Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Λυσίας. Λόγοι. Μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Οι σήμερον δε θαπτόμενοι βοηθήσαντες τους Κορινθίους αδικουμένους υπό των παλαιών των φίλων γενόμενοι προ ολίγου σύμμαχοι αυτών, διότι δεν είχαν την ιδίαν γνώμην με τους Λακεδαιμονίους (διότι οι μεν Λακεδαιμόνιοι τους εφθόνουν διά τον πλούτον των, οι δε Αθηναίοι τους ελυπούντο διά την γενομένην εις αυτούς αδικίαν, λησμονήσαντες την παλαιάν έχθραν και εκτιμώντες πολύ την σημερινήν φιλίαν), έδειξαν φανερά εις όλους τους ανθρώπους την αρετήν των.

Διότι ετόλμησαν προσπαθούντες να κάμουν μεγάλην την Ελλάδα όχι μόνον υπέρ της σωτηρίας των να διακινδυνεύσουν, αλλά και υπέρ της ελευθερίας των εχθρών των να αποθνήσκουν· διότι εμάχοντο εναντίον των συμμάχων τών Λακεδαιμονίων διά την ελευθερίαν των ιδίων. Διότι εάν μεν ενίκων αυτούς θα τους έδιδον όσα και αυτοί είχον (θα τους έκαμναν ελευθέρους), επειδή δε ενικήθησαν κατέλιπον εις τους εν Πελοποννήσω (συμμάχους των Σπαρτιατών) σταθεράν την δουλείαν.

Εις εκείνους μεν λοιπόν (τους συμμάχους των Λακεδαιμονίων) ευρισκομένους εις αυτήν την κατάστασιν η ζωή είναι οικτρά και ο θάνατος επιθυμητός· ούτοι δε (οι θαπτόμενοι) και εφ' όσον έζων και διότι απέθανον είναι ζηλευτοί, διότι ανετράφησαν μεν εις τα αγαθά των προγόνων τους, εδείχθησαν δε γενναίοι, διασώσαντες την δόξαν εκείνων και έδειξαν την ανδρείαν των. Διότι πολλών και ενδόξων έχουν γίνει αίτιοι εις την πατρίδα των, επηνώρθωσαν δε όσα άλλοι κατέστρεψαν, μετέφερον δε τον πόλεμον μακράν της πατρίδος των. Απέθανον δε ως αρμόζει να αποθνήσκουν οι γενναίοι, διότι απέδωσαν μεν εις την πατρίδα των τα τροφεία, κατέλιπον δε εις τους γονείς των λύπας.

Ώστε αξίζει οι ζώντες να ποθούν τούτους και να οδύρωνται διά τον εαυτόν τους, και τους συγγενείς (των θανόντων) να λυπούνται διά τον υπόλοιπον βίον των. Διότι ποία ευχαρίστησις πλέον μένει εις αυτούς, αφού τοιούτοι όντες (οι συγγενείς των) απέθανον και ετάφησαν, οίτινες θεωρούντες πάντα κατώτερα της αρετής, αυτοί μεν έχασαν την ζωήν των, τας συζύγους των δε έκαμαν χήρας, άφησαν ορφανά τα παιδιά τους, εστέρησαν δε της παρουσίας των τας αδελφάς, τους πατέρας των και τας μητέρας των; Αν και υπάρχουν πολλά και φοβερά τους μεν παίδας αυτών μακαρίζω, διότι είναι μικροί και δεν καταλαβαίνουν τίνων πατέρων εστερήθησαν, λυπούμαι δε τους γονείς (των φονευθέντων), διότι είναι γέροντες και δεν δύνανται να λησμονήσουν την δυστυχίαν των. Διότι τι δύναται να υπάρξη λυπηρότερον από ταύτα, δηλαδή από το να γεννήσουν, να αναθρέψουν και με στοργήν να περιποιηθούν τα παιδιά τους, εις τα γεράματά τους δε να είναι αδύνατοι κατά το σώμα, στερημένοι δε πάσης ελπίδος να μη έχουν φίλους, να είναι πτωχοί, να κινούν δε τον οίκτον εκείνων, που πρότερον τους εζήλευαν (διά την ευτυχίαν των), και να τους είναι προσφιλέστερος ο θάνατος από την ζωήν; Διότι όσο οι παίδες των ήσαν καλύτεροι των άλλων, τόσο και η λύπη και εις τους ζώντας γονείς και συγγενείς είναι μεγαλυτέρα. Πώς λοιπόν πρέπει να παύσουν αυτοί να λυπούνται; Με τας συμφοράς της πόλεως; Αλλά εις την τοιαύτην περίπτωσιν φυσικόν είναι όχι μόνον οι γονείς αλλά και οι άλλοι (πολίται) να ενθυμούνται αυτούς (τους υπέρ της πατρίδος πεσόντας). Αλλά με τας κοινάς ευτυχίας (θα παύσουν οι γονείς να λυπούνται διά τον θάνατον των τέκνων των); Αλλ' αυταί ικαναί είναι μόνον να τους προξενούν λύπην, αφού τα μεν παιδιά τους εφονεύθησαν, οι δε ζώντες απολαμβάνουν τα αγαθά τα πηγάσαντα από την ανδρείαν εκείνων. Αλλά θα παρηγορηθούν με τας ιδιωτικάς των συμφοράς (διά την απώλειαν των τέκνων των), όταν βλέπουν εκείνους, που πρωτύτερα ήσαν φίλοι των, να τους αποφεύγουν ένεκα της φτώχειας των, να υπερηφανεύωνται δε οι εχθροί των διά την δυστυχίαν αυτών; Μου φαίνεται δε ότι μόνην χάριν ταύτην δυνάμεθα να αποδώσωμεν εις τους ταφέντας, εάν δηλαδή τιμώμεν τους γονείς αυτών, όπως εκείνοι τους ετίμων, τους δε παίδας αυτών αγαπώμεν, και εάν ημείς είμεθα πατέρες των, και αν τας συζύγους των τόσον βοηθούμεν, όπως εκείνοι τας εβοήθουν όταν έζων. Διότι ποίους άλλους αποθανόντας δυνάμεθα ευλόγως να τιμώμεν περισσότερον από τους εν τω νεκροταφείω τούτω ταφέντας; Ποίους δε από τους ζώντας δικαιότερον δυνάμεθα να τιμώμεν από τους συγγενείς τούτων, οι οποίοι απήλαυσαν μεν τα αγαθά τα πηγάσαντα από την ανδρείαν τούτων εξίσου με τους άλλους, όταν δ' εκείνοι εφονεύθησαν μετέχουν της δυστυχίας (της προελθούσης εκ του θανάτου εκείνων) εντελώς μόνοι;

