Μτφρ. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος. [1948] 2000. Πλάτωνος Φαίδρος. Εισαγωγή, αρχαίο και νέο κείμενο με σχόλια, μετάφραση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΣΩ. Ποιος είναι λοιπόν o τρόπος του να γράφη κανείς καλά ή όχι; Έχομε ανάγκη, Φαίδρε, να εξετάσωμε γι' αυτά το Λυσία και άλλον κανέναν, που έγραψε ποτέ τίποτε ή θα γράψη είτε πολιτικό είτε ιδιωτικό σύγγραμμα, έμμετρο, σαν ποιητής, ή χωρίς μέτρο, σαν πεζογράφος;

ΦΑΙ. Και ρωτάς αν έχωμε ανάγκη; Και για ποιο πράγμα λοιπόν, να πω έτσι, θα ζούσε κανείς, αν όχι για τέτοιες ηδονές; Όχι βέβαια για κείνες που χρειάζεται κανείς πρώτα να στενοχωρηθή, γιατί αλλιώς δεν μέλλει να χαρή, πράγμα δα που όλες σχεδόν οι σωματικές ηδονές το έχουν∙ γι' αυτό και σωστά ειπώθηκαν δουλικές.

ΣΩ. Και όσο για καιρό δα έχομε. Κι έπειτα τα τζιτζίκια που κατά το συνήθιο τους μέσα στην κάψα τραγουδούνε και συνομιλούνε πάνω από το κεφάλι μας μου φαίνονται πως μας βλέπουνε. Αν λοιπόν μας έβλεπαν κι εμάς τους δύο, όπως τον πολύν κόσμο, το μεσημέρι να μη συνομιλούμε αλλά να είμαστε νυσταγμένοι και με το τραγούδι τους αποκαρωμένοι από αργία του νου μας, με το δίκιο τους θα μας περιγελούσαν, παίρνοντάς μας για τίποτε δούλους που ήλθαν σ' αυτούς εδώ σ' αυτό το κατάλυμμα να κοιμηθούν, ωσάν πρόβατα που κάνουν μεσημέρι γύρω από το νερό. Αν όμως μας έβλεπαν να συνομιλούμε και να πλέωμε από κοντά τους σαν δίπλα από Σειρήνες αγοήτευτοι, το έπαθλο που έχουν από τους θεούς για να το δίνουν στους ανθρώπους, ίσως το έδιναν σε μας από θαυμασμό και εχτίμηση.

ΦΑΙ. Και τι είναι λοιπόν αυτό που έχουν; Γιατί δεν έτυχε ως φαίνεται να τ' ακούσω.

ΣΩ. Αληθινά όμως δεν στέκει ένας άνθρωπος που αγαπάει τις Μούσες να μην έχη ακούσει αυτά τα πράγματα. Να, λένε πως τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι κάποτε, προτού ακόμα να γεννηθούν οι Μούσες. Όταν όμως γεννηθήκανε οι Μούσες και πρωτοφάνηκε το τραγούδι, τόσο πια μερικοί απ' αυτούς τότε τους ανθρώπους τα χάσανε από την τέρψη, που τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιουν και, χωρίς να το νοιώσουν, πεθάνανε. Απ' αυτούς γεννήθηκε από τότε το γένος των τζιτζικιών παίρνοντας τούτο το βραβείο από τις Μούσες, δηλαδή να μην έχη αφ' ότου γεννηθή καμμιά ανάγκη για τροφή, αλλά, χωρίς να τρώη και να πίνη, ν' αρχίζη ευθύς να τραγουδάη ως που θα πεθάνη, κι έπειτα πηγαίνοντας στις Μούσες να τους φέρνη είδηση ποιος από τους ανθρώπους εδώ κάτω ποιαν απ' αυτές τιμάει. Και να, στην Τερψιχόρη φέρνοντας την είδηση ποιοι την ετίμησαν, κάνουν προς αυτούς την αγάπη της μεγαλύτερη, και στην Ερατώ εκείνους που την ετίμησαν μ' ερωτικά τραγούδια· όμοια και στις άλλες κατά το είδος της τιμής που ταιριάζει στην κάθε μια. Μα στην πρεσβύτατη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία, που έρχεται έπειτα απ' αυτήν, αγγέλλουν εκείνους που περνούνε τη ζωή τους με φιλοσοφία και που τιμούν εκείνων την τέχνη. Αυτές δα είναι που πιο πολύ απ' όλες τις Μούσες, έχοντας να κάμουν με τον ουρανό και με τους λόγους, και των θεών και των ανθρώπων, αρθρώνουνε την ομορφώτερη φωνή. Για πολλές δα λοιπόν αιτίες πρέπει να μιλούμε για κάτι και δεν πρέπει να κοιμόμαστε το μεσημέρι.

ΦΑΙ. Πρέπει λοιπόν να μιλήσωμε.

