Μτφρ. Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλος. [1948] 2000. Πλάτωνος Φαίδρος. Εισαγωγή, αρχαίο και νέο κείμενο με σχόλια, μετάφραση. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

ΣΩ. Έχε λοιπόν στο νου σου, όμορφο παιδί μου, πως ο προηγούμενος λόγος ήτανε του Φαίδρου που είναι γιος του Πυθοκλή από το Μυρρινούντα· αυτός όμως που θε να ειπώ τώρα είναι του Στησίχορου, που είναι γιος του Εύφημου από την Ιμέρα.

Και πρέπει να λέη τ' ακόλουθα· πως «δεν είναι αληθινός ο λόγος» που λέει ότι πρέπει να χαρίζεται κανείς πιο πολύ σ' έναν που δεν κατέχεται από έρωτα, την ώρα που έχει μπροστά του έναν εραστή, γιατί τάχα ο ένας είναι μανιακός, ενώ ο άλλος είναι φρόνιμος. Αν βέβαια ήταν απλό να ειπή κανείς πως η μανία είναι κάτι κακό, τότε ο προηγούμενος λόγος θα ήταν καλά ειπωμένος· μα εδώ τα μεγαλύτερα καλά μας έρχονται από τη μανία, που μας χαρίζεται σαν ένα θείο δώρο. Γιατί και η προφήτισσα στους Δελφούς και οι ιέρειες στη Δωδώνη, όταν τις έπιασε η μανία, έκαμαν στην Ελλάδα πολλά και καλά και σε ανθρώπους και σε πόλεις, ενώ όταν ήτανε φρόνιμες έκαμαν λίγα ή και τίποτε. Κι αν βέβαια αρχίσωμε να λέμε και για τη Σίβυλλα και για τους άλλους, όσοι με τη μαντική τέχνη προφήτεψαν πολλά σε πολλούς και τους έκαμαν καλό στο μέλλον τους, θα μακραίναμε το λόγο μας λέγοντας πράγματα φανερά στον καθένα.

Όμως τούτο δα αξίζει να φέρωμε για μάρτυρα, πως κι από τους παλιούς εκείνοι που έβαλαν τα ονόματα στα πράγματα δεν είχαν τη μανία για κάτι άσχημο, ούτε για ντροπή· γιατί αλλιώςδεν θα σμίγανε με την ανώτερη τέχνη, μ' αυτήν που κρίνεται το μέλλον, το ίδιο τούτο όνομα και δεν θα την έλεγαν μανική. Μα επειδή είναι κάτι καλό, όταν έρχεται δοσμένη από το θεό, της βάλανε το όνομα μ' αυτή τη γνώμη, οι σημερινοί όμως ακαλαίσθητα έβαλαν μέσα στη λέξη το ταυ και την είπανε μαντική. Γιατί και την τέχνη που έχουνε οι φρόνιμοι, δηλαδή εκείνοι που ζητάνε να ιδούνε το μέλλον από τα πουλιά κι από τάλλα σημάδια, επειδή αυτοί προσπορίζουνε με το λογικό· στην ανθρώπινη γνώμη (οιήσει) νόημα (νουν) και πείρα (ιστορίαν), την είπανε οι αρχαίοι ο ι ο ν ο ϊ σ τ ι κή, αυτήν που τώρα οι νεώτεροι την μεγαλώνουν επιδεικτικά με το ω και την λένε οιωνιστική. Όσο λοιπόν τελειότερο και σεβαστότερο είναι η μαντική από την οιωνιστική, και το όνομα από το όνομα και το πράγμα· από το πράγμα, τόσο ωραιότερη είναι, κατά τη μαρτυρία των παλιών, η μανία από τη φρονιμάδα, γιατί εκείνη έρχεται από το θεό, ενώ ετούτη είναι ανθρώπινη.

