Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Λυσίας. Λόγοι. Μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Ευγνωμονώ σχεδόν, κύριοι βουλευταί, τον μηνυτήν που μου παρεσκεύασεν αυτήν εδώ την δίκην. Διότι, ενώ πρωτύτερα δεν είχον αφορμήν, εκ της οποίας ορμώμενος να λογοδοτήσω διά την ζωήν μου, τώρα εξ αιτίας τούτου έχω λάβει. Και θα προσπαθήσω να αποδείξω διά του λόγου μου ότι ούτος μεν ψεύδεται, εγώ δε έχω ζήσει μέχρι σήμερον άξιος επαίνου μάλλον ή φθόνου. Διότι φρονώ ότι από φθόνον και μόνον μου παρεσκεύασε την σημερινήν δίκην. Και όμως, εκείνος ο οποίος φθονεί, όσους οι άλλοι λυπούνται, από ποίαν πονηρίαν νομίζετε ότι ο τοιούτος άνθρωπος δύναται να απέχη; Διότι αν μεν με κατήγγειλε διά να μου πάρη χρήματα, είναι συκοφάντης, εάν δε ως εχθρόν του με εκδικείται, ψεύδεται, διότι ένεκα της πονηρίας του ούτε φίλον ούτε εχθρόν τον είχα ποτέ. Φανερόν λοιπόν είναι, κύριοι βουλευταί, ότι με φθονεί, διότι, αν και έχω τοιούτον σωματικόν ελάττωμα είμαι καλύτερος πολίτης από αυτόν. Διότι έχω την γνώμην, κύριοι βουλευταί, ότι τα σωματικά ελαττώματα θεραπεύονται μέχρις ενός βαθμού με τα ψυχικά προτερήματα. Διότι εάν είχον ψυχικά ελαττώματα, όπως έχω σωματικά, και εάν έζων βίον άτακτον, κατά τι θα διέφερον από αυτόν;

Περί τούτων λοιπόν αρκούν τα λεχθέντα· δι' όσα δε πρέπει εγώ να ομιλώ (αναιρών τα επιχειρήματα του κατηγόρου μου) θα τα είπω όσον δύναμαι δι' ολίγων. Ισχυρίζεται δηλαδή ο κατήγορος ότι αδίκως λαμβάνω κρατικόν επίδομα διότι και κατά το σώμα είμαι τόσον δυνατός, ώστε δεν πρέπει να κατατάσσωμαι εις τους αδυνάτους, και ότι γνωρίζω τοιαύτην τέχνην, ώστε να δύναμαι να συντηρούμαι από τα εκ ταύτης κερδιζόμενα και άνευ του κρατικού επιδόματος. Και φέρει ως απόδειξιν μεν της σωματικής δυνάμεώς μου το ότι αναβαίνω εις τους ίππους, της δε ευπορίας μου της προερχομένης από την τέχνην μου, το ότι δύναμαι να συναναστρέφωμαι ανθρώπους δυναμένους να εξοδεύουν. Την ευπορίαν μεν την προερχομένην από την τέχνην μου, και από τας άλλας προσόδους μου, καθώς και ποια είναι η ζωή μου, πιστεύω πως όλοι τα γνωρίζετε, αλλ' όμως και εγώ δι' ολίγων θα σας τα είπω. Ο πατήρ μου δηλαδή δεν μου αφήκε τίποτα, την μητέρα μου δε αποθανούσαν προ δύο ετών έπαυσα να γηροτροφώ, τέκνα δε δεν έχω ακόμη διά να με περιποιηθούν. Γνωρίζω δε τέχνην, η οποία ολίγην ωφέλειαν δύναται να μου παράσχη, την οποίαν τώρα μεν εγώ με δυσκολίαν εξασκώ, δεν δύναμαι δε ακόμη να αποκτήσω εκείνον που θα με διαδεχθή εξακολουθών να ασκή την τέχνην μου. Ουδέν άλλο έχω εισόδημα εκτός του κρατικού επιδόματος, το οποίον αν μου αφαιρέσετε θα κινδυνεύσω να περιέλθω εις την εσχάτην δυστυχίαν. Μη λοιπόν, κύριοι βουλευταί, με καταστρέψετε αδίκως, ενώ δύνασθε να με σώσετε δικαίως· μη μου αφαιρέσετε τώρα που έγινα γεροντότερος και ασθενέστερος, όσα μου εδώσατε όταν ήμην νεώτερος και είχον ακμαιοτέρας τας δυνάμεις μου· μη αποκρούσετε αγρίως τώρα εξ αιτίας τούτου εκείνους οι οποίοι και εις τους εχθρούς των φαίνονται άξιοι ευσπλαγχνίας, ενώ πρωτύτερα εφαίνεσθε ότι ευσπλαγχνίζεσθε και όσους ουδεμίαν είχον δυστυχίαν· μη κάμετε να απελπισθούν οι ευρισκόμενοι εις την ιδίαν δυστυχίαν με εμέ από σκληράν και άδικον δι' εμέ απόφασίν σας. Διότι και άτοπον θα ήτο, κύριοι βουλευταί, εάν, όταν μεν η σωματική μου αδυναμία ήτο μικρά, ελάμβανον το επίδομα τούτο, τώρα δε που προσετέθησαν και γήρας και ασθένειαι και τα επακόλουθα τούτων, τότε να το στερηθώ. Νομίζω δε ότι ο κατήγορος υπέρ πάντα άλλον δύναται να σας φανερώση το μέγεθος της πενίας μου. Εάν δηλαδή εγώ υποχρεωθείς να δαπανήσω διά την παράστασιν τραγωδίας τον προεκάλουν να ανταλλάξωμεν τας περιουσίας μας, θα προετίμα να εξοδεύση δέκα φοράς διά παράστασιν τραγωδίας παρά να ανταλλάξη άπαξ την περιουσίαν του με την ιδικήν μου. Και όμως πώς δεν είναι φοβερόν τώρα μεν να με κατηγορή λέγων ότι διά την μεγάλην μου ευπορίαν δύναμαι να συναναστρέφωμαι ως ίσος προς ίσους τους πλουσιωτάτους, εάν δε συμβή να γίνη εκείνο που λέγω εγώ, να γίνεται όλως το εναντίον και ακόμη χειρότερον;

