από πολλού δηλαδή, καθένας μας ευρισκόμενος εις απορίαν, παρακινεί τον άλλον και τον προτρέπει να ερωτήση, διότι επιθυμεί μεν να ακούση, αλλά διστάζει να σε ενοχλήση, φοβούμενος μήπως είναι δυσάρεστον το ζήτημα εξ αιτίας της παρούσης συμφοράς σου». Και ο Σωκράτης ακούσας αυτά εγέλασεν ήρεμα και είπε: «Αλλοίμονον, Σιμμία! αλήθεια, πολύ δύσκολα θα έπειθα τους άλλους ανθρώπους, ότι δεν θεωρώ συμφοράν την παρούσαν τύχην, αφού ούτε σας δεν μπορώ να πείσω, αλλά φοβείσθε μήπως τώρα ευρίσκομαι εις χειροτέραν ψυχικήν κατάστασιν παρά εις την προηγουμένην ζωήν μου. Και, ως φαίνεται, σεις με νομίζετε κατά την μαντικήν κατώτερον των κύκνων, οι οποίοι, όταν εννοήσουν ότι πρέπει να αποθάνουν, ενώ άδουν και κατά τον προηγούμενον χρόνον, τότε άδουν περισσότερον και καλύτερον, επειδή αισθάνονται χαράν, διότι πρόκειται να απέλθουν προς τον θεόν, του οποίου είναι θεράποντες. Οι δε άνθρωποι ένεκα του φόβου των προς τον θάνατον, διηγούνται ψεύδη περί των κύκνων και λέγουν ότι αυτοί κλαίοντες διά τον θάνατόν των ψάλλουν το τέλος της ζωής των, και δεν σκέπτονται ότι κανέν όρνεον δεν τραγουδεί, όταν πεινά ή κρυώνη ή ευρίσκεται εις άλλην δυσάρεστον κατάστασιν, ουδέ αυτή η αηδών και η χελιδών και ο αγριοπετεινός, τα οποία κατά την παράδοσιν τραγουδούν από λύπην και είναι θρήνος το τραγούδι των· αλλ' ούτε αυτά τα πτηνά μου φαίνεται, ότι ψάλλουν λυπούμενα, ούτε οι κύκνοι. Αλλ' επειδή, νομίζω, είναι ιερά πτηνά του Απόλλωνος, έχουν μαντικήν δύναμιν, και επειδή γνωρίζουν εκ των προτέρων τα αγαθά του Άδου, ψάλλουν και ευχαριστούνται κατ' εκείνην την ημέραν κατά τρόπον διαφορετικώτερον ή κατά τον προηγούμενον χρόνον. Και εγώ δε ο ίδιος νομίζω, ότι, όπως οι κύκνοι, είμαι θεράπων του Απόλλωνος και ανήκω εις τον ίδιον θεόν και δεν έχω λάβει εις κατώτερον βαθμόν από εκείνους την μαντικήν τέχνην παρά του κυρίου μου, ουδέ είμαι εις χειροτέραν ψυχικήν κατάστασιν από αυτούς τελειώνων τον βίον μου. Αλλά διά τούτο πρέπει να λέγετε και να ερωτάτε ό,τι θέλετε, εφ' όσον επιτρέπουν οι ένδεκα εκ μέρους των Αθηναίων». ― Καλώς λέγεις, είπεν ο Σιμμίας· και εγώ θα σου ειπώ την απορίαν μου και ούτος ο Κέβης με την σειράν του ας ειπή, εις τι δεν επιδοκιμάζει τα λεχθέντα. Εγώ δηλαδή νομίζω, Σωκράτη, διά τα τοιαύτα ζητήματα, όπως ίσως και συ, ότι το να γνωρίζη τις την αλήθειαν εις την παρούσαν ζωήν ή είναι αδύνατον ή είναι δυσκολώτατον, το να μη εξελέγχη όμως πάλιν με κάθε τρόπον τα λεγόμενα περί αυτών και να παραιτήται προτού αποκάμη εξετάζων αυτά με κάθε τρόπον, τούτο νομίζω ότι είναι ίδιον ανθρώπου μαλθακού· διότι είναι ανάγκη ο εις αυτά ασχολούμενος έν εκ τούτων να κατορθώση, ή να μάθη από άλλον πώς έχουν αυτά ή να το εύρη αυτός ο ίδιος, ή εάν ταύτα είναι αδύνατα, τουλάχιστον εκλέξας την καλλίστην των ανθρωπίνων αποδείξεων και δυσκολώτατα δυναμένην να εξελεγχθή, και επί ταύτης επιβιβασθείς ως επί σχεδίας να διαπλεύση τον βίον, εάν δεν δύναται ασφαλέστερον και ακινδυνότερον επί βεβαιοτέρου οχήματος ή θείου τινός λόγου να πορευθή μέχρι τέλους. Τώρα λοιπόν εγώ δεν θα εντραπώ να ερωτήσω, αφού και συ παροτρύνεις να σε ερωτήσωμεν, ούτε τον εαυτόν μου θα κατηγορήσω βραδύτερον μετά τον θάνατόν σου, ότι τώρα δεν είπα την γνώμην μου. Εγώ, δηλαδή, Σωκράτη, όταν και μόνος μου και μαζί με αυτόν (τον Κέβητα) εξετάζω τα λεχθέντα, δεν μου φαίνεται ότι δι' αυτών εξαντλείται το θέμα».