Αλλά κι από αρρώστιες κι από τις πιο μεγάλες δυστυχίες, που έπεσαν σε μερικές γενιές από θεϊκή οργή για κάποια προγονικά φονικά, έφερε λύτρωση η μανία που ήρθε στην ώρα της και προφήτεψε σ' εκείνους που έπρεπε. Γιατί βρήκε καταφύγι τις προσευχές στους θεούς και τις λατρείες, και μ' αυτές έφθασε στην καθαρωσύνη και στη μύηση, έκαμε καθαρό και για τώρα και για πάντα εκείνον που την είχε, και σ' εκείνον που τον χτύπησε στα σωστά και τον κυρίεψε ολωσδιόλου έφερε λύτρωση από τα βάσανα που τον κρατούσανε. Τρίτη όμως θεοζαλιά και μανία είναι εκείνη που έρχεται από τις Μούσες· άμα αυτή κυριέψη καμμιά ψυχή απαλή κι ανάγγιχτη, την ξυπνάει και την μεθάει για τα τραγούδια και για τάλλα είδη της ποίησης, στολίζει τα μύρια έργα των παλιών και παιδεύει τις ερχόμενες γενιές. Όποιος όμως πάει χωρίς τη μανία των Μουσών στις θύρες της ποίησης, όντας της γνώμης πως τάχα με την τεχνοσύνη του θα γίνη καλός ποιητής, μένει κι αυτός ο ίδιος ασήμαντος και η ποίησή του, αυτουνού που είναι φρόνιμος, αφανίζεται από την ποίηση εκείνων που τους κυριεύει η μανία.

Τόσα πολλά έχω να σου ειπώ κι ακόμα πιο πολλά καλά έργα της μανίας που έρχεται από τους θεούς. Ώστε αυτήν την ίδια ας μην την φοβόμαστε, ούτε να μας φοβίζη και να μας θορυβή ο λόγος που λέει πως πρέπει να προτιμάη κανείς για φίλο το φρόνιμο παρά το φρενιασμένο· αλλά αν αυτός ο λόγος κοντά σ' εκείνο που λέει αποδείξη και τούτο, πως ο έρως δεν δίνεται για καλό από τους θεούς στον εραστή και στον αγαπημένο, τότε να πάρη τα νικητήρια. Εμείς όμως πάλιν πρέπει ν' αποδείξωμε το αντίθετο, πως η μανία αυτή δίνεται από τους θεούς για την πιο μεγάλη ευτυχία· και την απόδειξη γι' αυτό που λέμε δεν θα την πιστέψουν μερικά δυνατά κεφάλια, μα οι σοφοί θα την πιστέψουν.

Πρέπει, όμως πρώτα να ιδούμε τη φύση της ψυχής, της θεϊκής και της ανθρώπινης, τα πάθη και τα ενεργήματά της για να γνωρίσωμε την αλήθεια.

