Μτφρ. Μ.Γ. Ξανθού. 2001. Ισοκράτης. Περί Ειρήνης, Κατά των Σοφιστών, Επιστολή προς Φίλιππον (ΙΙΙ), Επιστολή προς Αλέξανδρον (V). Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Η τότε διακυβέρνηση του κράτους μας ήταν καλύτερη και ανώτερη απο κείνη που εγκαταστάθηκε αργότερα, γιατί υπήρχαν καλύτεροι άνδρες, σαν τον Αριστείδη, το Θεμιστοκλή και το Μιλτιάδη, και όχι σαν τον Υπέρβολο, τον Κλεοφώντα και τους σημερινούς δημαγωγούς. Θα διαπιστώσετε επίσης ότι ο λαός εκείνης της εποχής δεν ήταν γεμάτος τεμπελιά, φτώχεια και κούφιες ελπίδες, αλλά είχε τη δύναμη να νικά στις μάχες όλους όσους εισέβαλλαν στη χώρα μας, και ήταν άξιος για το βραβείο της νίκης στους αγώνες για χάρη της Ελλάδας· επιπλέον ενέπνεε τόση εμπιστοσύνη, ώστε οι περισσότερες πόλεις με τη θέλησή τους παραδόθηκαν στην εξουσία του.

Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα στην αρχή, αντί της πολιτειακής διακυβέρνησης, που θαυμάστηκε απ' όλους, η δύναμη αυτή μας οδήγησε σε τέτοια ακολασία, που κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να την επαινέσει· αντί να νικάμε όσους εκστράτευαν εναντίον της πόλης μας, εκπαίδευσε κατά τέτοιο τρόπο τους πολίτες, ώστε να μην τολμούν ούτε μπροστά στα τείχη να βγουν και να πολεμήσουν τον εχθρό.

Αντί της καλής θέλησης που προϋπήρχε εκ μέρους των συμμάχων και αντί της καλής υπόληψης από τους άλλους Έλληνες, μας έκανε τόσο μισητούς, που λίγο έλειψε οι πολίτες να πουληθούν δούλοι, αν οι Λακεδαιμόνιοι, που από την αρχή μας πολεμούσαν, δεν συνέβαινε να είναι ευνοϊκότεροι σε μας απ' ό,τι ήταν οι προηγούμενοί μας σύμμαχοι.

Τους τελευταίους δε θα ήταν δίκαιο να τους κατηγορούμε, ότι δηλαδή φέρθηκαν εχθρικά απέναντί μας, γιατί δεν ήταν αυτοί που έκαναν την αρχή, αλλά βρίσκονταν σε άμυνα και υπέφεραν πολλές ταλαιπωρίες, με αποτέλεσμα να έχουν σχηματίσει αρνητική γνώμη για μας. Ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να ανεχτεί τη θρασύτητα των πατέρων μας, που τους μισούσαν οι Έλληνες, γιατί μάζεψαν απ' όλη την Ελλάδα τους τεμπέληδες και τους τσαρλατάνους και τους έβαλαν μέσα στα πλοία, ενώ τους καλούς πολίτες από τις άλλες πόλεις τους εξόρισαν, δίνοντας την περιουσία τους στους πιο διεφθαρμένους Έλληνες;

Βέβαια, αν τολμούσα να εκθέσω με λεπτομέρεια όσα έγιναν εκείνη την εποχή, θα σας έκανα ίσως να πάρετε καλύτερες αποφάσεις για την τωρινή κατάσταση· εγώ ο ίδιος όμως θα διέτρεχα τον κίνδυνο να παρεξηγηθώ, γιατί εσείς είστε συνηθισμένοι ν' αντιπαθείτε όχι τόσο τους αίτιους των σφαλμάτων, αλλά αυτούς που τα κατηγορούν.

Επειδή λοιπόν έτσι σκέφτεστε, φοβάμαι μήπως, ενώ προσπαθώ να σας κάνω καλό, ο ίδιος απολαύσω κάτι κακό. Παρ' όλα αυτά δε θα παραιτηθώ καθόλου απ' όσα σκέφτηκα· ωστόσο αυτά που είναι πολύ πικρά και θα μπορούσαν βέβαια να σας λυπήσουν, θα τα αφήσω κατά μέρος, και θα σας αναφέρω μόνο όσα θα σας κάνουν να καταλάβετε την απερισκεψία αυτών που τότε συμμετείχαν στη διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων.

