Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. [1939] χ.χ. Λυσίας. Λόγοι. Μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

Μετά ταύτα δε ο Ξέρξης ο βασιλεύς της Ασίας, διότι περιεφρόνησε μεν τους Έλληνας, διεψεύσθησαν δε αι ελπίδες του, προσβεβλημένος διά την ήτταν του Μαραθώνος, αγανακτών διά την συμφοράν του στρατού του, οργιζόμενος εναντίον των αιτίων της συμφοράς, επειδή ο ίδιος δεν είχε πάθει συμφοράς και ηγνόει πόσον αξίζουν οι γενναίοι άνδρες, αφού παρεσκευάσθη το δέκατον έτος (μετά την εν Μαραθώνι μάχην) έφθασε με χίλια διακόσια πλοία, τόσον δε άπειρον πλήθος έφερε πεζικού στρατού, ώστε πολύ δύσκολον θα ήτο να απαριθμήση κανείς και μόνον τα ονόματα των εθνών, που τον ηκολούθησαν. Εκείνο δε, που είναι αναμφισβήτητος απόδειξις του πλήθους, είναι το εξής· ενώ δηλαδή ηδύνατο με ολίγα πλοία να διαβιβάση εις το πιο στενό μέρος του Ελλησπόντου το πεζικόν του στράτευμα από την Ασίαν εις την Ευρώπην, δεν ηθέλησε να το πράξη, διότι ενόμιζεν ότι πολύ θα χρονοτριβήση. Αλλά περιφρονήσας τα εκ φύσεως υπάρχοντα, δηλαδή τα θεία πράγματα, και τον τρόπον που σκέπτονται οι άνθρωποι, οδόν μεν κατεσκεύασε διά μέσου της θαλάσσης, ηνάγκασε δε να πλεύσουν τα πλοία διά ξηράς, κατασκευάσας γέφυραν μεν εις τον Ελλήσποντον, διώρυγα δε εις τον Άθω. Ουδείς μεν εκουσίως υπετάσσετο εις αυτόν, αλλ' άλλοι ακουσίως διά της βίας υπήκουον, άλλοι δε εκουσίως επρόδιδον (την ελευθερίαν της Ελλάδος). Διότι άλλοι μεν δεν ήσαν ικανοί να υπερασπίσουν τους εαυτούς των (και υπετάγησαν εις τον Ξέρξην), άλλοι δε διά χρημάτων εξηγοράσθησαν (διά να γίνουν σύμμαχοί του)· εκείνα που τους έπειθον να γίνουν φίλοι του ήσαν δε ή ο φόβος ή το κέρδος. Οι Αθηναίοι όμως, αν και η άλλη Ελλάς ευρίσκετο εις την ανωτέρω εκτεθείσαν κατάστασιν, εισελθόντες εις τα πλοία έπλευσαν προς το Αρτεμίσιον προς απόκρουσιν του εχθρού, οι Λακεδαιμόνιοι δε και μερικοί από τους συμμάχους μετέβησαν εις τας Θερμοπύλας, διά να εμποδίσουν την διάβασιν (των Περσών), νομίζοντες ότι θα δυνηθούν να φυλάξουν την δίοδον ένεκα της στενότητος του μέρους εκείνου. Όταν δε διεξήχθη ο αγών κατά τον ίδιον χρόνον, οι μεν Αθηναίοι ενίκων εις την ναυμαχίαν, οι δε Λακεδαιμόνιοι χωρίς να δειλιάσουν, αλλά απατηθέντες ως προς το πλήθος και εκείνων που εφαντάζοντο ότι θα φυλάξουν την δίοδον και εκείνων εναντίον των οποίων έμελλον να αγωνισθούν, εκυκλώθησαν, δεν ενικήθησαν υπό των εχθρών, αλλ' απέθανον εκεί, όπου ετάχθησαν να πολεμήσουν. Αφού κατ' αυτόν τον τρόπον οι μεν Λακεδαιμόνιοι εφονεύθησαν, οι δε Πέρσαι εγένοντο κύριοι της διόδου, ο περσικός μεν στρατός εβάδιζεν εναντίον ταύτης εδώ της πόλεως, οι πρόγονοί μας δε πληροφορηθέντες μεν την συμφοράν των Λακεδαιμονίων, ευρισκόμενοι δε εις αμηχανίαν διά την δημιουργηθείσαν κατάστασιν, διότι εγνώριζον ότι, αν μεν κατά ξηράν σπεύσουν προς απομάκρυνσιν των εχθρών, πλεύσαντες ούτοι με χίλια πλοία θα εύρουν την πόλιν άνευ υπερασπιστών, εάν δε θα εισέλθουν εις τα πλοία των, ότι θα κυριευθή η πόλις των υπό του πεζικού στρατεύματος των Περσών, και ότι δεν θα δυνηθούν να εκτελέσουν και τα δύο, δηλαδή να αποκρούσουν τον επερχόμενον περσικόν στρατόν και να αφήσουν ικανήν φρουράν εις την πόλιν, ενώ δε (οι πρόγονοί μας) είχον έμπροσθέν των δύο ζητήματα, ή δηλαδή να εγκαταλείψουν την πόλιν των, ή ενωθέντες με τους βαρβάρους να υποδουλώσουν τους Έλληνας, επειδή εθεώρησαν ότι είναι προτιμοτέρα η ελευθερία μετ' αρετής και πενίας και φυγής από την δουλείαν της πατρίδος μετά πλούτου και αίσχους, εγκατέλιπον χάριν της Ελλάδος την πόλιν των, ίνα με την σειράν προς μίαν μίαν περσικήν δύναμιν και όχι προς τας δύο μαζί (πεζικήν και ναυτικήν) αγωνισθούν.

