Μτφρ. Ι. Συκουτρής. [1934] 1994. Πλάτωνος Συμπόσιον. Κείμενο, μετάφραση, ερμηνεία. 12η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Μετά την ομιλίαν του Αγάθωνος όλοι, είπεν ο Αριστόδημος, οι παριστάμενοι εξέσπασαν εις παταγώδεις επιδοκιμασίας του νέου· ο λόγος του υπήρξεν αντάξιος και της φήμης του και του θεού. Ο Σωκράτης τότε στραφείς προς τον Ερυξίμαχον είπεν : «Λοιπόν, γέννημα συ του Ακουμενού; Εξακολουθείς να πιστεύης, πως άφοβος ο φόβος ήτο που εφοβούμην τόσην ώραν; Και δεν είχα ως προφήτης ομιλήσει προ ολίγου, όταν ετόνιζα ότι ο Αγάθων θα εκφωνήση ένα τόσον θαυμάσιον λόγον, ωστ' εγώ θα ευρεθώ εις δύσκολον θέσιν;» «Εις το ένα μέρος του ισχυρισμού σου αναγνωρίζω πως υπήρξες προφήτης εις το ότι ωραίος θα είναι του Αγάθωνος ο λόγος· ότι όμως συ θα δυσκολευθής, δεν το πιστεύω». «Και πώς θέλεις, καλότυχε» απήντησεν ο Σωκράτης «να μη δυσκολευθώ, όχι μόνον εγώ, αλλά και οιοσδήποτε άλλος ομιλήση ύστερ' από ένα τόσον εύμορφον και τόσον πολυποίκιλον λόγον που εξεφωνήθη ; Αφήνω τ' άλλα σημεία ήσαν, όχι βέβαια εις τον ίδιον βαθμόν όλα εκπληκτικά. Εκείνος όμως ο επίλογος με τα θέλγητρα των λέξεων και των φράσεων! ποίος θα τα ήκουε και δεν θα έχανε τον νουν του; Εγώ τουλάχιστον, συναισθανόμενος ότι προσωπικώς δεν θα είμαι διόλου εις θέσιν ούτε κατά προσέγγισιν να ομιλήσω τόσον νόστιμα, ολίγον έλειψεν, αν εύρισκα τρόπον, να το σκάσω κρυφά από την εντροπήν μου. Ο λόγος άλλωστε μου ενθύμιζε τον Γοργίαν· ώστε είχα πάθει, ούτε πολύ ούτε ολίγον, εκείνο, που λέγει ο Όμηρος: έτρεμα μήπως εις το τέλος ο Αγάθων του Γοργίου την κεφαλήν, του τρομερού εις τους λόγους, εναντίον του λόγου μου μέσα εις τον λόγον του μου εξαποστείλη και με κάνη τον ίδιον άφωνον, σαν την πέτραν».