Με τόση λοιπόν ακρίβεια κατάφερναν να βρουν τρόπους, με τους οποίους θα μπορούσε κάθε άνθρωπος να γίνει μισητός, ώστε ψήφισαν νόμο, που όριζε να διαιρούν το περίσσευμα από τους φόρους των συμμάχων σε τάλαντα και να το παρουσιάζουν στην ορχήστρα στις θεατρικές παραστάσεις κατά τη γιορτή των Μεγάλων Διονυσίων, όταν το θέατρο ήταν γεμάτο. Δεν έκαναν μόνο αυτό, αλλά έφερναν και τα παιδιά όσων είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο, δείχνοντας έτσι στους συμμάχους από τη μια την αξία της περιουσίας τους που μετέφεραν μέσα στο θέατρο οι μισθοφόροι, και στους Έλληνες από την άλλη το πλήθος των ορφανών και τις συμφορές που προκαλούνταν από αυτήν την πλεονεξία.

Ενώ έκαναν αυτά, οι ίδιοι καλοτύχιζαν την πόλη και πολλοί ανόητοι τη μακάριζαν, χωρίς να προβλέπουν καθόλου τα όσα θα συνέβαιναν στο μέλλον· αντίθετα, θαύμαζαν και ζήλευαν τον πλούτο, που με άδικες ενέργειες μπήκε στην πόλη και γρήγορα έμελλε ν' αφανίσει ακόμη και αυτόν που είχε κερδηθεί με ενέργειες δίκαιες.

Τόσο πολύ παραμέλησαν τα δικά τους θέματα και επιθύμησαν τις ξένες κτήσεις, ώστε, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι είχαν εισβάλει στην περιοχή της Αττικής και είχαν ήδη χτίσει το φρούριο στη Δεκέλεια, αυτοί προσπαθούσαν να εξοπλίσουν πλοία για να εκστρατεύσουν κατά της Σικελίας, και δε ντρέπονταν που άφηναν την πατρίδα τους να καταστρέφεται και να λεηλατείται, ενώ έστελναν στρατό εναντίον ανθρώπων που ποτέ δεν μας είχαν βλάψει.

Έφτασαν μάλιστα σε τέτοιο σημείο αφροσύνης, ώστε, ενώ δεν ήταν κύριοι των γειτονικών τους προαστίων, περίμεναν να κυριεύσουν την Ιταλία, τη Σικελία και την Καρχηδόνα. Τόσο πολύ ξεπέρασαν σε ανοησία όλους τους ανθρώπους, ώστε, ενώ τους άλλους οι συμφορές τούς κάνουν να είναι συγκρατημένοι και πιο συνετοί , αυτοί ούτε από τα παθήματά τους πήραν το μάθημά τους.

Και φυσικά κατά τα χρόνια της ηγεμονίας εκείνης η πόλη έπεσε σε περισσότερες και μεγαλύτερες συμφορές απ' ό,τι σε όλη την ιστορία της. Για παράδειγμα, στην Αίγυπτο διακόσιες τριήρεις, που έπλευσαν εκεί, καταστράφηκαν μαζί με όλα τα πληρώματά τους· και στην Κύπρο εκατόν πενήντα. Στο Δάτο χάθηκαν δέκα χιλιάδες οπλίτες δικοί μας και των συμμάχων, στη Σικελία σαράντα χιλιάδες οπλίτες και διακόσιες σαράντα τριήρεις και τελευταία στη ναυμαχία στον Ελλήσποντο διακόσια πλοία.