Αλλά βέβαια δεν ξεύρω γιατί πρέπει τοιαύτα να θρηνολογώ· διότι δεν λησμονούμε πως είμεθα θνητοί ώστε γιατί πρέπει να λυπούμεθα τώρα για πράγματα, που προ πολλού είχαμεν πεισθή πως θα πάθωμε, ή γιατί πρέπει να στενοχωρούμεθα τόσον υπερβολικά διά τας αναποφεύκτους συμφοράς μας, αφού ξεύρομεν ότι ο θάνατος είναι κοινός και διά τους χειρίστους και διά τους αρίστους; Διότι ούτε τους φαύλους περιφρονεί (ο θάνατος) ούτε τους χρηστούς θαυμάζει, αλλά δείχνεται ίσος σε όλους. Γιατί αν ήτο δυνατόν οι διαφυγόντες τους πολεμικούς κινδύνους να είναι αθάνατοι τον υπόλοιπον χρόνον, θα άξιζε οι ζώντες να πενθούν αιωνίως τους εν πολέμω πεσόντας. Τώρα όμως εκ φύσεως προωρίσθημεν και να ασθενούμε και να γερνούμε, και η προορισθείσα (δι' έκαστον) μοίρα είναι αμετάτρεπτος. Ώστε αρμόζει να θεωρώμεν αυτούς ευτυχεστάτους, οίτινες απέθανον αγωνισθέντες υπέρ των μεγίστων και καλλίστων, χωρίς να επιτρέψουν στην τύχη να αποφασίση διά τον εαυτόν τους, χωρίς να περιμείνουν τον φυσικόν θάνατον, αλλά εκλέξαντες τον κάλλιστον. Διότι και αιωνίως βέβαια θα τους ενθυμούνται, και θα ζηλεύουν τας τιμάς των όλοι οι άνθρωποι· τους οποίους πενθούν μεν διά τον θάνατόν των ως θνητούς, υμνούν δε διά την ανδρείαν των ως αθανάτους. Διότι και θάπτονται βέβαια πανηγυρικώς (με δημόσια έξοδα) και προκηρύσσονται αγώνες προς τιμήν αυτών, ρώμης, σοφίας, και πλούτου, διότι οι εις τον πόλεμον πεσόντες αξίζει να τιμώνται με τας ιδίας τιμάς που τιμώνται και οι αθάνατοι θεοί· εγώ μεν λοιπόν και τους μακαρίζω (τους θεωρώ ευτυχείς) και τους ζηλεύω, και νομίζω πως μόνον οι άνθρωποι αυτοί καλύτερον είναι να γεννώνται, οι οποίοι αν και έλαβαν θνητά σώματα, άφησαν αθάνατον μνήμην εξαιτίας της ανδρείας των· είναι όμως ανάγκη να τηρώμεν τα παλαιά έθιμα, και ακολουθούντες τον πατροπαράδοτον νόμον να κλαίωμεν τους θαπτομένους.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2004. Λυσίας. ΙΙΙ, Οι πανηγυρικοί του λόγοι. Μετάφραση, περίληψη, σχόλια, ερμηνεία. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Οι προκείμενοι νεκροί, αφού έτρεξαν προς βοήθεια των Κορινθίων που αδικούνταν από παλαιούς τους φίλους και που πρόσφατα έγιναν σύμμαχοί μας διαφοροποιημένοι από τους Λακεδαιμονίους (γιατί αυτοί τους φθονούσαν για το πλήθος των αγαθών τους , ενώ οι Αθηναίοι τους λυπούνταν που αδικούνταν, ξεχνώντας την παλιά τους έχθρα και εκτιμώντας εξαιρετικά την τωρινή φιλία), έκαναν φανερή σ' όλους τους ανθρώπους την ανδρεία τους. Στην προσπάθειά τους να κάνουν την Ελλάδα μεγάλη και ισχυρή, τόλμησαν όχι μόνο να διακινδυνεύσουν για την προσωπική τους σωτηρία, αλλά και να πεθάνουν για χάρη της ελευθερίας των εχθρών· γιατί, πολέμησαν με τους συμμάχους των Λακεδαιμονίων για την ελευθερία εκείνων. Αν νικούσαν, θα χορηγούσαν και σε κείνους από τα δικά τους αγαθά (από την ελευθερία), επειδή όμως έχασαν τη μάχη, άφησαν σταθερή τη σκλαβιά στους συμμάχους των Λακεδαιμονίων στην Πελοπόννησο.

