Μτφρ. Ι. Συκουτρής. [1934] 1994. Πλάτωνος Συμπόσιον. Κείμενο, μετάφραση, ερμηνεία. 12η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Του Σωκράτους το εγκώμιον, κύριοι, θα προσπαθήσω να το κάμω έτσι, με παρομοιώσεις. Αυτός βέβαια θα πιστεύση, προς γελοιοποίησιν· και όμως η παρομοίωσις θα γίνη χάριν ακριβείας, όχι προς διακωμώδησιν. Ισχυρίζομαι λοιπόν, ότι ομοιάζει εξαιρετικά μ' αυτούς τους Σιληνούς των μαρμαρογλυφείων, που κατασκευάζουν οι καλλιτέχναι καθισμένους να κρατούν σύριγγα ή αυλούς· αv τους ανοίξης εις δύο, αποκαλύπτονται πως κλείουν μέσα θεών αγάλματα. Και πάλιν ισχυρίζομαι πως είναι όμοιος με τον Μαρσύαν τον Σάτυρον. Και όσον μεν αφορά την εξωτερικήν εμφάνισιν, ούτε συ, υποθέτω, Σωκράτη, δεν θ' αμφισβητούσες, ότι τους ομοιάζεις. Ότι όμως και εις τα άλλα είσαι παρόμοιος, άκουσε. Εισ' ένας αλαζονικός σκώπτης. Ή όχι; Αν το αρνείσαι, θα παρουσιάσω μάρτυρας. Αλλά μήπως αυλητής δεν είσαι; Και πολύ περισσότερον θαυμαστός παρ' όσον εκείνος. Εκείνος εχρειάζετο όργανα μουσικά, δια να σαγηνεύη τους ανθρώπους με την δύναμιν που είχεν εις το στόμα, και τους σαγηνεύει ακόμη και τώρα οποιοσδήποτε παίζει εις τον αυλόν τους σκοπούς του. Διότι τ' αυλήματα του Ολύμπου εις τον Μαρσύαν τ' αποδίδω· εκείνος του τα εδίδαξε. Λοιπόν οι σκοποί εκείνου, είτε καλλιτέχνης αυλητής ειν' εκείνος που τους παίζει εις τον αυλόν, είτε μία κοινή αυλητρίς, και μόνοι των έχουν την δύναμιν να φέρουν τους ανθρώπους εις έκστασιν και ν' αποκαλύπτουν, επειδή έχουν θείαν την προέλευσιν, πόσοι έχουν μέσα των τον πόθον της θεότητος και της μυσταγωγίας. Ενώ συ εις τούτο μόνον διαφέρεις απ' εκείνον: ότι χωρίς όργανα, με γυμνάς τας λέξεις προκαλείς το ίδιον ακριβώς αποτέλεσμα. Ημείς έξαφνα, οσάκις ακούομεν έναν άλλον ν' αναπτύσση λόγους άλλους, και ας είναι πολύ καλός ομιλητής, μας αφήνει σχεδόν όλους αδιαφόρους. Αντιθέτως, όταν ακούη κανείς συ να ομιλής ή τας ομιλίας σου να διηγήται ένας άλλος, και ας είναι τελείως ασήμαντος, είτε γυναίκα είναι που τ' ακούει είτε άνδρας είτε έφηβος, όλοι μένομεν εκστατικοί και αιχμαλωτισμένοι.

