Μτφρ. Π. Δημάκης. 1994. Ισαίου Λόγοι. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

[1] Κατά πολύ άλλαξαν για μένα τα πράγματα, κύριοι δικαστές, μετά το θάνατο του Κλεώνυμου. Ενώ δηλαδή όσο ήταν στη ζωή μάς είχε παραδώσει την περιουσία του, τώρα με το θάνατό του μας φέρνει σε σημείο να κινδυνεύουμε να τη χάσουμε ολόκληρη. Και τότε μεν μας ανέτρεφε με τέτοια σωφροσύνη, ώστε στο δικαστήριο δεν είχαμε έρθει ούτε καν ως ακροατές. Αν ερχόμαστε δε σήμερα εδώ, τούτο γίνεται επειδή έχουμε να αγωνιστούμε για όλα μας τα υπάρχοντα. Γιατί οι αντίδικοί μας δεν διεκδικούν την κληρονομιά μόνο του Κλεώνυμου, αλλά επί πλέον και την πατρική μας περιουσία, ισχυριζόμενοι ότι και εμείς του οφείλαμε χρήματα.

[2] Οι οικείοι και οι λοιποί συγγενείς τους βρίσκουν (σημειωτέον) πως είναι σωστό να πάρουμε και εμείς ένα μερίδιο ίσο προς το μερίδιο των αντιδίκων μας, από όσα πράγματι άφησε ως κληρονομιά ο Κλεώνυμος. Όμως οι ίδιοι οι αντίδικοι έφτασαν σε τέτοιο σημείο αδιαντροπιάς, ώστε προσπαθούν (όπως και προηγουμένως σας είπα) να μας πάρουν όχι μόνο την κληρονομιά του Κλεώνυμου, αλλά και αυτή την ίδια την πατρική μας περιουσία και τούτο όχι βέβαια γιατί, κύριοι δικαστές, αγνοούν το δίκαιο, αλλά γιατί μας θεωρούν έρημους και χωρίς προστάτες.

[3] Ιδού, λοιπόν, τι υποστηρίζουμε καθένας από εμάς που εμφανιζόμαστε (σήμερα) εμπρός σας: Οι αντίδικοι επικαλούνται ορισμένη διαθήκη την οποία συνέταξε ο Κλεώνυμος κατά μία περίοδο που ήταν οργισμένος, όχι βέβαια εναντίον μας αλλά κατά κάποιου από τους οικείους μας, μια διαθήκη που πάντως την ανακάλεσε (κατ' ουσίαν) πριν από το θάνατό του αφού μάλιστα έστειλε τον Ποσείδιππο στους άρχοντες.

[4] Εξάλλου εμείς είμαστε οι πιο στενοί εξ αίματος συγγενείς του Κλεώνυμου, μας συνέδεε δε με αυτόν μεγάλη οικειότητα. Την κληρονομιά του λοιπόν τη δίνουν σ' εμάς οι νόμοι, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αγχιστείας, η θέληση του Κλεώνυμου λόγω της προς εμάς αγάπης του αλλά και του Πολύαρχου, πατέρα του Κλεώνυμου, η παραγγελία, σύμφωνα με την οποία, αν τύχαινε να πεθάνει ο Κλεώνυμος άτεκνος, η κληρονομιά του έπρεπε να δοθεί σ' εμάς.

[5] Παρόλο όμως ότι εμείς έχουμε τόσους τίτλους, οι αντίδικοι αν και είναι συγγενείς και (κυρίως) έχουν άδικο, δεν ντρέπονται να μας εμπλέκουν σε δικαστικούς αγώνες γι' αυτά τα θέματα για τα οποία θα θεωρείται αισχρό ακόμα και το να δικολογεί κανείς με μη συγγενείς του.

[6] Δεν νομίζω, κύριοι δικαστές, ότι τα αισθήματα που τρέφουμε οι μεν για τους δε είναι όμοια. Εγώ δηλαδή θεωρώ ότι το μεγαλύτερο από τα ατυχήματά μου δεν είναι το ότι κινδυνεύω αδίκως, αλλά το ότι αγωνίζομαι κατά συγγενών, εναντίον των οποίων και το να αμύνεται κανείς είναι δυσάρεστο πράγμα. Ούτε θα θεωρούσα ως μικρότερο κακό το να βλάπτω τούτους ―έστω και υπερασπίζοντας τον εαυτό μου―, που είναι οικείοι μου, από το να βλάπτομαι εγώ από αυτούς.

[7] Όμως οι αντίδικοι δεν φαίνεται ότι είναι της ίδιας γνώμης, γι' αυτό και άρχισαν τον αγώνα εναντίον μας, προσκάλεσαν μάλιστα και τους φίλους τους. Ζήτησαν τη βοήθεια ρητόρων και τίποτα δεν παρέλειψαν να κάνουν από όσα ήσαν στο χέρι τους, σαν να επρόκειτο, κύριοι δικαστές, να επιτεθούν κατά εχθρών και όχι να βλάψουν οικείους και συγγενείς.

[8] Την αδιαντροπιά τους και την πλεονεξία τους θα την αντιληφθείτε καλύτερα, όταν ακούσετε όλα τα σχετικά. Γι' αυτό και θα αρχίσω να σας διηγούμαι τα καθέκαστα από το σημείο εκείνο, από το οποίο θα καταλάβετε γρηγορότερα τη διαφορά που μας χωρίζει.