Διά το ότι δε ιππεύω, το οποίον ούτος ετόλμησε να αναφέρη ενώπιόν σας χωρίς ούτε την τύχην να φοβηθή, ούτε σας να εντραπή, θα είπω ολίγα. Εγώ δηλαδή, κύριοι βουλευταί, γνωρίζω ότι όλοι οι έχοντες κάποιο δυστύχημα ζητούν και ερευνούν πώς θα υποφέρουν το δυστύχημά τους με όσον το δυνατόν ολιγωτέραν λύπην. Επειδή και εγώ είμαι είς από τους έχοντας σωματικήν βλάβην, και έχω περιπέσει εις αυτήν την συμφοράν, το να ιππεύω εύρον ως ανακούφισην διά τας μακροτέρας των αναγκαίων οδούς. Εκείνο δε το οποίον είναι, κύριοι βουλευταί, μεγίστη απόδειξις ότι εξ αιτίας της σωματικής μου βλάβης ανέρχομαι εις τους ίππους, και όχι από αλαζονείαν, καθώς αυτός ισχυρίζεται, είναι εύκολον και σεις να το εννοήσετε. Διότι, εάν είχον περιουσίαν, θα εταξίδευον καθήμενος επί ημιόνου έχοντος ωραίον και αναπαυτικόν σάγμα, και δεν θα ανέβαινον εις τους ξένους ίππους, τώρα δε, επειδή ημίονον δεν δύναμαι να αποκτήσω, αναγκάζομαι να μεταχειρίζωμαι πολλάκις τους ξένους ίππους. Και όμως πώς δεν είναι παράλογον, κύριοι βουλευταί, ο ίδιος αυτός, αν μεν έβλεπε να ταξιδεύω καθήμενος αναπαυτικά επί ημιόνου, να σιωπά (διότι τι ηδύνατο να είπη;), διότι δε αναβαίνω εις ίππους ξένους, που παρακαλώ να μου τους δώσουν προσωρινώς, να προσπαθή να σας πείση ότι έχω ακμαίας τας σωματικάς μου δυνάμεις; Και το ότι μεν μεταχειρίζομαι δύο βακτηρίας, ενώ οι άλλοι δεν μεταχειρίζονται ούτε μίαν, να μη μου κατηγορή ισχυριζόμενος ότι και τούτο είναι απόδειξις της δυνάμεώς μου, το ότι δε αναβαίνω εις τους ξένους ίππους να μεταχειρίζεται ενώπιόν σας ως απόδειξιν του ότι έχω ακμαίας τας σωματικάς μου δυνάμεις; Εγώ και τα δύο αυτά τα μεταχειρίζομαι διά την ιδίαν αιτίαν.