Τα πλοία που χάνονταν πέντε–πέντε, δέκα–δέκα και περισσότερα και τους ανθρώπους που πέθαιναν κατά χιλιάδες, ποιος θα μπορούσε να μετρήσει; Όμως ένα πράγμα που επαναλαμβανόταν ήταν το εξής: έκαναν κηδείες κάθε χρόνο, όπου παρευρίσκονταν πολλοί και από τα γειτονικά κράτη και από τους άλλους Έλληνες, όχι για να συμμεριστούν το πένθος μας, αλλά για να χαρούν με τις δικές μας συμφορές.

Στο τέλος λοιπόν, χωρίς να το καταλάβουν, γέμισαν από τη μια τους δημόσιους τάφους με πολίτες, και τις φρατρίες και τα ληξιαρχεία από την άλλη με ονόματα ατόμων, που δεν είχαν καμία σχέση με την πόλη μας. Κάποιος μπορεί να καταλάβει το μεγάλο αριθμό αυτών που καταστράφηκαν προπαντός από το εξής: οι οικογένειες των πλέον γνωστών ανδρών και τα μεγάλα σπίτια, που γλίτωσαν από τα τυραννικά καθεστώτα και από τον Περσικό πόλεμο, καταστράφηκαν, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, εξαιτίας της εξουσίας που επιθυμούμε.

Επομένως, αν κάποιος ήθελε να πάρει αυτό ως παράδειγμα και να εξετάσει και τα άλλα πράγματα, θα έβλεπε πως σχεδόν έχουμε αλλάξει. Ωστόσο δεν πρέπει κανείς να μακαρίζει την πόλη που μαζεύει απερίσκεπτα πλήθος ανθρώπων και τους πολιτογραφεί αδιάκριτα, αλλά εκείνη που εξακολουθεί να διατηρεί τη γενιά των ανθρώπων που την κατοικούσαν από τα χρόνια της ίδρυσής της, και να μη ζηλεύει τους ανθρώπους που κυβερνούν στα τυραννικά καθεστώτα ούτε αυτούς που έχουν παράνομη εξουσία, αλλά αυτούς που, ενώ είναι άξιοι των μεγάλων τιμών, αρκούνται στα προνόμια που τους παρέχει ο λαός.

Γιατί ούτε άνθρωπος ούτε κράτος θα μπορούσε ν' αποκτήσει μία συμπεριφορά σπουδαιότερη, ασφαλέστερη και πολυτιμότερη απ' αυτήν. Επειδή αυτήν ακριβώς τη συμπεριφορά είχαν όσοι πήραν μέρος στους Περσικούς πολέμους, δεν έζησαν σαν ληστές, άλλοτε έχοντας περισσότερα απ' όσα τους χρειάζονταν και άλλοτε όντας σε δυστυχία εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων, εξαιτίας πολιορκίας και εξαιτίας φοβερών συμφορών· αντίθετα, στο καθημερινό τους φαγητό ούτε είχαν έλλειψη ούτε ξεπερνούσαν τα όρια, ενώ παράλληλα τόσο στη δικαιοσύνη όσο και στην αρετή τους κατέβαλλαν προσπάθειες να είναι υπόδειγμα και περνούσαν ζωή πιο ευχάριστη από τους άλλους ανθρώπους.

Αυτά παραμέλησαν οι μεταγενέστεροι και θέλησαν όχι να κυβερνήσουν την πόλη, αλλά να τη διοικήσουν ως τύραννοι, πράγματα που φαίνεται βέβαια να έχουν την ίδια σημασία , απέχουν όμως πολύ το ένα από το άλλο : έργο δηλαδή των αρχόντων είναι με δική τους φροντίδα να κάνουν τους πολίτες πιο ευτυχισμένους. Ωστόσο έχει γίνει συνήθεια στους τυράννους να προκαλούν ευχαρίστηση στον εαυτό τους με τους κόπους και τη δυστυχία των άλλων. Αναπόφευκτα λοιπόν όσοι επιχειρούν τέτοια πράγματα πέφτουν σε ανάλογες συμφορές και παθαίνουν τα ίδια που κάνουν κι αυτοί στους άλλους.