Και αντελήφθην τότε, πόσον γελοίος λοιπόν υπήρξα, όταν ανελάμβανα ενώπιόν σας την υποχρέωσιν να μετάσχω μαζί σας και εγώ με την σειράν μου εις τον εγκωμιασμόν του Έρωτος, και εβεβαίωνα, ότι ήμην πεπειραμένος εις τα ζητήματα του Έρωτος, ενώ, καθώς αποδεικνύεται, δεν είχα ιδέαν του πράγματος, κατά ποίον δηλ. τρόπον έπρεπε κανείς να εγκωμιάζη οτιδήποτε. Εγώ π.χ. εν τη αφελεία μου εφανταζόμην, ότι ώφειλεν ο καθένας την αλήθειαν ν' αναπτύσση περί οιουδήποτε αντικειμένου, το οποίον εγκωμιάζει, και ότι αυτό μεν θα ήτον η βάσις, κατόπιν δε, συμφώνως προς αυτήν, θα εξέλεγε τα λαμπρότερα σημεία και θα τα συνέθετε κατά τον ευπρεπέστερον δυνατόν τρόπον. Δια τούτο μάλιστα είχα μεγάλην αυτοπεποίθησιν, ότι θα ωμιλούσα ωραία, αφού εγνώριζα δα την ορθήν μέθοδον του εγκωμιασμού οιουδήποτε πράγματος. Εντούτοις, καθώς τώρα βλέπω, δεν ήταν αυτή, φαίνεται, η μέθοδος του να συνθέσης ένα κομψόν πανηγυρικόν προς τιμήν ενός πράγματος, αλλά πολύ μάλλον το να επισωρεύης προς έξαρσίν του τα σημαντικώτερα, που γίνεται, και τα τιμητικώτερα προσόντα, αδιακρίτως αν ανταποκρίνωνται εις την πραγματικότητα ή όχι. Και ψευδή αν είναι, δεν έχει, βλέπω, σημασίαν· ωρίσθη άλλωστ' εκ των προτέρων, καθώς φαίνεται, να κοιτάξη ο καθένας μας να δώση απλώς την εντύπωσιν, ότι εξυμνεί τον Έρωτα, όχι να τον εξυμνήση πραγματικά. Αυτός, φαντάζομαι, είναι ο λόγος, που μεταφέρετε κάθε επαινετικόν χαρακτηρισμόν και τον φορτώνετε εις τον Έρωτα, βεβαιώνοντες ότι είναι τοιούτος και τόσων αγαθών πρόξενος· έτσι δηλαδή θα εμφανίζεται όσον το δυνατόν ωραιότερος και ανώτερος, φυσικά εις τα όμματα εκείνων που δεν τον γνωρίζουν, όχι, υποθέτω, εις όσους τον γνωρίζουν. Και ασφαλώς υπό τας συνθήκας αυτάς και ο πανηγυρικός έχει λαμπρότητα και επιβλητικότητα. Εντούτοις εγώ δεν εγνώριζα, όπως βλέπω, τον τρόπον αυτόν του εγκωμίου, και επομένως εν αγνοία μου σας έδωσα την υπόσχεσιν να εγκωμιάσω και εγώ, όταν έλθη η σειρά μου. Ώστε η γλώσσα μου έδωσ' υπόσχεσιν, ο νους μου όχι. Ας πάη λοιπόν στο καλό! Δεν αναλαμβάνω πλέον να εγκωμιάσω κατ' αυτόν τον τρόπον· ούτε θα είχα άλλωστε την ικανότητα. Μολαταύτα, την αλήθειαν, αν το επιθυμήτε, αυτήν ναι, δέχομαι να σας εκθέσω, με τον ιδικόν μου τρόπον, όχι εν αντιπαραβολή προς τας ομιλίας τας ιδικάς σας· έτσι δεν θα γελοιοποιηθώ. Σκέψου λοιπόν, Φαίδρε, αν σου χρειάζεται και παρομοία αγόρευσις, την αλήθειαν ν' ακούσης ν' αναπτύσσεται περί του Έρωτος, και μάλιστα με την εκλογήν και την συναρμολόγησιν των λέξεων, οποία τυχόν θα μου ήρχετο προχείρως εις το στόμα».

ΟΦαίδρος τότε και οι άλλοι τον ενεθάρρυναν, είπε, με τον τρόπον που αυτός τυχόν ευρίσκει σωστόν να εκθέση τας απόψεις του, μ' αυτόν να ομιλήση. «Κάτι άλλο ακόμη, Φαίδρε» είπε· «δώσε μου την άδειαν να ερωτήσω κάτι μικροπράγματα τον Αγάθωνα, ώστε να έχω πρώτα την συγκατάθεσίν του, και ύστερα επί τη βάσει πλέον αυτής να ομιλήσω». «Καλά, σου δίδω την άδειαν» απήντησεν ο Φαίδρος· «ερώτα τον».

Μτφρ. Β. Δεδούσης. [1939] χ.χ. Πλάτων. Συμπόσιον. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Προλεγόμενα Κ. Γεωργούλης. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Μόλις τέλειωσε το λόγο του ο Αγάθων, ―έλεγε ο Αριστόδημος―, όσοι βρίσκονταν εκεί μέσα κάμανε πάταγο επιδοκιμάζοντας και φωνάζοντας, πως ο νεαρός ωμίλησε όπως ταίριαζε στον εαυτό του και στο θεό. Τότε λοιπόν ο Σωκράτης έρριξε το βλέμμα του στον Ερυξίμαχο και είπε: ― «Εξακολουθείς λοιπόν, γυιε του Ακουμενού, να πιστεύης ότι ο φόβος που φοβήθηκα δεν ήτανε φόβος δικαιολογημένος και δεν τα είπα σαν μάντης κείνα που 'λεγα τώρα μόλις, πως ο Αγάθων θα μιλήση θαυμάσια, ενώ εγώ δε θα 'χω τι να πω;» ― «Το ένα βέβαια, είπε ο Ερυξίμαχος, σα μάντης μου φαίνεσαι πως το είπες, το ότι ο Αγάθων θα μιλήση καλά· το άλλο όμως, ότι δε θα 'χης τι να πης, δεν το φαντάζομαι». ― «Και πώς, καλότυχε ―είπε ο Σωκράτης―, να μη βρεθώ σε αμηχανία κι εγώ κι οποιοσδήποτε άλλος, όταν πρόκειται να ομιλήση ύστερ' από την εκφώνηση ενός λόγου με τόση εμορφιά και τόση ποικιλία; Και όσο για τ' άλλα δεν ήτανε βέβαια στον ίδιο βαθμό αξιοθαύμαστα· ποιος όμως μπόρεσε να μη πάθη έκσταση ακούοντας την ομορφιά που είχαν οι λέξεις και οι φράσεις του επιλόγου; Να, εγώ τουλάχιστο, νιώθοντας πως δε θα μπορέσω ούτε κατά προσέγγιση να πω τίποτε όμορφο, από την ντροπή μου παρά λίγο να το σκάσω, αν μπορούσα, από πουθενά. Και τούτο γιατί ο λόγος του μου θύμισε το Γοργία, ώστε κυριολεκτικώς είχα πάθει εκείνο που λέει ο Όμηρος για τη Γοργόνα· φοβόμουνα μήπως στο τέλος του λόγου του ο Αγάθων μού στείλη ενάντια στο λόγο μου την κεφαλή του Γοργία του δεινού ρήτορος και με κάμη πέτρα χωρίς φωνή.