Και η αρχή της απόδειξης είναι η ακόλουθη· κάθε ψυχή είναι αθάνατη. Γιατί εκείνο που πάντα κινείται είναι αθάνατο· ενώ εκείνο που κινεί κάποιο άλλο και κινείται από κάποιο άλλο, μια που έχει τέλος στην κίνησή του, έχει τέλος και στη ζωή του. Μόνον λοιπόν εκείνο που κινείται μοναχό του, επειδή δεν αφήνει ποτέ τον εαυτό του, δεν παύει ποτέ και να κινήται, αλλά αυτό είναι η πηγή και η αρχή και για την κίνηση των άλλων όσα κινούνται. Η αρχή όμως είναι αγέννητη· γιατί από την αρχή είναι ανάγκη να γίνεται κάθε τι που γίνεται, αυτή όμως να μη γίνεται από κανένα, γιατί αν η αρχή εγίνονταν από κάτι, δεν θα ήτανε πια αρχή. Επειδή όμως η αρχή είναι αγέννητη είναι ανάγκη να είναι και άφθαρτη. Γιατί βέβαια αν χαθή η αρχή, τότε ούτε αυτή η ίδια θα γίνη ποτέ από κάτι, ούτε τίποτε άλλο απ' εκείνη, αν πρέπη δα όλα να γίνωνται από την αρχή. Έτσι λοιπόν η αρχή της κίνησης είναι εκείνο που κινεί τον εαυτό του. Κι αυτό ούτε μπορεί να χαθή, ούτε μπορεί να γίνη, αλλιώς όλος ο ουρανός και όλο το γίγνεσθαι θα γίνονταν ένας σωρός και θα έστεκαν ακίνητα και δεν θα είχαν πούθε να ξανακινηθούν και να ξαναγίνουν. Αφού λοιπόν εδείχθηκε πως εκείνο που κινεί τον εαυτό του είναι αθάνατο, δεν θα ντραπή κανείς να λέη πως αυτή είναι η ουσία κι αυτός ο λόγος της ψυχής. Γιατί κάθε σώμα που παίρνει την κίνηση απ' έξω είναι άψυχο, ενώ εκείνο που την έχει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι έμψυχο· γιατί αυτή δα είναι η φύση της ψυχής. Αν όμως τούτο είναι έτσι, δηλαδή αν εκείνο που κινεί τον εαυτό του δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψυχή, τότε είναι ανάγκη η ψυχή να είναι κάτι αγέννητο και αθάνατο.

Όσο λοιπόν για την αθανασία της, αρκετά είναι αυτά· για τη μορφή της όμως πρέπει να ειπούμε τ' ακόλουθα: Τι λογής βέβαια είναι, αυτό για να φανή θέλει δίχως άλλο θεϊκή και μακρόλογη περιγραφή· με τι πράγμα όμως μοιάζει, αυτό για να φανή αρκεί περιγραφή ανθρώπινη και πιο σύντομη. Με τέτοιο λοιπόν τρόπο ας μιλήσωμε. Λέμε λοιπόν πως μοιάζει με τη σύδετη δύναμη που έχει ένα ζευγάρι φτερωτά άλογα μαζί με τον ηνίοχο. Τα άλογα λοιπόν των θεών και οι ηνίοχοι είναι όλοι καλοί κι από καλή γενιά, ενώ στους άλλους είναι ανακατωμένα. Και πρώτα–πρώτα ο δικός μας αρματηλάτης βαστάει με τα χαλινάρια ένα μονάχα ζευγάρι άλογα, κι από τ' άλογα αυτά το ένα είναι όμορφο κι ευγενικό κι από καλή γενιά, ενώ το άλλο είναι απ' αντίθετη κι αντίθετο∙ έτσι η ηνιόχηση είναι σε μας από την ίδια τη μοίρα δύσκολη κι επίπονη. Πώς όμως ειπώθηκε το ένα θνητό και το άλλο αθάνατο ζώο, πρέπει να δοκιμάσωμε να ειπούμε. Όλη η ψυχή εξουσιάζει όλο το άψυχο και διατρέχει όλο τον ουρανό, πότε με τη μια πότε με την άλλη μορφή. Κι εκείνη λοιπόν που είναι τέλεια και φτερωτή περνοδιαβαίνει μέσα στον αέρα κι εξουσιάζει τον κόσμον όλον· εκείνη πάλιν που θα χάση τα φτερά της φέρνεται με βία δώθε κείθε, ως που να πιασθή από κάτι στέρεο· εκεί μέσα πια μένει, παίρνει γήινο σώμα που, μ' εκεινής τη δύναμη, νομίζει πως κινεί το ίδιο τον εαυτό του· κι αυτό το όλο, σύδετο ψυχή και σώμα, το είπανε ζώο και του έδωσαν το παρανόμι θνητό. Σε ποιο όμως να δώσωμε το παρανόμι αθάνατο δεν έχομε ούτε ένα λόγο θεμελιωμένο με τη σκέψη μας, αλλά πλάθομε, χωρίς να ιδούμε και χωρίς να νοιώσωμε καθαρά, το θεό ένα αθάνατο ζώο, που έχει και ψυχή, που έχει και σώμα, μα που είναι τα δυο αυτά σ' όλους τους αιώνες σύδετα. Αυτά ως τόσο ας είναι κι ας λέγωνται όπως ο θεός θέλει την αιτία όμως που πέφτουνε τα φτερά, που πέφτουνε από την ψυχή πρέπει να την ιδούμε. Και είναι περίπου η ακόλουθη.