Τόσον πολύ δε υπερέχει όλους τους ανθρώπους κατά την αναισχυντίαν, ώστε προσπαθεί να σας πείση, ενώ είσθε τόσον πολλοί και αυτός είναι ένας, ότι εγώ δεν είμαι από τους αδυνάτους. Και όμως αν μερικούς από σας πείση και πιστεύσητε τούτο, κύριοι βουλευταί, τι με εμποδίζει να εκλέγωμαι διά κλήρου είς εκ των εννέα αρχόντων, και σεις μεν να μου αφαιρέσητε τον διδόμενον εις εμέ οβολόν, επειδή είμαι υγιής, εις τούτον δε να ψηφίσητε να δίδωνται πέντε οβολοί, διότι δήθεν είναι ανάπηρος; Διότι βέβαια σεις μεν θα αφαιρέσητε το διδόμενον εις εμέ διότι δεν είμαι αδύνατος, οι δε θεσμοθέται δεν θα με εμποδίσουνε εμέ τον ίδιον να εκλεγώ διά κλήρου, διότι δήθεν είμαι αδύνατος. Αλλά βέβαια ούτε σεις συμφωνείτε με τούτον, ούτε ούτος κακώς σκεπτόμενος συμφωνεί με σας. Διότι ούτος μεν έχει έλθει διά να μου αμφισβητήση την συμφοράν μου ωσάν να ήτο κόρη κληρονόμος περιουσίας, και προσπαθεί να σας πείση ότι δεν είμαι τοιούτος, οίον σεις πάντες με βλέπετε. Σεις δε (όπως κάνουν όλοι οι φρόνιμοι) πιστεύετε περισσότερον εις τους οφθαλμούς σας παρά εις τους λόγους τούτου.

Λέγει δε ότι είμαι θρασύς και βίαιος και λίαν αυθάδης, ωσάν να έμελλε να λέγη την αλήθειαν, εάν μου αποδώση αυτούς τους φοβερούς χαρακτηρισμούς, αλλά δεν έμελλε να λέγη αλήθειαν, εάν δεν εψεύδετο και μετεχειρίζετο ευπρεπείς εκφράσεις. Εγώ όμως φρονώ, κύριοι βουλευταί, ότι πρέπει σαφώς σεις να διακρίνητε ποίοι άνθρωποι δύνανται να είναι αλαζόνες και ποίοι δεν δύνανται να είναι τοιούτοι.

Δεν είναι φυσικόν να φέρωνται αυθαδώς οι πτωχοί και οι των πάντων στερούμενοι, αλλά εκείνοι που έχουν πολύ περισσότερα από όσα τους χρειάζονται· ούτε οι αδύνατοι σωματικώς, αλλά εκείνοι που έχουν πεποίθησιν εις τας σωματικάς των δυνάμεις, ούτε εκείνοι οι οποίοι έχουν πλέον γηράσει, αλλ' εκείνοι οι οποίοι είναι ακόμη νέοι και σκέπτονται νεανικά. Διότι οι μεν πλούσιοι διά των χρημάτων των εξαγοράζουν τους κινδύνους, οι δε πτωχοί αναγκάζονται να φέρωνται φρονίμως ένεκα της πτωχείας των· και οι μεν νέοι θεωρούνται άξιοι συγχωρήσεως υπό των πρεσβυτέρων, τους δε γέροντας περιπίπτοντας εις τα ίδια με τους νέους σφάλματα κατηγορούν και οι γέροντες και οι νέοι· και οι μεν ρωμαλέοι δύνανται να φέρωνται αυθαδώς εις όσους θέλουν χωρίς να φοβώνται ότι θα πάθουν κακόν τι, οι δε ασθενείς κατά το σώμα δεν δύνανται να αποκρούσουν τους αδικούντας αυτούς, ούτε όταν υβρίζωνται, ούτε δύνανται να υπερισχύσουν των αδικουμένων, όταν θελήσουν να φέρωνται αυθαδώς. Ώστε μου φαίνεται ότι ο κατήγορος ωμίλησε διά την αυθάδειάν μου όχι σπουδαιολογών, αλλά αστεϊζόμενος, όχι διότι είχε την πρόθεσιν να σας πείση ότι εγώ είμαι τοιούτος, αλλά διότι ήθελε να με διακωμωδήση, φανταζόμενος ότι κάνει κάτι σπουδαίον.

Προσέτι δε λέγει ότι συχνάζουν εις το εργαστήριόν μου πολλοί πονηροί άνθρωποι οι οποίοι έχουν σπαταλήσει την περιουσίαν των, και συνωμοτούν εναντίον εκείνων οι οποίοι επιθυμούν να σώζουν την ιδικήν των. Σεις δε όλοι έχετε υπ' όψιν σας ότι διά των ισχυρισμών του τούτων ουδόλως περισσότερον κατηγορεί εμέ από τους άλλους που έχουν εργαστήρια, ουδέ κατηγορεί περισσότερον τους συχνάζοντας εις το εργαστήριόν μου, από τους συχνάζοντας εις τα εργαστήρια άλλων τεχνιτών. Διότι έκαστος από σας έχει συνηθίσει να συχνάζη, άλλος μεν εις μυροπωλείον, άλλος εις κουρείον, άλλος εις υποδηματοποιείον, άλλοι δε όπου τύχη· και πλείστοι μεν συχνάζουν εις τα πλησίον της αγοράς υπάρχοντα εργαστήρια, ελάχιστοι δε εις τα μακράν αυτής ευρισκόμενα· ώστε αν κανείς από σας θεωρήση πονηρούς τους συχνάζοντας εις το εργαστήριόν μου, φανερόν είναι ότι θα θεωρήση τοιούτους και τους συχνάζοντας εις τα εργαστήρια των άλλων· εάν δε και εκείνους θεωρήση πονηρούς, τότε θα θεωρήση τοιούτους όλους τους Αθηναίους διότι όλοι έχετε συνηθίσει να συχνάζετε και να διατρίβετε σε κάποιο εργαστήριον.