Αυτά συνέβησαν και στην πόλη μας· αντί δηλαδή να φρουρούν οι πολίτες τις ακροπόλεις των άλλων, είδαν τους εχθρούς να γίνονται κύριοι της δικής τους· και αντί να παίρνουν για ομήρους τα παιδιά, αποσπώντας τα από τους γονείς τους, πολλοί Αθηναίοι αναγκάστηκαν κατά την πολιορκία της πόλης να εκπαιδεύουν και ν' ανατρέφουν τα δικά τους παιδιά χειρότερα απ' ό,τι ταίριαζε σ' αυτά. Τέλος, αντί να καλλιεργούν τα χωράφια των άλλων, για πολλά χρόνια δεν τους δόθηκε ευκαιρία να δουν ούτε τα δικά τους.

Συνεπώς, αν μας ρωτούσε κάποιος αν θα δεχόμαστε να κρατήσουμε την ηγεμονία τόσο χρόνο και ύστερα να δούμε την πόλη μας να έχει πάθει τέτοια πράγματα, ποιος θ' απαντούσε 'ναι'; Εκτός αν πρόκειται για κάποιον που είναι ολότελα άσωτος και δεν ενδιαφέρεται ούτε για θρησκεία ούτε για γονείς ούτε για παιδιά ούτε για τίποτε άλλο, παρά μόνο για το άτομό του. Δεν αξίζει να ζηλεύει κανείς τον τρόπο σκέψης τέτοιων ανθρώπων, αλλά των πολύ προνοητικών καιόσων καμαρώνουν περισσότερο για τη φήμη της πόλης παρά για την προσωπική τους υπόληψη και προτιμούν μία μέτρια ζωή με δικαιοσύνη παρά ένα μεγάλο πλούτο με αδικία.

Και πραγματικά οι προγονοί μας, επειδή επέδειξαν έναν τέτοιο χαρακτήρα, παρέδωσαν την πόλη πιο ευτυχισμένη στη νέα γενιά και άφησαν ανάμνηση της αρετής τους αθάνατη. Από αυτά είναι εύκολο να καταλάβετε δύο πράγματα: πρώτον ότι η πατρίδα μας μπορεί ν' ανατρέφει πολίτες ανώτερους από τους άλλους και δεύτερον ότι αυτό που ονομάζουμε ηγεμονία, η οποία όμως στην πραγματικότητα είναι συμφορά, από τη φύση της κάνει χειρότερους όλους όσους την ασκούν.

Μτφρ. Δ. Αντωνίου. 2003. Ισοκράτη Περί Ειρήνης. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια (γραμματικά, συντακτικά, ερμηνευτικά, πραγματικά, αισθητικά). Αθήνα: Γρηγόρης.

Η τότε πολιτειακή μας οργάνωση ήταν τόσο καλύτερη και ανώτερη από κείνη που εγκαταστάθηκε αργότερα, όσο ακριβώς ο Αριστείδης και ο Θεμιστοκλής και ο Μιλτιάδης ήταν άνδρες ανώτεροι από τον Υπέρβολο και τον Κλεοφώντα και τους άλλους σημερινούς δημαγωγούς· και το λαό εκείνης της εποχής θα βρείτε πως δεν ήταν γεμάτος από τεμπελιά και φτώχεια και κούφιες ελπίδες, μα αντίθετα πως στις μάχες ήταν ικανός να νικάει όλους τους εισβολείς στη χώρα, πως ήταν άξιος του βραβείου της νίκης στους αγώνες υπέρ της ελευθερίας της Ελλάδας και πως ενέπνεε τόσην εμπιστοσύνη, ώστε οι περισσότερες πόλεις θεληματικά παραδόθηκαν στην ηγεμονία του (= δέχτηκαν την αρχηγία του). Αλλά ενώ είχαμε όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, αντί του πολιτεύματος που θαυμάστηκε από όλους, αυτή η δύναμη μας οδήγησε σε τέτοια ακολασία που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να επαινέσει· και αντί να νικάμε εκείνους που εκστρατεύουν εναντίον της χώρας, κατά τέτοιο τρόπο εκπαίδευσε τους πολίτες, ώστε ούτε μπροστά στα τείχη να τολμούμε να καταδιώκουμε τους εχθρούς· και αντί της αγάπης που είχαμε από τη μεριά των συμμάχων και της υπολήψεως από τους άλλους Έλληνες, σε τόσο μίσος μας περιήγαγε, ώστε λίγο έλειψε να καταστραφεί η πόλη μας, αν δεν βρίσκαμε τους Λακεδαιμόνιους, τους από την αρχή εχθρούς μας, περισσότερο ευνοϊκούς από τους πρώην συμμάχους μας. Αυτούς δε τους πρώην συμμάχους μας δεν μπορούμε δίκαια να τους κατηγορήσουμε που φέρθηκαν σκληρά απέναντι μας· γιατί δεν σχημάτισαν για μας τέτοια κακή γνώμη επιτιθέμενοι πρώτοι αλλά αμυνόμενοι και αφού έπαθαν πολλά και φοβερά πράγματα· ποιος, αλήθεια, θα μπορούσε να υπομείνει την αυθάδεια των πατέρων μας, οι οποίοι αφού μάζεψαν από όλην την Ελλάδα τους πιο τεμπέληδες και τα μεγαλύτερα καθάρματα κι αφού γέμιζαν με αυτούς τις τριήρεις γίνονταν μισητοί στους Έλληνες και τους άριστους πολίτες των πόλεων τους εξόριζαν και τις περιουσίες τους τις μοίραζαν στους πιο φαύλους από τους Έλληνες;