Σ' αυτούς λοιπόν (τους Πελοποννησίους), που βρίσκονται σ' αυτή την κατάσταση, η ζωή είναι φρικτή και επιθυμητός ο θάνατος· οι προκείμενοι όμως νεκροί και όσο ζούσαν και τώρα που πέθαναν είναι αξιοζήλευτοι, διότι έχουν ανατραφεί με τις προγονικές μας αρχές, κι όταν ανδρώθηκαν, επειδή τη δόξα εκείνων διέσωσαν, απέδειξαν και την προσωπική τους ανδρεία. Γιατί, έγιναν πρόξενοι πολλών και μεγάλων αγαθών για την πατρίδα τους, επανόρθωσαν τα λάθη των άλλων, απομάκρυναν από την πατρίδα τους τον πόλεμο και τερμάτισαν τη ζωή τους, όπως πρέπει να τερματίζουν οι γενναίοι άνδρες, ανταποδίδοντας στην πατρίδα τους τις δαπάνες της για την ανατροφή τους και αφήνοντας λύπες στους γονείς τους.

Ώστε αξίζει να ποθούν οι επιζώντες αυτούς και να οδύρονται και να συμπαραστέκονται (να λυπούνται) τους συγγενείς τους στον υπόλοιπο χρόνο. Γιατί, ποια χαρά απομένει πλέον σ' αυτούς, αφού χάνουν στην προκείμενη ταφή τέτοιους άνδρες, οι οποίοι, έχοντας στον υψηλότερο βαθμό των αξιών τους την αρετή, οι ίδιοι στερήθηκαν τη ζωή τους, άφησαν τις γυναίκες χήρες, άφησαν επίσης τα παιδιά τους ορφανά και σκόρπισαν την παντοτινή μοναξιά στα αδέλφια τους, τις μητέρες και τους πατέρες τους. Αν και υπάρχουν πολλές και φοβερές συμφορές, καλοτυχίζω τα παιδιά τους, διότι δεν έχουν την ηλικία, ώστε να καταλάβουν τι γονείς έχουν χάσει, και λυπάμαι τους γονείς τους, γιατί είναι ηλικιωμένοι και δεν μπορούν να ξεχάσουν τη δυστυχία τους. Γιατί, ποιο γεγονός θα ήταν πιο λυπηρό από αυτά, δηλαδή από το να γεννήσουν και να αναθρέψουν και να θάψουν τα παιδιά τους, και στα γηρατειά τους να είναι ανήμποροι στο σώμα και να ζουν αποστερημένοι από όλες τις ελπίδες, χωρίς αγαπητά πρόσωπα και χωρίς οικονομικούς πόρους, από τα ίδια πρόσωπα πρώτα αξιοζήλευτοι κι ύστερα αξιολύπητοι, προτιμώντας περισσότερο το θάνατο παρά τη ζωή; Και, όσο οι νεκροί ήταν γενναιότεροι, τόσο μεγαλύτερο πένθος άφησαν στους εναπομείναντες. Πώς άραγε πρέπει αυτοί να πάψουν να λυπούνται; Μήπως με τις συμφορές της πόλης; Μα τότε είναι φυσικό να τους θυμούνται και οι άλλοι. Μήπως στις κοινές ευτυχίες; Αλλά αυτές είναι ικανές να προξενούν μόνο λύπη, αφού τα δικά τους παιδιά έχουν ήδη αποθάνει και οι επιζώντες απολαμβάνουν τα καλά της ανδρείας των δικών τους παιδιών. Αλλά μήπως (θα πάψουν να λυπούνται) μέσα στα προβλήματά τους, όταν βλέπουν τους παλιούς τους φίλους να τους αποφεύγουν λόγω της φτώχειας τους και τους εχθρούς τους να χαίρονται με τη δυστυχία τους; Φρονούμε ότι μόνο αυτή τη χάρη μπορούμε να αποδώσουμε στους ενταφιαζόμενους νεκρούς, αν δηλαδή τιμούσαμε τους γονείς τους, όπως τους τιμούσαν και εκείνοι (οι νεκροί), και τα παιδιά τους τα αγκαλιάζαμε έτσι, όπως ακριβώς οι πατέρες τους, κι αν συμπαραστεκόμασταν έτσι στις συζύγους τους, όπως και εκείνοι όταν ακόμη ζούσαν. Γιατί, εξάλλου, ποιους θα τιμούσαμε εύλογα με μεγαλύτερες τιμές από τις αποδιδόμενες στους προκείμενους νεκρούς; Και ποιους από τους επιζώντες θα εκτιμούσαμε πολύ δικαιότερα παρά τους συγγενείς τους, οι οποίοι χάρηκαν τα αγαθά από την αρετή τους ίσα με τους άλλους, μετά το θάνατο αυτών εδώ όμως μόνοι κουβαλούν το σταυρό του μαρτυρίου τους;