Αλλά βέβαια δεν ηξεύρω διά ποίον λόγον χρειάζεται να σας ενοχλώ περισσότερον χρόνον απολογούμενος προς έν έκαστον από όσα είπεν ο κατήγορος εναντίον μου. Διότι, εάν έχω ομιλήσει διά τας μεγίστας εναντίον μου κατηγορίας, διατί πρέπει να δίδω προσοχήν εις τας πολύ μικράς; Εγώ δε σας παρακαλώ όλους, κύριοι βουλευταί, να έχετε περί εμού την αυτήν γνώμην, την οποίαν είχετε και πρωτύτερα (ότε εψηφίσατε ότι είμαι αδύνατος). Μη λοιπόν μου στερήσετε εξ αιτίας τούτου εδώ το μόνον εκ των αγαθών της πατρίδος μου, το οποίον μου έδωσε η τύχη να λαμβάνω. Ας μη σας πείση ούτος, αν και είναι είς, να μου αφαιρέσετε τώρα, εκείνο το οποίον όλοι μαζί μού εδώσατε· επειδή δηλαδή, κύριοι βουλευταί, ο θεός μας εστέρησε των μεγίστων αγαθών, η πόλις έδωσεν εις ημάς αυτό το επίδομα, διότι εφρόνει ότι η τύχη είναι κοινή εις όλους τους ανθρώπους. Πώς λοιπόν δεν θα ήμουν δυστυχέστατος εάν εξ αιτίας της συμφοράς μου μεν στερούμαι των καλλίστων και μεγίστων αγαθών, στερηθώ δε εξ αιτίας του κατηγόρου, όσα η πόλις μού έδωσε λαβούσα πρόνοιαν δι' όλους τους ευρισκομένους εις την κατάστασίν μου; Θα μου αφαιρέσετε το επίδομα, διότι κάποιος εξ αιτίας μου περιπλακείς ποτέ εις δικαστικόν αγώνα έχασε την περιουσίαν του; Αλλ' ουδείς δύναται να αποδείξη ότι έπραξα τοιούτον τι. Αλλά διότι αναμιγνύομαι εις πολλά, και είμαι θρασύς και φίλερις; Αλλά δεν συμβαίνει να έχω τα μέσα διά να φέρωμαι κατ' αυτόν τον τρόπον. Αλλά διότι είμαι αυθάδης και βίαιος; Αλλ' ουδέ ούτος δύναται να ισχυρισθή ότι είμαι τοιούτος, εκτός αν θέλη να ψεύδεται όπως ψεύδεται και δι' όλα τα άλλα. Αλλά διότι λαβών δύναμιν επί της εποχής των Τριάκοντα εκακοποίησα πολλούς πολίτας; Αλλά έφυγον εις την παρά τον Εύριπον Χαλκίδα με τους δημοκρατικούς, και ενώ ήτο δυνατόν εις εμέ να ζω αφόβως μαζί με εκείνους, προετίμησα να κινδυνεύω μαζί σας αγωνιζόμενος κατ' αυτών. Είθε λοιπόν, κύριοι βουλευταί, να μη διάκεισθε προς εμέ, ο οποίος εις ουδέν ημάρτησα, ομοίως δυσμενώς, όπως δυσμενώς διάκεισθε εναντίον των πολλάς αδικίας διαπραξάντων. Αλλά ψηφίσατε δι' εμέ όπως εψήφιζον και αι άλλαι βουλαί έχοντες υπ' όψιν σας ότι ούτε χρήματα της πόλεως διαχειρισθείς λογοδοτώ δι' αυτό, ούτε άρχων γενόμενος δίδω λόγον των πράξεων μου, αλλά περί ενός οβολού μόνον ομιλώ. Και τοιουτοτρόπως ψηφίζοντες σεις μεν όλοι θα εκδώσετε δικαίαν απόφασιν, εγώ δε θα σας ευγνωμονώ δι' αυτό, και ούτος θα μάθη να μη επιβουλεύεται εις το εξής τους ασθενεστέρους από αυτόν, αλλά θα φροντίση να υπερτερή τους ομοίους του.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2002. Λυσίας. Ι, Υπερασπιστικοί Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Πρόλογος Χ. Τσολάκης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Κύριοι βουλευτές, δεν απέχω πολύ από το να χρωστώ ευγνωμοσύνη στον κατήγορο, επειδή μου ετοίμασε αυτή εδώ τη δίκη. Γιατί, ενώ πρωτύτερα δεν είχα αφορμή, με βάση την οποία να λογοδοτήσω για τη ζωή μου, τώρα δα εξαιτίας του έχω πάρει (αφορμή). Και θα προσπαθήσω να σας αποδείξω με το λόγο μου ότι απ' τη μια αυτός λέει ψέματα και απ' την άλλη ότι έχω ζήσει μέχρι σήμερα άξιος πιο πολύ για έπαινο παρά για φθόνο· γιατί, νομίζω πως ετούτος δε μου ετοίμασε για κανένα άλλο λόγο αυτήν εδώ τη δίκη παρά μόνο από φθόνο.