Αφού δε μετέφερον εις Σαλαμίνα τα τέκνα των, τας συζύγους των, τους πατέρας των και τας μητέρας των, συνήθροιζον και τους στόλους των άλλων συμμάχων. Μετ' ολίγας δε ημέρας ήλθε και ο πεζικός στρατός των βαρβάρων (εις την Αττικήν) και ο στόλος κατέπλευσεν (εις τον Σαρωνικόν κόλπον)· τις ιδών τον στρατόν τούτον και στόλον δεν θα εφοβείτο, που τόσον μέγας και φοβερός αγών διεξήχθη υπό ταύτης εδώ της πόλεως χάριν της ελευθερίας των Ελλήνων; Ποίαν δε διάθεσιν είχον οι παρατηρούντες τους επιβαίνοντας εις τα πλοία εκείνα (τα αθηναϊκά), αφού δεν ήλπιζαν να σωθούν, και ο επικρεμάμενος κίνδυνος ήτο μέγιστος, ή εκείνοι που έμελλον να ναυμαχήσουν υπέρ των φιλτάτων των, δηλαδή υπέρ των εν Σαλαμίνι ευρισκομένων τέκνων και συγγενών των, πού θα ήσαν τα βραβεία του αγώνος των; Τούτους δε τόσον μέγα πλήθος εχθρών πανταχόθεν περιέβαλεν, ώστε να θεωρήται υπ' αυτών ελάχιστον μέρος των συμφορών των το ότι προέβλεπον τον θάνατόν τους, μεγίστη δε συμφορά, όσα εφοβούντο πως θα πάθουν υπό των βαρβάρων οι μετακομισθέντες (εις Σαλαμίνα συγγενείς των), εάν νικήσουν οι βάρβαροι· ένεκα βέβαια της υπαρχούσης απελπισίας πολλάς φοράς μεν ησπάζοντο αλλήλους, ευλόγως δε έκλαιον οι μεν τους δε, διότι εγνώριζον ότι τα ιδικά των μεν πλοία ήσαν ολίγα, έβλεπον δε ότι τα εχθρικά ήσαν πολλά, εγνώριζον δε ότι η μεν πόλις των είχεν ερημωθή, ότι η χώρα είχε λεηλατηθή, και ήτο πλήρης βαρβάρων, ότι οι ναοί εκαίοντο, διότι όλαι αι συμφοραί ήσαν πλησίον των, διότι ήκουον εις τον αυτόν τόπον πολεμιστήρια άσματα ελληνικά και βαρβαρικά ανακατωμένα, προτροπάς δε Ελλήνων και βαρβάρων, και τας κραυγάς των φονευομένων, διότι η θάλασσα είχε γεμίσει από τα πτώματα των φονευθέντων, και πολλά κατεστραμμένα πλοία και φιλικά και εχθρικά συνεκρούοντο, επειδή δ' επί πολύν χρόνον οι ναυμαχούντες ήσαν ισόπαλοι ενόμιζον άλλοτε μεν ότι έχουν νικήσει και εσώθησαν, άλλοτε δε ότι ενικήθησαν και έχουν καταστραφή. Ένεκα βέβαια του γενομένου θορύβου ενόμισαν ότι είδον όσα δεν είδον, ότι ήκουσαν πολλά, τα οποία δεν ήκουσαν. Ποίαι δε παρακλήσεις προς τους θεούς δεν έγιναν και ποίας θυσίας των δεν υπενθύμισαν εις τους θεούς, ποία λύπη διά τα παιδιά των, ποίος πόθος διά τας συζύγους και ποία ευσπλαγχνία διά τους πατέρας των και τας μητέρας των, ποία σκέψις δε, αν νικηθούν, διά τας συμφοράς, που έμελλε να συμβούν, έλλειψεν; Ποίος θεός δεν θα ευσπλαγχνίζετο αυτούς διά τον τόσον μέγαν κίνδυνον που διέτρεχον; Ή ποίος άνθρωπος δεν θα εδάκρυζε; (βλέπων αυτούς εις τόσον μέγαν κίνδυνον). Ή ποίος δεν θα εθαύμαζεν αυτούς διά την τόλμην των; Πάρα πολύ βέβαια εκείνοι κατά την ικανότητα υπερέβαλον όλους τους ανθρώπους, και εις την λήψιν ορθών αποφάσεων και εις τους πολεμικούς κινδύνους, με το να εγκαταλείψουν την πόλιν των, με το να επιβιβασθούν εις τα πλοία, και με το να