Εγώ π.χ., κύριοι, αν δεν εκινδύνευα να θεωρηθώ υπερβολικά μεθυσμένος, θα σας διηγούμην με όρκους, τι συγκινήσεις έχω δοκιμάσει ο ίδιος από τα λόγια του και δοκιμάζω ακόμη και σήμερα. Οσάκις τον ακούω, χοροπηδά η καρδιά μου ζωηρότερα πολύ παρά εκείνων που χορεύουν τον παράφορον χορόν των Κορυβάντων, και δάκρυα μου έρχονται από την επίδρασιν της ομιλίας του· παρατηρώ δε, πως και άλλοι πάρα πολλοί παθαίνουν τα ίδια. Τον Περικλέα οσάκις ήκουα και τους άλλους δεινούς ρήτορας, εύρισκα πως ομιλούν ωραία, αλλά δεν είχα αισθανθή ποτέ ανάλογον συγκίνησιν, ούτε είχε συνταραχθή η ψυχή μου τόσον, ούτε κατελαμβάνετο από αγανάκτησιν με την σκέψιν πως ευρισκόμην εις ανδραπόδου κατάστασιν. Ενώ υπό την επίδρασιν αυτού του Μαρσύου επανειλημμένως εδοκίμασα αισθήματα παρόμοια, ώστε να πιστεύσω, πως δεν ήξιζε να ζω εις την θέσιν που είμαι. Και αυτά, Σωκράτη, δεν θ' αρνηθής πως ειν' αληθινά. Να και τώρα ακόμη αισθάνομαι, πως αν απεφάσιζα να δώσω ακρόασιν, δεν θα ημπορούσα ν' ανθέξω· τα ίδια θα επάθαινα. Μ' εξαναγκάζει πράγματι να παραδεχθώ, ότι ενώ προσωπικώς έχω πολλάς ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω δια τον εαυτόν μου, αλλ' ασχολούμαι με των Αθηναίων τας υποθέσεις. Βιαίως λοιπόν, σαν να ήσαν αι Σειρήνες, φράσσω τ' αυτιά μου και απομακρύνομαι· ει δε μη, ολόκληρον την ζωήν μου θα εδαπανούσα εις το πλευρόν του καθισμένος, ως που να γηράσω. Εξ άλλου ενώπιον αυτού (και είναι ο μόνος άνθρωπος) έχω δοκιμάσει το αίσθημα, που δεν θα επίστευε κανείς πως υπάρχει μέσα μου: το να εντρέπωμαι οιονδήποτε. Και όμως αυτόν και μόνον τον εντρέπομαι. Διότι έχω την επίγνωσιν, πως δεν έχω την δύναμιν να διαφωνήσω, ότι δεν είναι καθήκον μου να πράξω ό,τι αυτός μου συνιστά. Και όμως, μόλις απομακρυνθώ, υποκύπτω εις την μάζαν και τας τιμάς της. Δραπετεύω λοιπόν και εγώ από κοντά του και τον αποφεύγω, και οσάκις τον συναντήσω, καταλαμβάνομαι από εντροπήν δι' όσα είχα παραδεχθή. Είναι περιστάσεις, που θα ήμην ευχαριστημένος να μην τον έβλεπα εις τους ζωντανούς· και εντούτοις, αν τυχόν εγίνετο αυτό, θα ήμην (το ξέρω καλά) πολύ περισσότερον δυστυχής. Έτσι δεν ξέρω και εγώ τι να κάμω μ' αυτόν τον άνθρωπον.

Μτφρ. Β. Δεδούσης. [1939] χ.χ. Πλάτων. Συμπόσιον. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Προλεγόμενα Κ. Γεωργούλης. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

«Του Σωκράτη τον έπαινο εγώ, παλληκάρια μου, θα προσπαθήσω να τον κάμω έτσι με εικόνες. Αυτός ―το φοβούμαι― θα νομίση ίσως πως το κάνω για γελοιοποίησή του, μα η εικόνα θα είναι για την αλήθεια κι όχι για τον αστεϊσμό. Λοιπόν, λέω πως αυτός είναι ατόφυος σαν εκείνους τους σειληνούς τους στημένους στα μαρμαράδικα, που μερικούς οι τεχνίτες τούς φτειάνουν να κρατούνε σύριγγες ή αυλούς, που μόλις ανοιχθούν αυτοί οι σειληνοί στα δύο, φανερώνονται πως μέσα τους έχουν αγάλματα θεών. Και μάλιστα, λέω ακόμα πως αυτός μοιάζει με το σάτυρο Μαρσύα. Το πως τους μοιάζεις, στην ειδή τουλάχιστον, δε μπορείς, Σωκράτη, ούτε συ να το αρνηθής πιστεύω. Το πως τους μοιάζεις όμως και στ' άλλα, άκου τώρα: Είσαι πειραχτήριο και προσβάλλεις τον ένα και τον άλλον. Ή όχι; Αν δεν το παραδέχεσαι, θα φέρω μάρτυρες. Έπειτα, δεν είσαι αυλητής; Είσαι και μάλιστα πολύ πιο θαυμάσιος από εκείνον το Μαρσύα. Εκείνος βέβαια με μουσικά όργανα εγοήτευε τους ανθρώπους με τη δύναμη που έβγαινε από το στόμα του. Κι ακόμα και σήμερα γοητεύει τους ανθρώπους όποιος τραγουδάει στον αυλό τα τραγούδια εκείνου. Γιατί κι εκείνα που έπαιζε στον αυλό ο Όλυμπος, τα λέω πως είναι του Μαρσύα ― αυτός του τα δίδαξε. Τα τραγούδια λοιπόν εκείνου, είτε καλός αυλητής είτε καμιά παλιοαυλήτριδα τα παίζει στον αυλό, μονάχα τους φέρνουν έκσταση και την αποκάλυψη σε κείνους που έχουν ανάγκη από μυστηριακές τελετές και θείους οραματισμούς, επειδή είναι θεϊκά τραγούδια. Κι εσύ μον' αυτή τη μικρή διαφορά έχεις από κείνον, ότι χωρίς όργανα, μόνο με απλά λόγια κατορθώνεις το ίδιο. Να, εμείς όταν ακούμε κάναν άλλον να ομιλή, ας είναι μακάρι και καλός ρήτορας, μπορώ να πω, δε μας μέλει καθόλου κανένα μας. Όταν όμως ακούη κανείς εσένα, ή κάποιον άλλον που να λέη τα δικά σου λόγια ―έστω κι αν είναι ασήμαντος αυτός που τα λέει― είτε γυναίκα είναι είτε άντρας είτε έφηβος, τα χάνουμε όλοι και αιχμαλωτιζόμαστε.

