Μτφρ. Β. Μοσκόβης. 1988. Πλάτωνος Νόμοι. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Και λοιπόν το θέμα των Περσών, ότι δηλαδή σήμερα δεν κυβερνούνται σωστά, ένεκα της υπερβολικής δουλείας και της απολυταρχίας, ας θεωρηθεί τελειωμένο.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ: Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Σχετικά τώρα με το αττικό πολίτευμα, είναι ανάγκη να το εξετάσουμε με όμοιο τρόπο, για να δούμε ότι η απόλυτη και χωρίς κανένα περιορισμό ελευθερία είναι πολύ χειρότερη από μια μετριοπαθή εξουσία, που ασκούν αιρετοί άρχοντες. Είναι αλήθεια πως σ' εμάς την εποχή που έγινε η επίθεση των Περσών εναντίον των Ελλήνων, και ίσως εναντίον όλων σχεδόν των κατοίκων της Ευρώπης, υπήρχε ένα παλαιό πολίτευμα και την εξουσία ασκούσαν τέσσερις φορολογούμενες τάξεις. Βασίλευε ακόμη και η αιδώς προς τους τότε νόμους, που για χάρη της ήμασταν πρόθυμοι να ζούμε σαν υπηρέτες των νόμων. Μαζί με τα παραπάνω ο κολοσσιαίος όγκος του στρατεύματος που μας επιτέθηκε και από τη ξηρά και από τη θάλασσα επειδή μας προκάλεσε απέραντο φόβο, μας έκαμε να πειθαρχούμε ακόμη περισσότερο στους άρχοντες και τους νόμους σαν πιστοί υπηρέτες, και να αναπτυχθεί εξ αιτίας όλων αυτών απόλυτη φιλία ανάμεσά μας. Όπως είναι γνωστό, δέκα σχεδόν χρόνια πριν από τη ναυμαχία στη Σαλαμίνα είχε έρθει ο Δάτις επικεφαλής Περσικού στρατού, εναντίον των Αθηναίων και των Ερετριέων με την ρητή εντολή να τους υποδουλώσει και να τους φέρει πίσω σιδεροδέσμιους, με την απειλή θανατώσεως αν δε το κατόρθωνε. Και ο Δάτις μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ενίκησε κατά κράτος τους Ερετριείς με πολλές μυριάδες στρατού και άφησε να διαδοθεί στην πόλη μας η φοβερή φήμη ότι δε μπόρεσε να γλυτώσει κανένας από τους Ερετριείς. Ένωσαν τάχα οι στρατιώτες του Δάτιδος τα χέρια κι έπιασαν σαν μέσα σε δίχτυ όλη τη περιοχή. Η διάδοση, λοιπόν, αυτή είτε αληθινή είτε πλασμένη από κάποιους, και τους άλλους Έλληνες, περισσότερο όμως τους Αθηναίους, ετρομοκράτησε. Όταν όμως αυτοί έστελναν παντού πρεσβευτές για να ζητήσουν βοήθεια κανένας δεν έδειξε προθυμία εκτός από τους Σπαρτιάτες. Αλλά κι αυτοί απασχολημένοι με τον πόλεμο που είχαν τότε εναντίον των Μεσσηνίων ή για κάποιον άλλον λόγο, δεν ξέρουμε ποιον ακριβώς, έφτασαν μια μέρα αργότερα μετά τη μάχη στο Μαραθώνα. Κατόπιν όμως άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για μεγάλες προετοιμασίες κι έφθαναν συχνές απειλές από μέρος του βασιλιά των Περσών. Όταν πέρασαν μερικά χρόνια, έγινε γνωστό πως πέθανε ο Δαρείος και πως ο γυιός του που είχε καταλάβει την εξουσία, νέος και ορμητικός, δεν είχε καθόλου την πρόθεση να παρατήσει τα σχέδια του πατέρα του. Οι Αθηναίοι, φυσικά, καταλάβαιναν ότι όλες αυτές οι προετοιμασίες είχαν για στόχο την πόλη τους γι' αυτό που είχε γίνει στο Μαραθώνα