Και όμως, όποιος φθονεί αυτούς που οι άλλοι τους λυπούνται, από ποια κακή πράξη σάς φαίνεται ότι ένας τέτοιος θα μπορούσε να απέχει; Γιατί, αν με συκοφαντεί για χρήματα· αν θέλει να με εκδικηθεί ως προσωπικό του εχθρό, λέει ψέματα· γιατί, εξαιτίας της κακίας του, ποτέ μέχρι σήμερα δεν τον είχα ούτε φίλο ούτε εχθρό. Τώρα πια λοιπόν, κύριοι βουλευτές, είναι φανερό ότι με φθονεί γιατί, παρόλο που έχω πέσει σε τέτοια συμφορά, είμαι καλύτερος πολίτης απ' αυτόν. Κι εγώ βέβαια νομίζω, κύριοι βουλευτές, ότι τα σωματικά ελαττώματα πρέπει να τα γιατρεύει κανείς με τα προτερήματα της ψυχής, εύλογα. Γιατί, αν θα έχω και το μυαλό μου όμοιο με τη (σωματική) συμφορά μου και περάσω (έτσι) την υπόλοιπη ζωή μου, σε τι θα διαφέρω απ' αυτόν;

Γι αυτά, λοιπόν, τόσα μόνο ας έχουν ειπωθεί από μένα. Για όσα όμως πρέπει να μιλήσω, θα τα πω όσο γίνεται πιο σύντομα. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ο κατήγορος ότι άδικα παίρνω το χρηματικό βοήθημα από την πόλη· γιατί τάχα, και στο σώμα είμαι δυνατός και δεν είμαι απ' τους αδυνάτους και ξέρω τέχνη τέτοια, ώστε (θα μπορούσα) να ζω και χωρίς αυτό (το επίδομα) που μου δίνεται. Και χρησιμοποιεί ως αποδείξεις για τη σωματική μου δύναμη ότι ανεβαίνω στα άλογα και για την ευπορία μου από την τέχνη ότι μπορώ να συναναστρέφομαι ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να ξοδεύουν.

Την ευπορία μου, λοιπόν, από την τέχνη και το υπόλοιπο βιός μου, όποιο τυχαίνει να είναι, νομίζω ότι όλοι εσείς τα ξέρετε· παρόλ' αυτά, θα τα πω και εγώ με συντομία. Ο πατέρας μου, λοιπόν, δε μου άφησε τίποτα ενώ τη μητέρα μου, η οποία πέθανε, έχω σταματήσει να τη συντηρώ εδώ και τρία χρόνια και παιδιά ακόμα δεν απόκτησα για να με γηροκομήσουν. Και έχω μάθει τέχνη, που λίγο μπορεί να με ωφελήσει (οικονομικά) και την οποία τώρα πια δύσκολα εξασκώ εγώ ο ίδιος, κι ούτε μπορώ ακόμα να αποχτήσω αυτόν που θα τη συνεχίσει. Δεν έχω, λοιπόν, άλλο εισόδημα εκτός απ' αυτό που, αν μου το αφαιρέσετε, θα κινδυνέψω να πέσω στην πιο δυσβάσταχτη συμφορά.

Μη με καταστρέψετε λοιπόν άδικα, κύριοι βουλευτές, ενώ μπορείτε να με σώσετε δίκαια· κι ούτε να μου αφαιρέσετε τώρα, που γίνομαι γεροντότερος και ασθενέστερος, αυτά που μου δώσατε όταν ήμουν νεώτερος και πιο δυνατός· και μη φανείτε τώρα δα εξαιτίας του σκληροί σ' αυτούς που είναι αξιολύπητοι και στους εχθρούς ακόμα, εσείς που πρωτύτερα φαινόσασταν πολύ ευσπλαχνικοί ακόμα και σ' αυτούς που δεν έχουν κανένα κακό· και μην κάνετε να λυπηθούν και οι άλλοι που είναι στην ίδια κατάσταση με μένα, με το να τολμήσετε να με αδικήσετε. Γιατί βέβαια θα ήταν παράδοξο, κύριοι βουλευτές, αν έπαιρνα φανερά το χρηματικό αυτό βοήθημα τότε που είχα μόνο την αναπηρία ενώ τώρα, που με βρίσκουν και τα γηρατειά και οι αρρώστιες και όλα τα κακά που τα ακολουθούν, (αν) το έχανα.

