Μτφρ. Χ.Χ. Ξυδάς. 1986. Ισοκράτους Ελένης Εγκώμιον. Κριτική και ερμηνευτική έκδοση. Αθήνα: Καρδαμίτσα.

Ποιος όμως θα περιφρονούσε το γάμο με την Ελένη, για την οποία, όταν έγινε η αρπαγή της, οι μεν Έλληνες τόσο πολύ αγανάκτησαν, όπως ακριβώς (αν) (σαν να) είχε λεηλατηθεί όλη η Ελλάδα, οι δε βάρβαροι ένοιωσαν τόσο πολύ (να τους τονώνεται το) φρόνημα, όπως ακριβώς αν μας νικούσαν όλους (τους Έλληνες); Είναι δε φανερό (από το) πώς αισθάνθηκαν (αντέδρασαν) ο καθένας απ' τους δυο. Γιατί, ενώ προηγουμένως δημιουργήθηκαν πολλές αιτίες κατηγορίας (του άλλου) μεταξύ τους, για τις άλλες μεν αδρανούσαν, γι' αυτήν όμως έστησαν πόλεμο τόσο μεγάλο όχι μόνο ως προς το μέγεθος (ένταση) της οργής, αλλά και το μήκος (έκταση) του χρόνου και το πλήθος των προετοιμασιών, όσο (μεγάλος) κανένας ποτέ ως τώρα δεν έχει γίνει. Ενώ δε ήταν δυνατό στους μεν, αφού αποδώσουν την Ελένη (να τη δώσουν πίσω), ν' απαλλαγούν από τις κακουχίες που υπέφεραν τότε, στους δε, αν αδιαφορήσουν για 'κείνη, να ζουν τα υπόλοιπα χρόνια (της ζωής τους) χωρίς φόβο, κανένας από τους δυο δεν (το) θέλησε αυτό. Αλλ' εκείνοι μεν έβλεπαν αδιαμαρτύρητα και πόλεις (τους) να ρημάζονται και τη χώρα τους να λεηλατείται, για να μη αφήσουν αυτή (την Ελένη) στους Έλληνες, αυτοί δε προτιμούσαν να φτάνουν στα βαθιά γεράματα παραμένοντας στην ξένη (χώρα) και (προτιμούσαν) μάλλον (πιο πολύ) να μη δουν ποτέ (πια) τους δικούς τους, παρά να γυρίσουν στις πατρίδες τους αφού εγκαταλείψουν εκείνη. Κι αυτά τα έκαναν όχι γιατί φιλονικούσαν για χάρη του Αλέξανδρου (Πάρη) και του Μενέλαου, αλλά (φιλονικούσαν) οι μεν για χάρη της Ασίας, οι δε της Ευρώπης, πιστεύοντας ότι σ' όποια από τις δυο (ηπείρους) θα κατοικούσε το σώμα εκείνης (εκείνη), αυτή η χώρα (ήπειρος) θα είναι (θα γίνει) ευτυχέστερη.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. 1957. Ισοκράτους Ελένης Εγκώμιον. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

Ποίος λοιπόν ήθελε καταφρονήσει τον γάμον της Ελένης, μετά την αρπαγήν της οποίας οι μεν Έλληνες τόσον ηγανάκτησαν, ωσάν όλη η Ελλάς να είχε καταστραφή υπό των εχθρών, οι δε βάρβαροι τόσον υπερηφανεύθησαν, ωσάν να είχον νικήσει όλους ημάς; Πώς δε διετέθησαν και οι δύο, είναι φανερόν· πρότερον δηλαδή, ενώ πολλαί αμφισβητήσεις παρουσιάσθησαν μεταξύ των, διά μεν τας άλλας ησύχαζον, αλλά διά την γυναίκα ταύτην ανέλαβον τόσον μεγάλον πόλεμον, ο οποίος όχι μόνον ως προς το μέγεθος της οργής, αλλ' ακόμη και ως προς την διάρκειαν αυτού και το μέγεθος των παρασκευών, δεν δύναται να παραβληθή προς ουδένα των προηγουμένων. Ενώ δε ηδύναντο οι μεν βάρβαροι, αφού αποδώσουν την Ελένην, να απαλλαγούν των παρόντων κακών, εις δε τους Έλληνας, αφού παύσουν να ενδιαφέρωνται διά την τύχην της, να ζουν τον υπόλοιπον χρόνον χωρίς φόβον, ούτε οι μεν, ούτε οι δε εδέχθησαν τας λύσεις ταύτας· αλλ' οι μεν βάρβαροι ηνείχοντο να βλέπουν και τας πόλεις των να καταστρέφωνται και την χώραν των να λεηλατήται, υπό τον όρον όμως να μη παραδώσουν αυτήν εις τους Έλληνας, οι δε Έλληνες επροτίμων μένοντες εις την ξένην χώραν να γηράσουν και ποτέ να μη ιδούν πλέον τας οικογενείας των μάλλον παρά να εγκαταλείψουν εκείνην και να επανέλθουν εις τας πατρίδας των. Και ταύτα έπραττον, όχι διότι ετάσσοντο με το μέρος του Αλεξάνδρου και του Μενελάου, αλλά διότι οι μεν εφρόντιζον διά την Ασίαν, οι δε διά την Ευρώπην, με την σκέψιν ότι εις οποιανδήποτε εκ των δύο ήθελε κατοικήσει το σώμα εκείνης, αύτη θα ήτο χώρα ευδαιμονεστέρα.