Αλλά, βέβαια, δεν ξέρω γιατί πρέπει να θρηνήσουμε γι' αυτά. Ασφαλώς και δεν αγνοούμε ότι είμαστε θνητοί. Ώστε, γιατί πρέπει τώρα να στενοχωριόμαστε για αυτά που από καιρό περιμέναμε να τα πάθουμε ή (γιατί πρέπει) να υποφέρουμε τόσο πολύ για τις φυσικές μας συμφορές, αφού γνωρίζουμε ότι ο θάνατος δεν ξεχωρίζει ούτε τους χειρότερους ούτε τους καλύτερους; Γιατί, ούτε τους κακούς τούς προσπερνά ούτε τους ενάρετους τους θαυμάζει, αλλά παρέχει τον εαυτό του ίσο σε όλους. Αν, βέβαια, ήταν δυνατόν γι' αυτούς που θα διέφευγαν τους πολεμικούς κινδύνους να είναι αθάνατοι στον υπόλοιπο χρόνο, ίσως θα άξιζε για τους ζωντανούς να πενθούν τους νεκρούς αιώνια. Τώρα όμως η φύση είναι κατώτερη και από τις αρρώστιες και από τα γηρατειά και η τύχη που μας έχει βρει είναι μη αντιστρέψιμη. Επομένως, ταιριάζει να θεωρούνται τρισευτυχισμένοι εκείνοι που αγωνίστηκαν για τα μεγαλύτερα και ωραιότερα ιδανικά και έπεσαν κατά τη φάση της επιδίωξής τους, χωρίς να αφεθούν αμέριμνα στη διάθεση της τύχης και χωρίς να περιμένουν το φυσικό (μοιραίο) θάνατό τους, αλλά επιλέγοντας τον ωραιότερο. Γιατί, η ανάμνησή τους είναι αιώνια και οι τιμές τους αξιοζήλευτες από όλους τους ανθρώπους· αυτοί εδώ τώρα πενθούνται ως θνητοί, λόγω της ανθρώπινης φύσης τους, αλλά εξυμνούνται ως αθάνατοι λόγω της αρετής τους. Εξάλλου, θάβονται με δημόσια δαπάνη και καθιερώνονται προς τιμή τους αγώνες ρώμης και σοφίας και πλούτου, γιατί το αξίζουν οι νεκροί του πολέμου να τιμούνται με όμοιες τιμές με τους αθάνατους θεούς. Εγώ, πραγματικά, αυτούς και τους μακαρίζω και τους ζηλεύω για το θάνατό τους και πιστεύω ότι μόνο αυτοί αξίζουν να γεννιένται που, καθώς φιλοξενήθηκε η ψυχή τους σε φθαρτά σώματα, άφησαν αιώνια τη μνήμη τους εξαιτίας της αρετής τους τώρα, όμως, είναι πρέπον να ακολουθήσουμε τα πανάρχαια έθιμά μας και, ακολουθώντας την παράδοσή μας, να θρηνήσουμε τους ενταφιαζόμενους νεκρούς μας.