Μου φαίνεται, όμως, ότι ο κατήγορος θα μπορούσε καλύτερα απ' όλους τους ανθρώπους να αποδείξει το μέγεθος της φτώχειας μου. Γιατί, αν εγώ, στην περίπτωση που θα οριζόμουν χορηγός σε αγώνα τραγωδίας, τον προκαλούσα σε ανταλλαγή περιουσίας, θα προτιμούσε δέκα φορές περισσότερο να γίνει χορηγός, παρά μια φορά να ανταλλάξει (την περιουσία του). Και πώς δεν είναι παράλογο, απ' τη μια να με κατηγορεί τώρα ότι εξαιτίας της μεγάλης ευπορίας μου μπορώ να συναναστρέφομαι ως ίσος με τους πολύ πλούσιους, κι απ' την άλλη, αν συνέβαινε τυχαία κάτι απ' αυτά που λέω, να ομολογεί ότι είμαι τέτοιος κι ακόμα αθλιότερος οικονομικά;

Όσο για την ιππευτική μου ικανότητα, που τόλμησε αυτός να σας αναφέρει χωρίς ούτε την τύχη να φοβηθεί ούτε κι εσάς να ντραπεί, δε θα γίνει μεγάλη συζήτηση. Εγώ λοιπόν, κύριοι βουλευτές, νομίζω ότι όλοι που έχουν κάποια βλάβη (σωματική), αυτό ζητούν και αυτό σκέπτονται, πώς δηλαδή θα αντιμετωπίσουν το κακό που τους έχει βρει με όσο το δυνατό λιγότερους πόνους. Ένας απ' αυτούς είμαι κι εγώ και, επειδή έχω πέσει σε τέτοια συμφορά, βρήκα αυτήν ως ανακούφιση για τον εαυτό μου, για τους πιο μακρινούς δρόμους από τους απαραίτητους.

Και αυτό που είναι η μεγαλύτερη απόδειξη, κύριοι βουλευτές, (για το) ότι δηλαδή ιππεύω εξαιτίας της συμφοράς μου κι όχι από αλαζονεία, όπως ισχυρίζεται αυτός, είναι εύκολο να το διαπιστώσετε· γιατί, αν είχα περιουσία, θα ίππευα σε άλογο με αναπαυτικό σαμάρι και δε θα ανέβαινα σε ξένα άλογα· τώρα δα όμως, επειδή δε μπορώ να αγοράσω τέτοιο, αναγκάζομαι πολλές φορές να χρησιμοποιώ τα ξένα άλογα. Πώς λοιπόν δεν είναι παράλογο, κύριοι βουλευτές, αν αυτός ο ίδιος μ' έβλεπε να ιππεύω σαμαρωμένο άλογο να σωπαίνει (τι θα μπορούσε άλλωστε να πει) ενώ, επειδή ανεβαίνω σε δανεικά άλογα, να προσπαθεί να σας πείσει ότι είμαι δυνατός; Και για το ότι χρησιμοποιώ δυο δεκανίκια ενώ οι άλλοι ένα, να μη με κατηγορεί ότι κι αυτό είναι χαρακτηριστικό των δυνατών ενώ το ότι ανεβαίνω σε άλογα να το χρησιμοποιεί σε σας ως απόδειξη ότι τάχα είμαι από τους δυνατούς; Αυτά και τα δυο τα χρησιμοποιώ εγώ για την ίδια αιτία.