Η δύναμη του φτερού είναι το φυσικό της να τραβάη το βαρύ προς τα πάνω, και να το ανεβάζη ψηλά εκεί όπου κατοικεί το γένος των θεών· κι απ' όσα είναι κατά το σώμα η ψυχή έχει καταλάβει πιο πολύ από το θείο· και το θείο είναι όμορφο, σοφό, καλό και ό,τι άλλο όμοιο. Μ' αυτά δα πιο πολύ θρέφεται και μεγαλώνει της ψυχής το φτέρωμα, ενώ με το άσχημο και με το κακό και με τάλλα τ' αντίθετα μαραίνεται κι αφανίζεται. Ο μεγάλος λοιπόν άρχοντας στον ουρανό ο Ζευς, οδηγώντας το φτερωτό του άρμα, πορεύεται πρώτος, τα βάζει όλα σε τάξη και όλα τα φροντίζει· και τον ακολουθάει στρατιά από θεούς και δαίμονες παραταγμένη σε ένδεκα μέρη· γιατί η Εστία μένει μονάχη στον οίκο των θεών. Οι άλλοι όμως θεοί, όσοι έχουνε την τάξη τους μέσα στον αριθμό των δώδεκα, πάνε μπροστά σαν άρχοντες με την τάξη που είναι βαλμένος ο καθένας. Εκεί λοιπόν μέσα στον ουρανό υπάρχουνε πολλά και τρισμάκαρα οράματα και περάσματα, που τα περνοδιαβαίνει το ευτυχισμένο γένος των θεών, και καθένας των φροντίζει ό,τι είναι ταγμένο σ' αυτόν κι ακολουθάει όποιος ολοένα θέλει και μπορεί, γιατί ο φθόνος στέκει έξω από τη χορεία των θεών. Κι όταν πάνε σε συμπόσιο και σε χαροκόπι, ανεβαίνουν τον ανήφορο που φέρνει ως την άκρη της αψίδας του ουρανού· και σ' αυτό το ανέβασμα τα οχήματα των θεών, όντας ισοζυγισμένα και καλοκυβέρνητα, πάνε εύκολα, τάλλα όμως με μόχθο· γιατί το άλογο που έχει την κακοτροπιά βαραίνει και ρέπει βαριά προς τη γη, αν δεν είναι καλά γυμνασμένο από τον ηνίοχο. Κι εδώ, είναι ο μόχθος και ο έσχατος αγώνας της ψυχής. Εκείνες βέβαια οι ψυχές που τις λένε αθάνατες, όταν φθάσουνε στην άκρη της αψίδας, περνάνε πέρα, στέκουν επάνω στο καταράχι τ' ουρανού, και καθώς στέκουν τις πάει γύρω η περιφορά, κι αυτές βλέπουνε τα όσα είναι πέρα από τον ουρανό.

Μτφρ. Π. Δόικος. 2000. Πλάτων. Φαίδρος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Επιμέλεια, επίμετρο Ι.Σ. Χριστοδούλου. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