Αλλά αν τολμήσω να διηγηθώ με λεπτομέρειες όσα έγιναν εκείνη την εποχή, εσάς ίσως θα μπορέσω να σας κάνω να σκεφτείτε καλύτερα για την τωρινή κατάσταση, εγώ όμως μπορεί να κατηγορηθώ, γιατί συνηθίζετε να μισείτε όχι τόσο τους αίτιους των σφαλμάτων αλλά εκείνους που τα κατηγορούν. Αφού λοιπόν σεις έτσι σκέφτεστε, φοβάμαι μήπως, προσπαθώντας να σας κάνω καλό, πάθω κάποιο κακό. Εντούτοις δεν θα παραιτηθώ τελείως από όσα σκέφτηκα, αλλά όσα είναι πολύ πικρά και θα μπορούσαν πολύ να σας λυπήσουν θα τα παραλείψω και θα μνημονεύσω μόνο εκείνα, από τα οποία θα αντιληφθείτε την αφροσύνη των τότε πολιτικών.

Εφεύρισκαν λοιπόν εκείνοι με τόσην ακρίβεια εκείνες τις αιτίες από τις οποίες οι άνθρωποι μπορούν να μισηθούν, ώστε εψήφισαν το περίσσεμα των φόρων αφού το διαιρέσουν σε τάλαντα να το παρουσιάζουν στην ορχήστρα στα Διονύσια, όταν το θέατρο είναι γεμάτο· και δεν έκαναν μόνο αυτό, αλλά και παρουσίαζαν τα παιδιά εκείνων που είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο, δείχνοντας έτσι με τις δυο αυτές πράξεις στους συμμάχους μεν πως η αξία της περιουσίας τους φερόταν από πληρωμένους υπηρέτες και στους άλλους Έλληνες το πλήθος των ορφανών και τις συμφορές που πηγάζουν από αυτή την πλεονεξία. Και ενώ έκαναν αυτά και οι ίδιοι θεωρούσαν ευτυχισμένη την πόλη και πολλοί ανόητοι την καλοτύχιζαν, χωρίς να σκέφτονται καθόλου όσα επρόκειτο να συμβούν εξαιτίας αυτών, ενώ αντίθετα θαύμαζαν και ζήλευαν τον πλούτο, ο οποίος επειδή είχε μπει στην πόλη άδικα επρόκειτο γρήγορα να καταστρέψει μαζί και κείνον που αποχτήθηκε δίκαια. Γιατί τόσο πολύ παραμέλησαν τα δικά τους και επιθυμούσαν τα ξένα, ώστε ενώ οι Λακεδαιμόνιοι είχαν εισβάλει στην περιοχή της Αττικής και το φρούριο είχε πια ανεγερθεί στη Δεκέλεια αυτοί εξόπλιζαν στόλο εναντίον της Σικελίας και δεν ντρέπονταν να βλέπουν με αδιαφορία την πατρίδα να λεηλατείται και να καταστρέφεται, ενώ αυτοί να εκστρατεύουν εναντίον εκείνων που δεν μας έβλαψαν ποτέ σε κάτι και έφτασαν σε τέτοιο σημείο ανοησίας, ώστε ενώ δεν ήταν κύριοι των προαστείων τους ήλπισαν πως θα καταλάβουν την Ιταλία και τη Σικελία και την Καρχηδόνα. Και τόσο πολύ ξεπέρασαν σε αφροσύνη όλους τους ανθρώπους, ώστε ενώ τους άλλους οι συμφορές τούς κάνουν να συνέλθουν και να γίνουν πιο συνετοί, εκείνοι ούτε από αυτές διδάχτηκαν. Και φυσικά την εποχή αυτής της ηγεμονίας περιέπεσαν σε συμφορές περισσότερες και μεγαλύτερες από όλες όσες έπληξαν την πόλη σε όλη της την ιστορία. Γιατί στην Αίγυπτο