Μτφρ. Μ.Γ. Μιχαηλίδης–Νουάρος. [1939] χ.χ. Ισαίος. Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[1] Μεγάλη πραγματικώς είναι η μεταβολή, κύριοι δικασταί, ήτις επήλθεν εις εμέ από τον θάνατον του Κλεωνύμου. Εκείνος εν όσω έζη αφήκε την περιουσίαν του εις ημάς, αλλ' ο θάνατός του μας έκαμε να κινδυνεύομεν να την χάσωμεν. Και κατά το διάστημα της ζωής του ημείς τόσον καλήν ανατροφήν ελαμβάνομεν απ' αυτόν, ώστε ποτέ μας δεν επήγαμεν εις δικαστήριον ούτε ως ακροαταί· τώρα όμως ήλθομεν εδώ διά να αγωνισθώμεν δι' όλα τα υπάρχοντά μας· διότι οι αντίδικοί μας διαφιλονικούν όχι μόνον την κληρονομίαν του Κλεωνύμου αλλά και την πατρικήν μας περιουσίαν, ισχυριζόμενοι ότι ημείς εξ αυτής χρεωστούμεν εις εκείνον χρήματα. [2] Αλλ' όμως οι φίλοι των και οι συγγενείς των αναγνωρίζουν το δίκαιόν μας να λάβωμεν ίσην μοίραν με αυτούς από την ομολογουμένην περιουσίαν που αφήκε ο Κλεώνυμος· αυτοί δε εις τόσον βαθμόν αναιδείας έχουν φθάσει, ώστε ζητούν να μας στερήσουν ακόμη και την πατρικήν μας περιουσίαν, όχι διότι δεν ηξεύρουν, κύριοι δικασταί, το δίκαιον, αλλά διότι νομίζουν ότι είμεθα τελείως απροστάτευτοι.

[3] Διότι προσέξατε εις ποίους λόγους ούτοι και ημείς βασιζόμενοι παρουσιάσθημεν ενώπιόν σας. Ούτοι μεν στηρίζονται επί διαθήκης τοιαύτης, την οποίαν ο θείος μας συνέταξε, όχι διότι είχε κανέν παράπονον εναντίον μας αλλ' από θυμόν εναντίον κάποιου εκ των συγγενών μας· ηκύρωσε όμως προ του θανάτου του, αποστείλας τον Ποσείδιππον εις το γραφείον του άρχοντος δι' αυτόν τον σκοπόν. [4] Ημείς ήμεθα οι στενώτατοι συγγενείς του Κλεωνύμου και ευρισκόμεθα μεταξύ όλων εις οικειοτάτας σχέσεις με εκείνον· οι νόμοι επίσης μας έδιδον το δίκαιον της κληρονομίας ως εις πλησιεστάτους συγγενείς, ως και αυτός ο Κλεώνυμος ήτο σύμφωνος εις τούτο διά την προς ημάς αγάπην του. Ακόμη δε και ο Πολύαρχος, ο πατήρ του Κλεωνύμου και πάππος μας, είχε παραγγείλει εάν ο Κλεώνυμος απέθνησκε άτεκνος, να αφήση εις ημάς την περιουσίαν του. [5] Ενώ λοιπόν ημείς έχομεν τόσα δικαιώματα, ούτοι, παρ' όλον ότι είναι συγγενείς μας και δεν έχουν κανέν δίκαιον να προβάλουν, δεν εντρέπονται να μας αναγκάσουν να καταφύγωμεν εις δικαστικόν αγώνα διά ζήτημα, το οποίον και άνθρωποι μη συγγενείς θα ήτο αισχρόν να διαφιλονικήσουν.

[6] Αλλ' όμως δεν νομίζω, κύριοι δικασταί, ότι οι αντίπαλοί μας και ημείς έχομεν τα ίδια αισθήματα αναμεταξύ μας. Διότι εγώ θεωρώ ότι είναι το μεγαλύτερον από τα τωρινά μου κακά, όχι το ότι αδίκως ευρίσκομαι εις δικαστικόν κίνδυνον, αλλά το ότι κρισολογούμαι με συγγενείς, εναντίον των οποίων και να αμύνεται τις δεν είναι πράγμα ευϋπόληπτον· διότι δεν θα ενόμιζα ότι είναι μικροτέρα συμφορά να βλάψω τους συγγενείς μου, ακόμη και εν αμύνη, παρά να κακοποιηθώ εγώ προηγουμένως απ' αυτούς.

[7] Αυτοί όμως δεν έχουν τοιαύτα αισθήματα· αλλ' εξεστράτευσαν εναντίον μας αφού και φίλους των επροσκάλεσαν και ρήτορας προητοίμασαν και τίποτε δεν παρέλειψαν από ό,τι ημπορούσαν, ως να επρόκειτο, κύριοι δικασταί, να τιμωρήσουν εχθρούς και όχι να βλάψουν οικείους και συγγενείς.

[8] Θα εννοήσετε δε ακόμη περισσότερον την αναισχυντίαν αυτών και την αισχροκέρδειαν, όταν ακούσητε όλην την ιστορίαν· θα αρχίσω δε από το σημείον εκείνο την εξιστόρησιν, από το οποίον νομίζω ότι ταχύτερον θα αντιληφθήτε τα υπό αμφισβήτησιν ζητήματα.