ΣΩ. Λοιπόν, όμορφό μου παιδί, να καταλάβεις τούτο: ο προηγούμενος λόγος ήταν του Φαίδρου, γιου του Πυθοκλέα από το Μυρρινούντα, ενώ αυτός που πρόκειται να πω είναι του Στησιχόρου, γιου του Εύφημου από την Ιμέρα. Και πρέπει να λέει τα εξής: ότι δεν είναι αληθινός ο λόγος που υποστηρίζει ότι πρέπει να προσφέρεται κανείς σε κάποιον που δεν κατέχεται από έρωτα, όταν έχει δίπλα του έναν ερωτευμένο, γιατί δήθεν ο πρώτος ενεργεί με φρόνηση, ενώ ο άλλος κατέχεται από μανία. Και βέβαια, αυτό θα ήταν σωστό να λέγεται, αν ήταν αλήθεια ότι η μανία είναι κακό πράγμα. Όμως στην πραγματικότητα τα μεγαλύτερα καλά μας συμβαίνουν διαμέσου της μανίας, η οποία μας προσφέρεται ως θεϊκό δώρο. Γιατί τόσο εκείνη που προφητεύει στους Δελφούς, όσο και οι ιέρειες στη Δωδώνη, όταν καταλήφθηκαν από μανία, προκάλεσαν πολλά και καλά στην Ελλάδα, και στις δημόσιες και στις ιδιωτικές υποθέσεις, ενώ όταν ήταν φρόνιμες, έκαναν λίγα καλά πράγματα ή και τίποτα· αν μάλιστα αρχίσουμε να αναφερόμαστε στη Σίβυλλα και στους άλλους, οι οποίοι, χρησιμοποιώντας μια μαντική δύναμη θεϊκής πνοής, προφήτευσαν πολλά σε πολλούς και, έτσι, τους πρόσφεραν στήριγμα για το μέλλον τους, θα μακρηγορούσαμε για πράγματα φανερά στον καθένα· αξίζει όμως να επικαλεστούμε ως μαρτυρία και τούτο, ότι εκείνοι από τους παλιούς που έθεσαν τα ονόματα των πραγμάτων, δε θεωρούσαν τη μανία ούτε κάτι κακό, ούτε ντροπή. Αλλιώς δε θα συνέδεαν το ίδιο αυτό όνομα, δηλαδή τη λέξη «μανία», με την ωραιότερη από τις τέχνες, αυτή με την οποία κρίνεται το μέλλον, και δε θα την αποκαλούσαν «μανική»· θεωρώντας ότι είναι κάτι όμορφο, όταν έρχεται δωρισμένη από τους θεούς, της έδωσαν αυτό το όνομα· όμως οι σημερινοί άνθρωποι, ακαλαίσθητα, παρενέβαλαν το ταυ και την αποκάλεσαν «μαντική». Με τον ίδιο τρόπο, και την αναζήτηση του μέλλοντος, στην οποία προβαίνουν οι άνθρωποι του ορθού λόγου (και όχι της έμπνευσης) παρατηρώντας τα πουλιά και τα άλλα σημάδια, επειδή αυτοί με την ορθή σκέψη (διάνοια) παρέχουν στην ανθρώπινη γνώμη (οίησις) λογικότητα (νους) και πληροφόρηση (ιστορία), τούτη λοιπόν την αναζήτηση την αποκάλεσαν οιονοϊστική, την ίδια που οι νεότεροι ονομάζουν οιωνιστική, δίνοντας έμφαση στον ήχο του παρατεταμένου ό. Όσο λοιπόν τελειότερη και άξια μεγαλύτερης εκτίμησης είναι η μαντική από την οιωνιστική, και ως όνομα και ως πράγμα, τόσο ωραιότερη είναι, σύμφωνα με τη μαρτυρία των παλιών, η μανία από τη φρονιμότητα, δεδομένου ότι η πρώτη έχει θεϊκή προέλευση, ενώ η δεύτερη ανθρώπινη. Όμως και από αρρώστιες και από τις μεγαλύτερες δυστυχίες, που έπεσαν επάνω σε μερικές οικογένειες εξαιτίας της θεϊκής οργής για παλιές αμαρτίες, η μανία απάλλαξε τους ανθρώπους, καθώς εκδηλώθηκε σε όσους ήταν προορισμένοι γι' αυτό και προφήτευσε· βρήκε λοιπόν διέξοδο σε προσευχές στους θεούς και σε πράξεις λατρείας τους, και έτσι, προκαλώντας καθαρμούς και ιερές τελετές, απάλλαξε από το βάρος των δεινών αυτόν που την είχε, και για το παρόν και για το μέλλον, και έφερε λύτρωση από τα κακά που τον κατείχαν σ' εκείνον που καταλήφθηκε κανονικά και ολοκληρωτικά από το παραλήρημα. Μα έρχεται όμως από τις Μούσες και τρίτη μορφή μανίας και κατοχής από το θείο. Αυτή, καταλαμβάνοντας μια ευγενική και παρθένα ψυχή, την ξεσηκώνει και τη μεθάει με τις ωδές και με τα άλλα είδη της ποίησης, κάνοντάς την να εξυμνεί αμέτρητα κατορθώματα των παλιών και να μορφώνει τις επόμενες γενιές· αλλά όποιος οδηγείται στις πόρτες της ποίησης χωρίς τη μανία των Μουσών, έχοντας πιστέψει ότι θα γίνει μεγάλος ποιητής μόνο με την τέχνη του, ο ίδιος δεν πετυχαίνει, και η ποίησή του, ως έργο φρόνιμου, αφανίζεται από την ποίηση όσων κατέχονται από τη μανία.