και, επειδή πληροφορήθηκαν ότι ο Άθως διανοίγεται για να σχηματισθεί πέρασμα κι ο Ελλήσποντος ενώθηκε με γέφυρα, καθώς και πόσο μεγάλος ήταν ο στόλος, ενόμισαν πως δεν υπάρχει γι' αυτούς σωτηρία, ούτε από την ξηρά, ούτε από τη θάλασσα. Γιατί δεν επρόκειτο να τους βοηθήσει κανείς ― επειδή δεν είχαν ξεχάσει, ότι, όταν είχαν έρθει οι Πέρσες για πρώτη φορά και κατάστρεψαν την Ερέτρια, αυτούς τουλάχιστον κανένας δεν τους είχε βοηθήσει τότε, ούτε θέλησε να διατρέξει κινδύνους πολεμώντας πλάι τους. Επομένως το ίδιο περίμεναν ότι θα συνέβαινε πάλι από τη ξηρά σίγουρα αλλά κι από τη θάλασσα δεν έβλεπαν ούτε αποκεί καμιά ελπίδα σωτηρίας αφού ερχόνταν εναντίον τους χίλια και περισσότερα πλοία. Σκέφτηκαν, λοιπόν, ότι τους απέμεινε μια ελπίδα σωτηρίας, απίθανη και απελπιστική, αλλά και μοναδική, αφού έλαβαν υπ' όψη τους το προηγούμενο γεγονός, ότι δηλαδή και τότε ενίκησαν, καθώς φαίνεται, πολεμώντας χωρίς καμιά ελπίδα. Στηριζόμενοι σ' αυτή την ελπίδα εύρισκαν ότι καταφύγιο για τον εαυτό τους ήταν οι ίδιοι και οι θεοί. Όλ' αυτά ήταν φυσικό να τους εμπνεύσουν φιλία μεταξύ τους, δηλαδή ο φόβος που προκάλεσε ο Ξέρξης και ο φόβος εκείνος που πολλές φορές στη συζήτησή μας ονομάσαμε αιδώ. Στην αιδώ είπαμε ότι πρέπει να πειθαρχούν τυφλά εκείνοι που επιθυμούν να γίνουν ενάρετοι άνθρωποι και όποιος την φοβάται είναι ελεύθερος και άφοβος. Γιατί εκείνος που δεν ένιωσε τότε αυτόν τον φόβο, δε θα ήταν δυνατό να συνασπισθεί με τους άλλους και να αμυνθεί, ούτε να υπερασπίσει τα ιερά και τους τάφους και την πατρίδα και συγχρόνως όλους τους άλλους δικούς του και φίλους, όπως τους εβοήθησε τότε, αλλά θα χωριζόμασταν τότε όλοι μας σε μικρά τμήματα και θα σκορπιζόμασταν άλλος εδώ κι άλλος εκεί.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ: Πολύ σωστά μίλησες, φίλε μου, και όπως ταιριάζει σε σένα και την πατρίδα σου.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Αυτή είναι η πραγματικότητα, Μέγιλλε. Κι είναι, βέβαια, δίκαιο να πω σε σένα όσα έγιναν εκείνο τον καιρό, γιατί αισθάνεσαι εξ αιτίας φυσικά των προγόνων σου φιλία για την Αθήνα. Πρόσεξε όμως τώρα και συ κι ο Κλεινίας αν λέμε πράγματα που έχουν σχέση με τη νομοθεσία. Γιατί βέβαια δεν μιλώ για να εξιστορώ μύθους αλλά για το ζήτημα που σας είπα. Και προσέξτε για να δείτε. Επειδή το ίδιο πάθημα κατά κάποιον τρόπο συνέβη και σε μας και στους Πέρσες ― σ' εκείνους επειδή επιβάλανε στο λαό τους απόλυτη δουλεία, σ' εμάς πάλι επειδή αφήσαμε απόλυτη ελευθερία στα πλήθη ― αν κατορθώσουμε να πούμε πως έγινε αυτό και αν μπορέσουμε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, τότε η προηγούμενη συζήτησή μας έχει κάποια αξία.

Μτφρ. Κ. Φίλιππας. [1964] 1975. Πλάτωνος Νόμοι (ή περί νομοθεσίας πολιτικός). Αρχαίο κείμενο, μετάφραση, σημειώσεις. Πρόλογος Κ.Δ. Γεωργούλης. Αθήνα: Πάπυρος.