Μτφρ. Π. Δόικος. 2000. Πλάτων. Φαίδρος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Επιμέλεια, επίμετρο Ι.Σ. Χριστοδούλου. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

ΣΩ. Ποιος είναι, λοιπόν, αντίστοιχα, ο τρόπος του να γράφει κανείς καλά και μη καλά; Μήπως, Φαίδρε, ως προς αυτά, χρειάζεται να εξετάσουμε την περίπτωση του Λυσία και ενός οποιουδήποτε άλλου, ο οποίος έχει γράψει κάτι ως τώρα, ή θα γράψει, είτε πολιτικό είτε ιδιωτικό έργο, έμμετρα, ως ποιητής, ή χωρίς μέτρο, ως πεζογράφος;

ΦΑΙ. Και ρωτάς αν χρειάζεται; Μα για ποιο λόγο, για να το πούμε έτσι, θα ζούσε κανείς, αν όχι για τέτοιου είδους ηδονές; Όχι φυσικά για εκείνες, για τις οποίες πρέπει πρώτα κανείς να λυπηθεί, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να ευχαριστηθεί καθόλου· και αυτό χαρακτηρίζει σχεδόν όλες τις σωματικές ηδονές, γι' αυτό και τούτες δίκαια έχουν ονομαστεί δουλικές.

ΣΩ. Όπως φαίνεται, έχουμε καιρό· και μάλιστα νομίζω πως, μέσα στην πνιγηρή ζέστη, μας παρατηρούν οι τζίτζικες, καθώς τραγουδούν και μιλούν μεταξύ τους πάνω από το κεφάλι μας. Έτσι, αν έβλεπαν και εμάς να κάνουμε ό,τι και οι περισσότεροι, δηλαδή μέσα στο μεσημέρι να μη συζητούμε, αλλά, με το τραγούδι τους, να νανουριζόμαστε και να ελαφροκοιμόμαστε, μια και ο νους μας βρίσκεται σε αδράνεια, δίκαια θα γελούσαν σε βάρος μας, νομίζοντάς μας για δούλους που ήρθαν εδώ σ' αυτούς να βρουν καταφύγιο, και, όπως τα πρόβατα, περνούν το μεσημέρι τους παίρνοντας έναν ύπνο γύρω από την πηγή. Αν όμως μας έβλεπαν να συνομιλούμε και να περνούμε δίπλα τους χωρίς να μας παρασύρει η γοητεία των φωνών τους, σα να πλέουμε πλάι σε Σειρήνες ανεπηρέαστοι, μπορεί από θαυμασμό να μας έδιναν γρήγορα το δώρο που έχουν από τους θεούς, για να το δίνουν στους ανθρώπους.

ΦΑΙ. Μα τι είναι αυτό που έχουν; Γιατί, όπως φαίνεται, δεν έχει τύχει να το ακούσω.

ΣΩ. Κι όμως δεν αρμόζει σ' ένα φιλόμουσο να μην έχει ακούσει αυτά τα πράγματα. Λέγεται, λοιπόν, πως κάποτε, πριν ακόμα να γεννηθούν οι Μούσες, τα τζιτζίκια ήταν άνθρωποι. Όταν όμως γεννήθηκαν οι Μούσες και εμφανίστηκε το τραγούδι, κάποιοι από εκείνους τους ανθρώπους, τόσο πολύ αναστατώθηκαν από την ηδονή της μουσικής, ώστε τραγουδώντας αμέλησαν να φάνε και να πιουν, και, χωρίς να το καταλάβουν, πέθαναν· και από αυτούς ύστερα δημιουργήθηκε το γένος των τζιτζικιών, και πήρε από τις Μούσες τούτο το βραβείο, δηλαδή από τότε που θα γεννηθεί να μην έχει καθόλου ανάγκη από τροφή, αλλά, χωρίς τροφή και ποτό, ν' αρχίσει αμέσως να τραγουδά, μέχρι να πεθάνει, και, μετά από αυτά, να πάει να μένει κοντά στις Μούσες και να τους αναγγέλλει ποιος από τους ανθρώπους εδώ στη γη τιμά ποιαν από εκείνες. Και έτσι, αναγγέλλοντας στην Τερψιχόρη ποιοι την έχουν τιμήσει στους χορούς, τους κάνουν πιο αγαπητούς σ' αυτήν, και στην Ερατώ αναγγέλλουν ποιοι την έχουν τιμήσει με τα ερωτικά τραγούδια, και στις άλλες το ίδιο, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα της τιμής που αρμόζει στην καθεμία. Και στην Καλλιόπη, τη μεγαλύτερη στην ηλικία από τις Μούσες, και στην Ουρανία, που έρχεται αμέσως μετά στη σειρά, αναγγέλλουν εκείνους που ζουν με τη φιλοσοφία και τιμούν την τέχνη των Μουσών αυτών, αφού τούτες εδώ, περισσότερο από τις άλλες, ενδιαφέρονται για τα γεγονότα του ουρανού και τους θεϊκούς και τους ανθρώπινους λόγους, και εκφράζουν την τέχνη τους με την ομορφότερη φωνή. Έτσι λοιπόν, όπως φαίνεται, για πολλούς λόγους πρέπει να μιλήσουμε και να μην κοιμηθούμε το μεσημέρι.

ΦΑΙ. Ναι, πρέπει να μιλήσουμε.