αντιτάξουν, αν και ήσαν τόσον ολίγοι, την ανδρείαν των εις το αναρίθμητον πλήθος της Ασίας. Διά της νίκης των δε εις την ναυμαχίαν φανερόν κατέστησαν εις όλους τους ανθρώπους, ότι καλύτερον είναι να αγωνίζεται κανείς με ολίγους ελευθέρους υπέρ της ελευθερίας παρά να αγωνίζεται με πολλούς υπακούοντας εις απόλυτον άρχοντα και αγωνιζομένους υπέρ της δουλείας των. Πλείστα δε και ωφελιμώτατα προσέφερον εκείνοι (οι πρόγονοι των Αθηναίων) υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων, στρατηγόν μεν τον Θεμιστοκλή, ο οποίος ήτο ικανώτατος να ομιλήση, να σκεφθή και να εκτελέση, πλοία δε περισσότερα από όλα τα πλοία των συμμάχων (ομού λαμβανόμενα), ναύτας δε εμπειροτάτους. Και βέβαια ποίοι από τους άλλους Έλληνας ηδύναντο να συγκριθούν με αυτούς (τους προγόνους) κατά την ορθήν κρίσιν, το πλήθος και την γενναιότητα; Ώστε δικαίως και αναμφισβητήτως τα αριστεία της ναυμαχίας έλαβον με την συγκατάθεσιν όλων των Ελλήνων, ευλόγως δε απέκτησαν την παρακολουθούσαν τους κινδύνους νίκην, αντέταξαν δε αμιγή και αυτόχθονα (καθαρώς αθηναϊκήν) γενναιότητα εναντίον τών εκ της Ασίας ελθόντων βαρβάρων.

Μτφρ. Γ.Α. Ράπτης. 2004. Λυσίας. ΙΙΙ, Οι πανηγυρικοί του λόγοι. Μετάφραση, περίληψη, σχόλια, ερμηνεία. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Μετά από αυτά ο Ξέρξης, ο βασιλιάς των Περσών, επειδή περιφρόνησε την Ελλάδα κι αφού διαψεύστηκε στις ελπίδες του, ταπεινωμένος από την ήττα του (στο Μαραθώνα), βαρύθυμος εξαιτίας της συμφοράς του, αγανακτισμένος με όσους την προκάλεσαν, αμάθευτος στις συμφορές και άπειρος από γενναίους άνδρες, μετά από προετοιμασίες δέκα χρόνων έφτασε με χίλια διακόσια πλοία, ενώ το πλήθος των πεζών που οδηγούσε ήταν τόσο μεγάλο, ώστε θα ήταν δύσκολο να απαριθμήσει κανείς ακόμη και τα έθνη που τον ακολουθούσαν. Αυτό μάλιστα είναι η μεγαλύτερη απόδειξη του πλήθους· ενώ δηλαδή μπορούσε να περάσει την πεζική στρατιά του με λίγα πλοία από το πιο στενό σημείο του Ελλησπόντου από την Ασία προς την Ευρώπη, το αρνήθηκε, πιστεύοντας ότι θα χρονοτριβούσε παρά πολύ, αλλά περιφρονώντας τα φυσικά πράγματα και τα θεϊκά και την ανθρώπινη λογική, άνοιξε πεζόδρομο μέσα από τη θάλασσα και έπλευσε μέσα από την ξηρά, κατασκευάζοντας γέφυρα στον Ελλήσποντο και διώρυγα στον Άθω, χωρίς κανείς να τον αναγνωρίζει, αλλά κάποιοι τον υπάκουαν χωρίς τη θέλησή τους και κάποιοι λίγοι πρόδιδαν εμάς εκούσια. Πράγματι, οι πρώτοι δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν, ενώ οι άλλοι εξαγοράστηκαν με χρήματα· υπήρχαν μάλιστα γι' αυτούς τότε και οι δυο συγκυρίες, και το κέρδος δηλαδή και ο φόβος. Οι Αθηναίοι όμως, κάτω από αυτές τις συνθήκες για την Ελλάδα, επιβιβάστηκαν, μόνοι αυτοί, στα καράβια και έπλευσαν για το Αρτεμίσιο, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι και κάποιοι από τους συμμάχους βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν στις Θερμοπύλες, πιστεύοντας ότι λόγω της στενότητας της τοποθεσίας θα μπορέσουν να εμποδίσουν την κάθοδο των Περσών. Και αφού έγινε η σύγκρουση σχεδόν ταυτόχρονα (στη στεριά και τη θάλασσα), οι Αθηναίοι τους συνέτριψαν στη ναυμαχία, οι Λακεδαιμόνιοι όμως, χωρίς να υστερήσουν σε τίποτε ως προς το θάρρος, αλλά πέφτοντας έξω ως προς το πλήθος και αυτών που μαζί τους θα φύλαγαν τα στενά και αυτών εναντίον των οποίων επρόκειτο να πολεμήσουν, περικυκλώθηκαν και δε νικήθηκαν από τους εχθρούς αλλά πέθαναν, εκεί όπου τάχτηκαν να πολεμήσουν μ' αυτόν δυστυχώς τον τρόπο, αφού οι Λακεδαιμόνιοι φονεύτηκαν και οι Πέρσες έγιναν κύριοι των στενών, οι τελευταίοι πορεύονταν εναντίον της πόλης μας, και οι πρόγονοί μας, όταν πληροφορήθηκαν το κακό που είχε βρει τους Λακεδαιμονίους και όντας σε αμηχανία για τα τεκταινόμενα, εν γνώσει τους ότι, αν συγκρουστούν με τους βαρβάρους στη στεριά, αφού επιπλεύσουν (οι Πέρσες) με χίλια πλοία θα καταλάβουν την πόλη έρημη από υπερασπιστές, κι αν πάλι επιβιβαστούν στα πλοία, η Αθήνα θα καταληφθεί από την πεζική στρατιά, και ότι δε θα μπορέσουν να ανταποκριθούν και στις δυο ανάγκες, δηλαδή και να αμυνθούν και να αφήσουν αρκετούς φρουρούς, μπρος στο δίλημμα αν πρέπει να εγκαταλείψουν την πόλη ή, συντασσόμενοι με τους βαρβάρους, να υποδουλώσουν τους Έλληνες, επειδή έκριναν ότι είναι ανώτερη η ελευθερία συνοδευόμενη από αρετή και φτώχεια και φυγή παρά η υποδούλωση της πατρίδας με όνειδος και πλούτο, εγκατέλειψαν την πόλη για το καλό όλης της Ελλάδας, για να πολεμήσουν εναντίον τους χωριστά (στη στεριά και τη θάλασσα) κι όχι εναντίον και των πεζικών και των ναυτικών δυνάμεων· αφού, λοιπόν, μετέφεραν απέναντι στη Σαλαμίνα τα παιδιά και τις γυναίκες και τους πατέρες και τις μητέρες, συγκέντρωναν και το άλλο ναυτικό των συμμάχων. Μετά από λίγες μέρες εμφανίστηκε το πεζικό στράτευμα και το ναυτικό των βαρβάρων, στη θέα των οποίων ποιος δεν τρομοκρατήθηκε με το τι είδους και πόσο μεγάλος και φοβερός κίνδυνος αντιμετωπίστηκε για την προάσπιση της ελευθερίας των Ελλήνων από αυτήν εδώ την πόλη. Και ποια διάθεση είχαν αυτοί που έβλεπαν τους ναύτες εκείνων των πολεμικών πλοίων, ενώ και η προσωπική τους σωτηρία ήταν αβέβαια και ο επαπειλούμενος κίνδυνος ήταν πάρα πολύ μεγάλος, ή αυτοί που επρόκειτο να ναυμαχήσουν για όλες τους τις αγάπες, που θα ήταν το έπαθλο της σύγκρουσης στη Σαλαμίνα; Αυτούς συγκεκριμένα τόσο μεγάλο πλήθος εχθρών τους περιέβαλε από παντού, ώστε να τους είναι η ελαχιστότατη συμφορά το ότι πρόβλεπαν τον θάνατό τους, ενώ θα ήταν η μέγιστη δυστυχία τους τα όσα φαντάζονταν ότι θα πάθουν όσοι είχαν μεταφερθεί για ασφάλεια στη Σαλαμίνα, αν νικούσαν στη ναυμαχία οι εχθροί. Μπρος στα τραγικά