ΑΘ. Όσον αφορά μεν, λοιπόν, τα περί των Περσών, ότι δεν κυβερνώνται σωστά σήμερα, λόγω της υπερβολικής δουλείας και του δεσποτισμού, ας βάλωμε τέλος.

ΜΕ. Ε, βέβαια.

ΑΘ. Όσον αφορά τώρα το αττικό πολίτευμα, είναι ανάγκη επίσης να εξετάσωμε εν συνεχεία πώς η παντελής και απηλλαγμένη από κάθε περιορισμό ελευθερία είναι πολύ χειρότερη από μιαν εξουσία μετριοπαθή, που αποτελείται από αιρετούς άρχοντας. Πράγματι, σε μας την εποχή εκείνη, τότε που εγίνετο η επίθεσις των Περσών εναντίον των Ελλήνων ―θα μπορούσε μάλιστα να πη κανείς και εναντίον όλων αυτών που κατοικούσαν στην Ευρώπη―, υπήρχε ένα παλαιό πολίτευμα, η δε εξουσία απετελείτο από τέσσαρες φορολογικές τάξεις, ενυπήρχε δε και η κυρίαρχος αιδώς προς τους τότε νόμους, που μας υπεχρέωνε να ζούμε υπακούοντάς τους. Επί πλέον, ο τεράστιος όγκος του στρατεύματος που επήλθεν εναντίον μας, και από την ξηρά και από την θάλασσα, με τον ανείπωτο φόβο που γέμισε τις ψυχές μας, μας έκαμε να υπακούωμε ακόμη περισσότερο στους άρχοντας και στους νόμους, και συνεπεία όλων αυτών συνέπεσε να αναπτυχθή μεταξύ μας απόλυτη σύμπνοια. Πράγματι, δέκα σχεδόν έτη προ της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας εξεστράτευσε ο Δάτις επικεφαλής περσικού στρατού, εναντίον των Αθηναίων και των Ερετριέων, σταλμένος απ' τον Δαρείο με τη ρητή εντολή να τους φέρη πίσω αλυσοδεμένους, τον απείλησε δε με θάνατο αν δεν τα έκανε αυτά. Και ο Δάτις, τους μεν Ερετριείς σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατέβαλε τελείως με τις πολλές μυριάδες στρατού, και διέδωσε φοβερό μήνυμα στην πόλη μας, ότι κανείς από τους Ερετριείς δεν μπόρεσε να του ξεφύγη. Διότι, λέει, αφού ένωσαν τα χέρια τους, οι στρατιώται του Δάτιδος έπιασαν σαν μέσα σε δίχτυ όλη τη χώρα. Και η φήμη αυτή, είτε ήταν αληθινή είτε απ' οπουδήποτε κι αν προήρχετο, γέμισε με τρόμο και τους άλλους Έλληνας, κυρίως όμως τους Αθηναίους. Όταν όμως αυτοί έστειλαν παντού πρεσβείες ζητώντας βοήθεια, κανείς δεν προθυμοποιήθηκε, εκτός βέβαια από τους Λακεδαιμονίους. Αλλά κι' αυτοί, εμποδιζόμενοι από τον πόλεμο που έκαναν τότε εναντίον της Μεσσήνης, είτε από κάποιο άλλο ίσως εμπόδιο ―δεν ξέρομε βλέπετε ακριβώς―, έφθασαν πράγματι την επομένη της μάχης που έγινε στο Μαραθώνα. Εν συνεχεία εκυκλοφόρουν φήμες περί μεγάλων προετοιμασιών και απειλών εκ μέρους του βασιλέως (των Περσών). Με την πάροδο δε του χρόνου μαθεύτηκε πως είχε πεθάνει ο Δαρείος, και ότι είχε αναλάβει την εξουσία ο γιος του, νέος την ηλικία και ορμητικός, ο οποίος δεν είχε καθόλου εγκαταλείψει την ιδέα της εισβολής. Φυσικά, οι Αθηναίοι αντελαμβάνοντο ότι όλη αυτή η προετοιμασία εστρέφετο εναντίον τους, γι' αυτό που έγινε