Τόσα και ακόμη πιο πολλά ωραία έργα, που προέρχονται από τη μανία που προκαλούν οι θεοί, έχω να αναφέρω· ας μη φοβόμαστε λοιπόν την ίδια τη μανία, ούτε να μας θορυβεί και να μας τρομάζει ο λόγος που υποστηρίζει ότι πρέπει να προτιμάμε για φίλο το φρόνιμο από το μανιασμένο· αλλά αν ένας τέτοιος λόγος, εκτός από αυτό, καταστήσει φανερό και το ότι ο έρωτας δε στέλνεται από τους θεούς στον ερωτευμένο και τον αγαπημένο για να τους ωφελήσει, τότε ας πάρει το βραβείο της νίκης. Εμείς όμως, σε ό,τι μας αφορά, θα αποδείξουμε το αντίθετο, δηλαδή ότι μια τέτοια μανία δίνεται από τους θεούς προκειμένου να φέρει τη μεγαλύτερη ευτυχία· και η απόδειξη δε θα γίνει πιστευτή από εκείνους που απλώς είναι ιδιαίτερα εύστροφοι, ενώ την ίδια, θα την πιστέψουν οι πραγματικοί σοφοί.

Πρέπει, λοιπόν, πρώτα, να συλλάβουμε την αλήθεια σχετικά με την ψυχή, τη θεϊκή και την ανθρώπινη, εξετάζοντας πώς πάσχει και πώς ενεργεί. Και η απόδειξη αρχίζει ως ακολούθως:

Κάθε ψυχή είναι αθάνατη. Γιατί εκείνο που κινείται πάντα είναι αθάνατο, ενώ εκείνο που κινεί ένα άλλο και κινείται από άλλο, εφόσον έχει τέλος ως προς την κίνησή του, έχει τέλος και ως προς τη ζωή του. Μόνον εκείνο που κινείται από μόνο του, αφού δεν εγκαταλείπει τον εαυτό του, δεν παύει ποτέ να κινείται, και είναι μάλιστα το ίδιο η αρχή και η προέλευση της κίνησης για όσα από τα άλλα κινούνται. Η αρχή όμως είναι αγέννητη. Γιατί κατ' ανάγκη καθετί που γεννιέται, γεννιέται από μια αρχή, ενώ τούτη δε γεννιέται από τίποτα∙ αν η αρχή γεννιόταν από κάτι, δε θα υπήρχε γέννηση από μια αρχή. Επειδή, λοιπόν, η αρχή είναι κάτι αγέννητο, κατ' ανάγκη είναι και κάτι άφθαρτο. Γιατί αν απολεσθεί η αρχή, τότε βέβαια δε θα γεννηθεί ούτε η ίδια ποτέ από κάτι, ούτε άλλο πράγμα από αυτήν, εφόσον πρέπει όλα να γίνονται από μια αρχή. Έτσι, λοιπόν, η αρχή της κίνησης είναι εκείνο που κινεί τον εαυτό του. Και αυτό δεν είναι δυνατό ούτε να εξαλείφεται, ούτε να γεννιέται· αλλιώς όλος ο ουρανός και το σύμπαν του γίγνεσθαι θα κατέρρεαν μαζί, θα παρέμεναν ακίνητα και δε θα είχαν ποτέ ξανά μιαν αρχή που να τα κάνει να γεννηθούν και να κινηθούν πάλι. Εφόσον λοιπόν έχει φανεί ότι εκείνο που κινείται από μόνο του είναι αθάνατο, δε θα διστάζει κανείς να λέει πως αυτό το γνώρισμα αποτελεί την ουσία και το λόγο της ψυχής. Γιατί κάθε σώμα που αντλεί την κίνηση από έξω είναι άψυχο, ενώ εκείνο που την παίρνει το ίδιο από μέσα του είναι έμψυχο, αφού αυτή είναι η φύση της ψυχής· αν όμως έτσι έχει το πράγμα, εφόσον εκείνο που κινεί τον εαυτό του δεν είναι άλλο παρά ψυχή, τότε κατ' ανάγκη η ψυχή θα είναι κάτι αγέννητο και αθάνατο.

Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, την αθανασία της ψυχής, αυτά είναι αρκετά· σχετικά όμως με τη μορφή της, πρέπει να πούμε τα εξής: ποιας υφής πράγμα είναι, τούτο οπωσδήποτε είναι ζήτημα που απαιτεί θεϊκή και εκτενή ανάπτυξη, όμως με τι μοιάζει, αυτό είναι θέμα που μπορεί να καλυφθεί από συντομότερη και στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δυνατοτήτων ανάπτυξη· ας μιλήσουμε, λοιπόν, με τέτοιο τρόπο. Ας πούμε ότι η ψυχή μοιάζει με τη σύνθετη δύναμη ενός ζεύγους φτερωτών αλόγων και του ηνιόχου τους. Όμως, ενώ όλα τα άλογα και οι ηνίοχοι των θεών είναι καλής φύσης και προέλευσης, των άλλων γενών, είναι μικτής· καταρχήν, ο ηνίοχος, σ' εμάς, οδηγεί διευθύνοντας ένα ζευγάρι αλόγων, κι έπειτα, από τα άλογα, το ένα είναι όμορφο, ευγενικό και από ανάλογη ράτσα, ενώ το άλλο έχει τα αντίθετα χαρακτηριστικά και είναι από αντίθετη ράτσα∙ έτσι, αναπόφευκτα, η ηνιόχηση σ' εμάς είναι δύσκολη και κουραστική. Πρέπει όμως τώρα να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε με ποια λογική το ένα ζωντανό ον χαρακτηρίστηκε θνητό και το άλλο αθάνατο. Γενικά η ψυχή αναλαμβάνει καθετί το άψυχο· περιδιαβαίνει έτσι τον ουρανό, παίρνοντας άλλοτε τη μια και άλλοτε την άλλη μορφή∙ και, καθώς είναι τέλεια και φτερωτή, κινείται στον αιθέρα και διευθύνει όλο τον κόσμο∙ η ψυχή, όμως, που έχασε τα φτερά της, περιφέρεται εδώ και κει μέχρι να βρει να κρατηθεί από κάτι στέρεο· και εκεί πλέον εγκαθίσταται και αποκτά γήινο σώμα, που, εξαιτίας της δύναμης της ψυχής, φαίνεται ότι κινεί τον εαυτό του· αυτό λοιπόν το σύνολο, σύνδεμα σώματος και ψυχής, ονομάστηκε ζωντανό ον και πήρε την επωνυμία «θνητό». Όσο για το να αποκαλέσουμε ένα ον αθάνατο, δεν έχουμε κανένα λόγο πραγματικά ελεγμένο από τη σκέψη μας, απλώς πλάθουμε με τη φαντασία μας το θεό ―χωρίς να τον έχουμε ούτε δει ούτε πλήρως συλλάβει― ως ένα αθάνατο ον, που έχει ψυχή, έχει και σώμα, τα οποία είναι πάντα σύμφυτα. Όμως αυτά έτσι ας έχουν και ας λέγονται, όπως αρέσει στο θεό· εμείς ας εξετάσουμε τώρα το λόγο, εξαιτίας του οποίου η ψυχή χάνει τα φτερά της, που πέφτουν. Ο λόγος, λοιπόν, είναι περίπου ο ακόλουθος:

Η δύναμη του φτερού, από τη φύση της, καθώς κινείται προς τα πάνω, παίρνει μαζί της το βαρύ στοιχείο και το οδηγεί στα ύφη, εκεί όπου κατοικεί το γένος των θεών· και, περισσότερο από καθετί που συνδέεται με το σώμα, η ψυχή έχει επικοινωνήσει με το θεϊκό. Το θεϊκό είναι όμορφο, σοφό, καλό, και έχει όλες τις σχετικές με αυτά ιδιότητες· με τούτες πιο πολύ τρέφεται και μεγαλώνει το φτέρωμα της ψυχής, ενώ φθείρεται και καταστρέφεται από το άσχημο, το κακό και τις άλλες αντίθετες ιδιότητες. Ο Δίας λοιπόν, ο μεγάλος ηγεμόνας του ουρανού, οδηγώντας ένα φτερωτό άρμα, προχωρεί πρώτος και βάζει σε τάξη και φροντίζει όλα τα πράγματα· τον ακολουθεί μια στρατιά θεών και δαιμόνων, διαταγμένη σε έντεκα μέρη∙ στον οίκο των θεών μένει μόνη η Εστία· από τους άλλους θεούς, όσοι, μέσα στους δώδεκα, έχουν ταχθεί να διευθύνουν, προηγούνται, ορίζοντας ο καθένας τον τομέα που του τάχθηκε. Μέσα στον ουρανό υπάρχουν πολλά μακάρια θεάματα και περάσματα, όπου περιφέρεται το γένος των ευδαιμόνων θεών, ασκώντας ο καθένας τους το δικό του έργο∙ και ακολουθεί όποιος πάντα θέλει και μπορεί, μια και ο φθόνος παραμένει έξω από το θεϊκό χώρο. Αλλά όταν πηγαίνουν σε γιορτινό γεύμα και σε συμπόσιο και προχωρούν ανεβαίνοντας μέχρι την άκρη της υπουράνιας αψίδας, τότε, τα οχήματα των θεών καθοδηγούνται αποτελεσματικά, κινούνται με ισορροπία και πορεύονται με ευχέρεια, ενώ τα άλλα κινούνται με κόπο. Γιατί το κακό άλογο, γέρνοντας, βαραίνει και σπρώχνει δυνατά προς τη γη όποιους ηνιόχους δεν το έχουν καλά γυμνασμένο. Εκεί, λοιπόν, εκδηλώνεται η πιο κρίσιμη προσπάθεια και δίνεται ο έσχατος αγώνας της ψυχής. Οι ψυχές που αποκαλούνται αθάνατες, όταν φθάσουν στην άκρη της αψίδας, περνούν έξω και εγκαθίστανται στην πλάτη του ουράνιου θόλου· όταν μάλιστα σταθούν εκεί, τις πηγαίνει γύρω–γύρω η περιφερική κίνηση, και, έτσι, αυτές βλέπουν τα πράγματα που είναι πέρα από τον ουρανό.