Και τόσο πολύ έχει ξεπεράσει στην ξεδιαντροπιά όλους τους ανθρώπους, ώστε προσπαθεί, παρόλο που είναι ένας, να πείσει εσάς που είστε τόσοι πολλοί, ότι εγώ δεν είμαι τάχα (ένας) από τους αδυνάτους. Επομένως, αν πείσει σ' αυτό μερικούς από σας, κύριοι βουλευτές, τι με εμποδίζει να κληρωθώ ένας από τους εννέα άρχοντες κι εσείς να μου αφαιρέσετε το χρηματικό βοήθημα, γιατί τάχα είμαι υγιής, και όλοι σας να το δώσετε με την ψήφο σας σ' αυτόν ως ανάπηρο. Δεν είναι δυνατόν να αφαιρέσετε το βοήθημα από το ίδιο πρόσωπο, επειδή τάχα είναι ικανός, κι απ' την άλλη οι θεσμοθέτες να τον εμποδίσουν να κληρωθεί, επειδή είναι αδύνατος. Αλλά, βέβαια, (δε θα γίνει αυτό γιατί) ούτε εσείς έχετε την ίδια γνώμη μ' αυτόν ούτε κι αυτός με σας, και καλά κάνει. Γιατί αυτός, σα να ήταν η συμφορά (μου) επίκληρη κόρη, έχει έρθει για να τη διεκδικήσει και προσπαθεί να πείσει εσάς ότι τάχα δεν είμαι τέτοιος, που όλοι εσείς βλέπετε· εσείς, όμως, (πράγμα που είναι έργο συνετών ανθρώπων) πιστεύετε στα δικά σας μάτια περισσότερο παρά στα λόγια αυτού.

Ισχυρίζεται ακόμα ότι είμαι τάχα αλαζόνας και βίαιος και πολύ αυθάδης, σα να πρόκειται να πει την αλήθεια, αν χρησιμοποιήσει φοβερές λέξεις, και σα να μη μπορέσει να τα καταφέρει αυτά, αν χρησιμοποιήσει πιο ήπιες λέξεις. Εγώ, κύριοι βουλευτές, νομίζω ότι εσείς πρέπει να διακρίνετε καθαρά σε ποιους από τους ανθρώπους είναι δυνατό να είναι αλαζόνες και σε ποιους δεν ταιριάζει. Γιατί, δεν είναι φυσικό να φέρνονται αλαζονικά οι φτωχοί και οι άποροι αλλά αυτοί που έχουν αποκτήσει πολύ περισσότερα από τα απαραίτητα· κι ούτε αυτοί που είναι αδύνατοι στο σώμα αλλά αυτοί που έχουν πολλή εμπιστοσύνη στη σωματική τους δύναμη· ούτε πάλι αυτοί που είναι προχωρημένης ηλικίας αλλά αυτοί που είναι ακόμα νέοι και έχουν νεανικά μυαλά.

Γιατί, οι πλούσιοι βέβαια εξαγοράζουν με τα χρήματα τους δικαστικούς αγώνες ενώ οι φτωχοί αναγκάζονται, εξαιτίας της φτώχειας που έχουν, να είναι φρόνιμοι· και οι νέοι, πάλι, θεωρούνται άξιοι να συγχωρούνται από τους μεγαλυτέρους, τους μεγαλύτερους όμως, όποτε πέφτουν σε παρόμοια λάθη, τους κατακρίνουν και οι δυο (γέροι και νέοι) το ίδιο· και στους ισχυρούς βέβαια είναι δυνατό, χωρίς αυτοί να παθαίνουν τίποτα, να αδικούν όποιους θέλουν, στους αδυνάτους όμως δεν είναι δυνατόν ούτε, όταν αδικούνται, να αποκρούουν αυτούς που έκαναν την αρχή (της αδικίας) ούτε όταν θέλουν να αδικούν, (είναι δυνατόν) να επικρατήσουν στους αδικουμένους. Επομένως, μου φαίνεται ότι ο κατήγορος μίλησε για τη δικιά μου αλαζονεία όχι σοβαρολογώντας αλλά αστειευόμενος, κι ούτε γιατί θέλει να πείσει εσάς ότι είμαι τέτοιος αλλά γιατί θέλει να με κοροϊδέψει, σα να έκανε κάποιο σπουδαίο ανδραγάθημα.

Ισχυρίζεται ακόμα ότι συγκεντρώνονται στο εργαστήριό μου πολλοί κακοί άνθρωποι, που απ' τη μια έχουν ξοδέψει τη δική τους περιουσία κι απ' την άλλη σκέφτονται άσχημα γι αυτούς που θέλουν να σώσουν τη δική τους. Σκεφτείτε, όμως, όλοι εσείς ότι λέγοντας αυτά δεν κατηγορεί εμένα περισσότερο από τους άλλους, που ασκούν κάποια τέχνη, κι ούτε αυτούς που μπαίνουν στο δικό μου εργαστήριο περισσότερο από κείνους που μαζεύονται στα εργαστήρια των άλλων τεχνιτών. Γιατί, καθένας από σας έχει συνηθίσει να συχνάζει άλλος σε μυροπωλείο, άλλος σε κουρείο, άλλος σε τσαγκάρικο κι άλλος όπου τύχει, και οι περισσότεροι βέβαια σ' αυτούς που έχουν τα μαγαζιά τους πολύ κοντά στην αγορά και ελάχιστοι σ' αυτούς που απέχουν πολύ απ' αυτήν ώστε, αν κάποιος από σας καταλογίσει κακία σ' αυτούς που έρχονται σε μένα, είναι ολοφάνερο ότι (θα καταλογίσει κακία) και σ' αυτούς που συχνάζουν και στους άλλους (καταστηματάρχες)· αν πάλι και σ' αυτούς (καταλογίσει κακία), τότε και σ' όλους τους Αθηναίους· γιατί όλοι έχετε συνηθίσει να συχνάζετε και να περνάτε τον καιρό σας κάπου.