στον Μαραθώνα, ακούοντας δε ότι ανοίχθη πέρασμα στον Άθω και ότι εζεύχθη ο Ελλήσποντος και ακούοντας το πόσο πολλά ήσαν τα πλοία, εσκέφθηκαν πως δεν υπήρχε σωτηρία γι' αυτούς, ούτε από την ξηρά ούτε από τη θάλασσα, και ότι δεν επρόκειτο πράγματι να τους βοηθήση κανείς ― διότι ενεθυμούντο ότι, όταν ήλθαν για πρώτη φορά (οι Πέρσαι) και έκαναν τα όσα έκαναν στην Ερέτρια, αυτούς τουλάχιστον ούτε κανείς τους εβοήθησε, ούτε διεκινδύνευσε να πολεμήση μαζί τους, και συνεπώς το ίδιο περίμεναν πως θα συμβή και τότε, κατά ξηράν τουλάχιστον, αλλά και κατά θάλασσαν, πάλιν, ούτε κι' εκεί έβλεπαν καμμιάν ελπίδα σωτηρίας, δεδομένου ότι επήρχοντο εναντίον τους χίλια κι' ακόμη περισσότερα πλοία. Αντελαμβάνοντο, λοιπόν, πως μια ελπίδα σωτηρίας υπήρχε, αμυδρή μεν και απεγνωσμένη, αλλά και μοναδική, και τούτο διότι είχαν υπ' όψιν τους αυτό που έγινε την πρώτη φορά, δεδομένου ότι και τότε εφαίνετο αδύνατον να συμβή να νικήσουν στον πόλεμο. Βασιζόμενοι δε επάνω σ' αυτή την ελπίδα εύρισκαν πως μόνο καταφύγιό τους ήσαν αυτοί οι ίδιοι και οι θεοί. Όλα αυτά, λοιπόν, τους ενέπνεαν φιλία μεταξύ τους, δηλαδή ο φόβος που τους κατείχε τότε και ο φόβος ο προερχόμενος από τους παλαιούς νόμους, που τον είχαν αποκτήσει υπακούοντας τυφλά στους προηγούμενους νόμους, αυτός ο φόβος που πολλές φορές πριν στη συζήτησή μας τον ωνομάσαμε αιδώ, στην οποίαν υποστηρίξαμε ότι πρέπει να υπακούουν τυφλά εκείνοι που θέλουν να γίνουν αγαθοί άνδρες, αυτός δε που την φοβείται είναι ελεύθερος και άφοβος. Και αν δεν τους κατείχε τότε ο φόβος αυτός δεν θα υπερασπίζοντο ποτέ τη χώρα τους ενωμένοι, ούτε θα υπερασπίζοντο τους τάφους και τα ιερά και την πατρίδα, και μαζί και τους άλλους οικείους και φίλους, όπως τους υπερασπίσθηκαν τότε, αλλ' αν καθένας μας ήθελε χωρισθή τότε σε μικρές–μικρές ομάδες, θα είχαμε σκορπισθή ο ένας στο ένα μέρος κι' ο άλλος στ' άλλο.

ΜΕ. Πάρα πολύ σωστά τα είπες, φίλτατε, και αντάξια σου και της πατρίδος σου.

ΑΘ. Έτσι έχουν τα πράγματα, Μέγιλλε· είναι δίκαιο να λέη κανείς τα όσα έγιναν κατά την περίοδο εκείνη σε σένα, που έχεις κληρονομήσει τον χαρακτήρα των προγόνων σου. Προσέξτε τώρα, και συ κι' ο Κλεινίας, αν αυτό που λέμε έχει σχέση με τη νομοθεσία. Διότι αν μιλώ, δεν το κάνω έτσι, κουβέντα να γίνεται, αλλά γι' αυτό που σας είπα. Προσέξτε να δήτε: επειδή κατά κάποιον τρόπο το ίδιο πάθημα είχε συμβή και σε μας, όπως ακριβώς στους Πέρσας ―σ' εκείνους μεν, διότι επέβαλαν στο λαό τους απόλυτη δουλεία, σ' εμάς δε, αντιθέτως, διότι ενεθάρρυναν τα πλήθη σε απόλυτη ελευθερία―, αν μπορέσουμε να πούμε πως συνέβη αυτό και τι συμπέρασμα βγαίνει, τότε η συζήτησις που κάναμε πριν δεν στερείται κάποιας αξίας.