αδιέξοδα πολλές φορές αγκαλιάζονταν μεταξύ τους και πολλές φορές θρηνούσαν για τη μοίρα τους, γιατί γνώριζαν ότι τα καράβια τους ήταν λίγα, και επειδή έβλεπαν ότι τα πλοία των εχθρών είναι πολλά, και επειδή πάλι ήξεραν καλά ότι η πόλη είχε ερημωθεί και ότι η ύπαιθρος είχε λεηλατηθεί και ήταν γεμάτη από βαρβάρους και ότι τα ιερά (οι ναοί) πυρπολούνταν και ότι όλες οι συμφορές τούς πλησίαζαν επικίνδυνα, ακούγοντας στο ίδιο μέρος ανάμεικτο ελληνικό και βαρβαρικό πολεμικό σάλπισμα και πρόσταγμα επέλασης κι από τους δυο και τις φοβερές κραυγές αυτών που σκοτώνονταν, και διότι η θάλασσα είχε γεμίσει πτώματα και συγκρούονταν μεταξύ τους (πέφτοντας το ένα στο άλλο) πολλά ακυβέρνητα πλοία, φιλικά και εχθρικά, και, καθώς ήταν αμφίρροπη για μεγάλο διάστημα η ναυμαχία, δίνοντας την εντύπωση άλλοτε ότι είχαν νικήσει και σωθεί κι άλλοτε ότι είχαν χάσει και καταστραφεί.

Φυσικά, από το φόβο που κυριαρχούσε παντού νόμισαν ότι είδαν πολλά που, όμως, δεν τα είδαν, και ότι άκουσαν πολλά που δεν τα άκουσαν. Και ποιες ικεσίες στους θεούς δεν έγιναν ή προσφορές και υποκινήσεις με θυσίες, λύπες για τα παιδιά και πόθος για τις γυναίκες, οίκτος για τους γονείς, και περισυλλογή και αποτίμηση, αν έχαναν, των συμφορών που τους πλησίαζαν; Ποιος από τους θεούς δε θα τους ευσπλαχνιζόταν λόγω του μεγέθους του κινδύνου; Ποιος πάλι από τους ανθρώπους δε θα δάκρυζε; Ή ποιος δε θα τους υπεραγαπούσε για την υπερβολική τους τόλμη; Πράγματι, εκείνοι ξεπέρασαν στην αρετή όλους τους ανθρώπους και στη σκέψη και στην πολεμική τους δράση, αφού άδειασαν στα πλαίσια των σχεδιασμών τους την πόλη και μπήκαν στα πλοία, αφού αντέταξαν τις ψυχές τους, αν και ήταν λίγες, απέναντι στις ορδές των βαρβάρων της Ασίας. Και απέδειξαν σ' όλους τους ανθρώπους με την περίλαμπρη νίκη στη ναυμαχία ότι είναι πολύ καλύτερο να αγωνίζεται κανείς για την ελευθερία του με λίγους (αλλά ελεύθερους) παρά με πολλούς που κυβερνούνται αυταρχικά και αγωνίζονται ουσιαστικά για τη δική τους προσωπική δουλεία. Πάρα πολλά και ωραία πρόσφεραν εκείνοι (οι πρόγονοι) υπέρ της ελευθερίας των Ελλήνων, δηλαδή το στρατηγό Θεμιστοκλή με τεράστιες ικανότητες να μιλά δημόσια και να κρίνει σωστά και να πραγματοποιεί τις αποφάσεις, και (πρόσφεραν) πλοία περισσότερα από όσα είχαν προσφέρει όλοι μαζί οι άλλοι Έλληνες, και άνδρες γενναιότατους. Πράγματι, ποιοι από τους άλλους Έλληνες θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί τους στην κρίση τους, στο πλήθος (των καραβιών) και στην αρετή; Ώστε, δίκαια και αναμφισβήτητα πήραν το βραβείο για τη νίκη στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, εύλογα απόκτησαν την ευτυχία ως απότοκο των κινδύνων, και απόδειξαν στους βάρβαρους Ασιάτες ότι η αρετή τους είναι γνήσια και ντόπια (ελληνική) κατ' αποκλειστικότητα.