»Και τότε πια το κατάλαβα τι γελοίος ήμουνα, όταν εσυμφωνούσα να εγκωμιάσω κι εγώ με τη σειρά μου τον Έρωτα μαζί με σας κι έλεγα πως είμαι φοβερός στα ερωτικά, χωρίς να ξαίρω πραγματικώς τίποτ' απ' αυτό το ζήτημα, με ποιο τρόπο δηλαδή έπρεπε να εγκωμιάζη κανείς ο,τιδήποτε πράμα. Εγώ, σας βεβαιώ, είχα την αφελή γνώμη ότι πρέπει να λέμε την αλήθεια για το κάθε τι που εγκωμιάζουμε, και τούτο να είναι η βάση, κι ύστερα, απ' αυτές τις αλήθειες διαλέγοντας να τις συνθέτουμε σε μια σύνθεση όσο το δυνατό καλλιτεχνικώτερη· και γι' αυτό είχα πολύ μεγάλη πεποίθηση στον εαυτόν μου, ότι θα τα πω καλά, γιατί ήξαιρα τάχα τον αλάθευτο τρόπο για να παινεύω το κάθε τι. Μα, ως φαίνεται, αυτός ο τρόπος δεν ήταν εκείνος που απαιτεί η σύνθεση ενός ωραίου επαίνου, για να παινέψη κανείς ο,τιδήποτε, αλλά το να σωρώνη επάνω στο θέμα του όσο το δυνατό πιο μεγάλα και πιο ωραία προτερήματα, είτε είναι πραγματικά είτε όχι· κι αν ήταν και ψεύτικα, δε θα πείραζε φυσικά καθόλου. Γιατί, ως φαίνεται, ειπώθηκε από πριν ότι ο σκοπός είναι πώς ο καθένας μας θα φανή ότι εγκωμιάζει κι όχι πώς θα τον εγκωμιάση πραγματικώς. Γι' αυτό λοιπόν, νομίζω, ξεσηκώνετε κάθε επιχείρημα και το φορτώνετε στον Έρωτα και λέτε ότι είναι τέτοιας λογής και για τόσο πολλά πράγματα αίτιος, για να φαίνεται όσο το δυνατόν ωραιότατος και άριστος ― σε κείνους, εννοείται, που δεν τον γνωρίζουν· όχι φυσικά σε κείνους που τον ξαίρουν καλά. Ώστε λοιπόν εγώ δεν ήξαιρα τον τρόπο του επαίνου, ούτε συμφώνησα, εν γνώσει μου, να τον παινέψω κι εγώ τον Έρωτα με τη σειρά μου. Άρα: η γλώσσα μου υποσχέθηκε, μα η καρδιά μου όχι. Ας πάη στο καλό λοιπόν. Δεν έχω σκοπόν πλέον να τον εγκωμιάσω μ' αυτόν τον τρόπο· γιατί δε θα μπορούσα· όχι βέβαια, αν όμως τέλος πάντων θέλετε την αλήθεια, είμαι πρόθυμος να την ειπώ, για δικό μου λογαριασμό, εννοείται, κι όχι για σύγκριση με τους δικούς σας λόγους, γιατί δεν έχω σκοπό να γελοιοποιηθώ. Κοίταξε λοιπόν, Φαίδρε, αν σου χρειάζεται κι ένας τέτοιος λόγος, όπου ν' ακούς να λέγεται η αλήθεια για τον Έρωτα ― αλλά με όποια λόγια και σε όποια σειρά μου έρθουν στο στόμα».

Τότε ο Φαίδρος κι όλοι οι άλλοι ―έλεγε ο Αριστόδημος― τον παρακαλούσαν, όπως νομίζει αυτός ότι πρέπει να μιλήση, έτσι να μιλήση. ― «Να μου επιτρέψης λοιπόν, Φαίδρε, ―είπε― και τούτο ακόμα: Να ρωτήσω τον Αγάθωνα μερικά πράγματα, για να μείνω πρώτα σύμφωνος μαζί του, κι ύστερα πια να εξακολουθήσω να μιλώ». ― «Μα σου το επιτρέπω ― είπ' ο Φαίδρος· μόνο ρώτα τον».