οι διακόσιες τριήρεις που έπλευσαν καταστράφηκαν με όλα τους τα πληρώματα και γύρω στην Κύπρο εκατόν πενήντα· και στο Δεκελεικό πόλεμο έχασαν δέκα χιλιάδες οπλίτες δικούς τους και των συμμάχων, στη Σικελία σαράντα χιλιάδες και διακόσιες σαράντα τριήρεις και τέλος στον Ελλήσποντο διακόσιες. Και τις τριήρεις που χάνονταν πέντε–πέντε και δέκα–δέκα και τους οπλίτες που πέθαιναν χίλιοι–χίλιοι και δυο–δυο χιλιάδες, ποιος μπορεί να τους αριθμήσει; Πλην όμως υπήρχε ένα πράγμα που επαναλαμβανόταν, ότι δηλαδή κάθε χρόνο έκαναν τελετές ταφής με δημόσια δαπάνη, στις οποίες πολλοί και από τους γείτονες της πόλης μας και από τους άλλους Έλληνες σύχναζαν όχι για να πενθήσουν μαζί μας τους νεκρούς, αλλά για να χαρούν για τις συμφορές μας. Και στο τέλος, χωρίς να το καταλάβουν, γέμισαν με πολίτες τους δημόσιους τάφους και τις φατρίες και τα ληξιαρχικά βιβλία με ονόματα ανθρώπων που δεν έχουν καμιά σχέση με την πόλη μας. Και μπορεί κανείς να μάθει το πλήθος όσων χάθηκαν από το εξής προπάντων· θα διαπιστώσουμε δηλαδή πως οι οικογένειες των πιο ονομαστών ανδρών και τα πιο μεγάλα σπίτια, που σώθηκαν και κατά τις επαναστάσεις των τυράννων και κατά τον περσικό πόλεμο, καταστράφηκαν κατά την ηγεμονία που τώρα επιθυμούμε. Επομένως, αν κάποιος θα ήθελε να εξετάσει προσεχτικά και τα άλλα, παίρνοντας αυτό σαν δείγμα, εμείς θα φαινόμαστε πως έχουμε σχεδόν τελείως αλλάξει (πως είμαστε ένας νέος πληθυσμός).

Κι όμως πρέπει κανείς να μακαρίζει όχι μια πόλη που μαζεύει όπως τύχει πολλούς πολίτες από όλους τους ανθρώπους, αλλά εκείνη την πόλη που διασώζει το γένος εκείνων που την κατοίκησαν από την αρχή περισσότερο από τα άλλα γένη, και πρέπει να ζηλεύει όχι εκείνους που έχουν τυραννική εξουσία ούτε εκείνους που έχουν δύναμη μεγαλύτερη από το δίκαιο, αλλά εκείνους που είναι άξιοι του πιο μεγάλου αξιώματος, μένουν όμως ευχαριστημένοι με τα αξιώματα που τους δίνει ο λαός. Γιατί ούτε άνδρας ούτε πόλη θα μπορούσε να αποχτήσει ένα τέτοιο ήθος σπουδαιότερο ούτε ασφαλέστερο ούτε μεγαλύτερης αξίας· αυτό ακριβώς το ήθος έχοντας όσοι έζησαν κατά τους περσικούς πολέμους δεν έζησαν σαν ληστές, άλλοτε δηλ. έχοντας περισσότερα από όσα χρειάζονταν κι άλλοτε περιπίπτοντας σε σιτοδείες και πολιορκίες και μέγιστες συμφορές, αλλά σχετικά με την καθημερινή τροφή ζώντας ούτε μέσα σε ένδεια ούτε μέσα σε αφθονία, και υπερηφανευόμενοι για την δικαιοσύνη της πολιτείας και τις αρετές τους και περνώντας τη ζωή τους πιο ευχάριστα από τους άλλους.