»Εγώ τέλος πάντων, παλληκάρια μου, αν δεν εκινδύνευα να με θεωρήσετε για ολότελα μεθυσμένον, θα σας έλεγα με όρκο το τι έχω πάθει, ναι, ο ίδιος από τα λόγια αυτουνού και παθαίνω και τωρ' ακόμα. Να, όταν τον ακούω, η καρδιά μου χοροπηδάει πολύ περσότερο από κείνους που κορυβαντιούν και κυλάν τα δάκρυά μου, τόσο πολύ με συγκινούν τα λόγια του. Και βλέπω κι άλλους πάρα πολλούς να παθαίνουν τα ίδια. Αντιθέτως, όταν άκουγα τον Περικλή και τους άλλους καλούς ρήτορας, εσχημάτιζα μεν τη γνώμη ότι ωμιλούσαν ωραία, μα δεν επάθαινα τίποτα τέτοιο, ούτε ταραζότανε η ψυχή μου ούτε αγανακτούσε σα να ήμουνα σε κατάσταση σκλάβου. Ενώ από τούτον εδώ το Μαρσύα, πολλές φορές, σας βεβαιώ, ήρθα σε τέτοια θέση, που μου φάνηκε πως δεν αξίζει να εξακολουθήσω να ζω σ' αυτή την κατάσταση που ήμουνα. Κι' αυτά, Σωκράτη, δε θα ειπής πως δεν ειν' αληθινά. Κι ακόμα και τώρα, σας βεβαιώ, συναισθάνομαι ότι αν ήθελα να του παραχωρήσω τ' αυτιά μου ―να τον ακούω― δε θα μπορούσα ν' ανθέξω, παρά θα πάθαινα τα ίδια. Γιατί με αναγκάζει να παραδέχωμαι ότι ενώ εγώ ο ίδιος έχω ακόμα πολλές ελλείψεις, δεν φροντίζω για τον εαυτό μου, παρά θέλω ν' ανακατώνωμαι στην πολιτική των Αθηναίων. Βουλώνω λοιπόν με βία τ' αυτιά μου, όπως κάνουν για να μην ακούσουν τις Σειρήνες, και φεύγω τρεχάτος, για να μη λειώσω τη ζωή μου και με βρουν τα γεράματα να κάθωμαι κει κοντά του. Και ειν' ο μόνος άνθρωπος που μπροστά του παθαίνω ένα πράμα, που κανείς δε μπορεί να φαντασθή πως υπάρχει μέσα μου: δηλαδή το να ντρέπωμαι οποιονδήποτε. Κι όμως εγώ τότε ντρέπομαι ― μον' αυτόν. Γιατί νιώθω μέσα μου πως δε μπορώ να του φέρνω αντίρρηση ότι δεν πρέπει να κάνω ό,τι με ορμηνεύει αυτός, κι όταν πάλι φύγω από κοντά του νιώθω τον εαυτό μου νικημένον από την τιμή που έρχεται από το πλήθος. Το σκάω λοιπόν από κοντά του και φεύγω, κι όταν τον ξαναϊδώ, ντρέπομαι για τα όσα είχα παραδεχθή μαζί του. Και πολλές φορές θα ήμουν ευχαριστημένος να μην τον έβλεπα ανάμεσα στους ζωντανούς. Μα πάλι αν γινότανε αυτό, ξαίρω καλά πως θα λυπηθώ πολύ περσότερο, ώστε δεν ξαίρω τι να κάμω με αυτόν τον άνθρωπο.