Αλλά δεν ξέρω, γιατί πρέπει, με το να απολογούμαι με πολλές λεπτομέρειες για καθετί χωριστά απ' όσα έχουν ειπωθεί, να σας ενοχλώ για περισσότερο χρόνο. Γιατί, αν έχω μιλήσει για τα πιο σπουδαία, γιατί πρέπει να δείξω προθυμία για τα ασήμαντα, όμοια μ' αυτόν; Εγώ λοιπόν, κύριοι βουλευτές, σας παρακαλώ να έχετε όλοι για μένα την ίδια γνώμη, που είχατε και πρωτύτερα. Μη μου στερήσετε, λοιπόν, εξαιτίας αυτού εδώ αυτό, που μοναδικό μου έδωσε η τύχη να απολαύσω από τα αγαθά της πατρίδας· κι ούτε τώρα αυτός, αν και είναι ένας, να σας πείσει να μου αφαιρέσετε πάλι αυτά που από παλιά μου δώσατε όλοι με κοινή σας απόφαση. Γιατί, κύριοι βουλευτές, επειδή η τύχη από μας στέρησε τα μέγιστα αξιώματα, η πολιτεία μάς έδωσε με την ψήφο της το χρηματικό αυτό βοήθημα, πιστεύοντας πως οι τύχες είναι κοινές για όλους και στις συμφορές και στα αγαθά. Πώς, λοιπόν, δε θα ήμουν ο πιο δυστυχισμένος, αν απ' τη μία είχα στερηθεί εξαιτίας της συμφοράς μου τα ωραιότερα και πιο μεγάλα (αξιώματα) κι απ' την άλλη αυτά που η πολιτεία μού έδωσε, επειδή φροντίζει γι αυτούς που βρίσκονται σε τέτοια θέση, (αν) μου αφαιρεθούν εξαιτίας του κατηγόρου; Με κανέναν τρόπο, κύριοι βουλευτές, μην αποφασίσετε έτσι.

Γιατί άλλωστε θα σας έβρισκα τέτοιους (εχθρικούς απέναντι μου); Μήπως γιατί έχασε κανείς ποτέ ως τώρα την περιουσία (του), επειδή μπλέχτηκε σε δικαστικό αγώνα εξαιτίας μου; Αλλά ούτε ένας δε θα μπορούσε να το αποδείξει. Αλλά (μήπως) γιατί είμαι πανούργος και θρασύς και φιλόνικος; Μα ούτε κι ο ίδιος θα μπορούσε να το πει, αν δεν έλεγε ψέματα και σ' αυτό όμοια με τα άλλα. Αλλά (μήπως) γιατί (είμαι) αλαζόνας και βίαιος; Μα δεν τυχαίνει να έχω τέτοια μέσα για βιοπορισμό, ώστε να κάνω τέτοια. Αλλά (μήπως) γιατί στην εποχή των τριάντα τυράννων, αφού απόχτησα δύναμη, κακοποίησα πολλούς από τους πολίτες; Αλλά με σας τους δημοκρατικούς αυτοεξορίστηκα στη Χαλκίδα και, παρόλο που μου ήταν δυνατό να ζω ως πολίτης μαζί τους χωρίς φόβο, προτίμησα φεύγοντας να διακινδυνέψω μαζί σας.

Μακάρι λοιπόν, κύριοι βουλευτές, αφού δεν έχω κάνει κανένα κακό, να μη σας βρω όμοια εχθρικούς μ' αυτούς που έχουν κάνει πολλά κακά αλλά να πάρετε για μένα την ίδια απόφαση με τις άλλες βουλές, αφού αναλογιστείτε ότι, ούτε επειδή διαχειρίστηκα χρήματα της πολιτείας λογοδοτώ τώρα γι αυτά, ούτε επειδή ανέλαβα κάποιο αξίωμα δίνω τώρα λόγο γι αυτό, αλλά απολογούμαι μόνο για ένα οβολό. Έτσι, λοιπόν, εσείς όλοι θα εκδώσετε δίκαια απόφαση και εγώ, αν πετύχω αυτά, θα σας χρωστώ την οφειλόμενη ευγνωμοσύνη ενώ αυτός θα μάθει στο μέλλον να μη σκέφτεται κακό για τους ασθενέστερους αλλά να προσπαθεί να νικά (στα δικαστήρια) τους όμοιους μ' αυτόν.