Αυτά ακριβώς παραμέλησαν οι απόγονοί τους και θέλησαν όχι να είναι άρχοντες αλλά τύραννοι, πράγματα που φαίνονται πως έχουν την ίδια σημασία, διαφέρουν όμως πάρα πολύ το ένα από το άλλο· γιατί έργο των αρχόντων είναι με τις δικές τους φροντίδες να κάνουν τους υπηκόους τους ευτυχέστερους, ενώ για τους τυράννους έχει γίνει συνήθεια με τους κόπους και τις συμφορές των άλλων να παρασκευάζουν για τους εαυτούς τους ηδονές. Κατ' ανάγκη όμως όσοι επιχειρούν τέτοια έργα περιπίπτουν και σε συμφορές άξιες τυράννων και παθαίνουν ακριβώς τέτοια, όποια κάνουν στους άλλους. Αυτά λοιπόν έγιναν και στην πόλη μας· αντί δηλαδή να φρουρούν τις ακροπόλεις των άλλων, είδαν τους εχθρούς να γίνονται κύριοι της δικής τους ακροπόλεως· κι αντί να παίρνουν ως ομήρους παιδιά, αποσπώντας τα από τους πατεράδες και τις μανάδες τους, πολλοί πολίτες αναγκάστηκαν κατά την πολιορκία να εκπαιδεύουν τα δικά τους παιδιά και να τα ανατρέφουν χειρότερα από όσο τους ταίριαζε· κι αντί να καλλιεργούν τις ξένες περιοχές, για πολλά χρόνια δεν τους δόθηκε η ευκαιρία ούτε να δουν τη δική τους γη (τα δικά τους κτήματα).

Επομένως, αν κάποιος μας ρωτούσε αν θα δεχόμαστε, κρατώντας την εξουσία τόσο χρόνο, να δούμε ύστερα την πόλη μας να πάθει τέτοιες συμφορές, ποιος θα δεχόταν, εκτός αν είναι κάποιος τελείως απελπισμένος και δεν ενδιαφέρεται ούτε για τα ιερά ούτε για τους γονείς του ούτε για τα παιδιά του ούτε για τίποτε άλλο παρά μόνο για τα χρόνια της ζωής του; Αυτών όμως τη σκέψη δεν αξίζει να τη ζηλεύει κανείς αλλά πολύ περισσότερο (πρέπει να ζηλεύει τη σκέψη) εκείνων που καταβάλλουν μεγάλες φροντίδες και περηφανεύονται περισσότερο για την κοινή δόξα παρά για τη δική τους και που προτιμούν μια ζωή μέτρια με δικαιοσύνη παρά μεγάλον πλούτο με αδικία. Και, όπως είναι γνωστό, οι πρόγονοι επειδή υπήρξαν τέτοιοι και την πόλη γεμάτην ευτυχία την παρέδωσαν στους απογόνους τους κι άφησαν την ανάμνηση της αρετής τους αθάνατη. Από αυτά λοιπόν είναι εύκολο να διδαχθούμε ένα διπλό μάθημα, και ότι η χώρα μας μπορεί να ανατρέφει άνδρες καλύτερους από τους άλλους και ότι η ονομαζόμενη ηγεμονία που στην πραγματικότητα είναι συμφορά από τη φύση της κάνει όλους όσους την ασκούν χειρότερους.