Μτφρ. Ε.Κ. Βενιζέλος. [1940] 1960. Θουκυδίδου Ιστορίαι. Ι–ΙΙ. 2η έκδ. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. (1η έκδ. Οξφόρδη: Οxford University Press).

[2.34.1] Κατά την διάρκειαν του ιδίου χειμώνος, οι Αθηναίοι, συμμορφούμενοι προς πατροπαράδοτον έθιμον, ετέλεσαν δημοσία δαπάνη την κηδείαν των πρώτων νεκρών του παρόντος πολέμου. Η επιτάφιος αυτή τελετή γίνεται κατά τον εξής τρόπον. [2.34.2] Αφού στήσουν επί τούτω εξέδραν, τοποθετούνται επάνω εις αυτήν την προπαραμονήν της εκφοράς τα οστά των πεσόντων, και ο καθείς φέρει εις τον νεκρόν του ό,τι επιτάφιον δώρον θέλει. [2.34.3] Όταν έλθη η ώρα της εκφοράς, άμαξαι κομίζουν λάρνακας κυπαρισσίνας, μίαν δι' εκάστην φυλήν, και τα οστά εκάστου τοποθετούνται εις την λάρνακα της ιδικής του φυλής. Δια τους αγνοουμένους, όσους δεν κατώρθωσαν να εύρουν και συλλέξουν, φέρουν επάνω εις τα χέρια κενόν φέρετρον με επίστρωμα. [2.34.4] Καθείς που θέλει, είτε πολίτης, είτε ξένος, ημπορεί να λάβη μέρος εις την εκφοράν, και αι συγγενείς ακόμη γυναίκες προσέρχονται εις τον τόπον του ενταφιασμού ολοφυρόμεναι.

[2.34.5] Αι λάρνακες τοποθετούνται εις το δημόσιον μνημείον, το οποίον κείται εις το ωραιότερον προάστειον της πόλεως, και εις το όποιον θάπτονται ανέκαθεν οι πεσόντες εις τον πόλεμον, πλην των πεσόντων εις τον Μαραθώνα. Διότι, επειδή εθεώρησαν την ανδρείαν των τελευταίων αυτών ολωσδιόλου εξαιρετικήν, τους έθαψαν εκεί όπου έπεσαν. [2.34.6] Αφού τοποθετηθούν τα οστά υπό την γην, ρήτωρ, ο οποίος έχει ορισθή υπό της πόλεως και ο οποίος όχι μόνον θεωρείται προικισμένος με μεγάλην σύνεσιν, αλλά και στέκει υψηλά εις την κοινήν εκτίμησιν, απαγγέλλει προς τιμήν των πεσόντων το κατάλληλον εγκώμιον. [2.34.7] Και μετά τούτο απέρχονται. Κατά τον τρόπον τούτον γίνεται η κηδεία, και καθ' όλην την διάρκειαν του πολέμου, οσάκις παρουσιάσθη περίστασις, συνεμορφώθησαν προς το έθιμον τούτο. [2.34.8] Προς τιμήν λοιπόν των πρώτων αυτών θυμάτων του πολέμου, επεφορτίσθη να ομιλήση ο Περικλής, υιός του Ξανθίππου. Και όταν ήλθεν η κατάλληλος στιγμή, επροχώρησεν από το μνημείον εις το βήμα, το όποιον είχε κατασκευασθή υψηλόν, δια ν' ακούεται από όσον το δυνατόν περισσοτέρους από τους συναθροισθέντας, και ωμίλησεν ως εξής περίπου.

Μτφρ. Ε. Λαμπρίδη. 1962. Θουκυδίδου Ιστορία. Πρόλογος, μετάφραση, σχόλια. Εισαγωγή: Ι.Θ. Κακριδής. Ι–IV. Αθήνα: Γκοβόστης.

[2.34.1] Τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι, ακολουθώντας πατροπαράδοτη συνήθειά τους, κήδεψαν με δημόσια τελετή τους πρώτους που σκοτώθηκαν σε τούτο τον πόλεμο, κ' η τελετή γίνεται με τον ακόλουθο τρόπο: [2.34.2] πρώτα εκθέτουν για τρεις μέρες τα κόκκαλα των σκοτωμένων σε μια σκηνή που στήνουν γι' αυτό το σκοπό, κι όποιος θέλει φέρνει προσφορές στο δικό του· [2.34.3] κι όταν είναι να γίνει η εκφορά, φέρνουνε φέρετρα από κυπαρισσόξυλο σε δέκα αμάξια, ένα για κάθε φυλή. Και βάζουν μέσα τα κόκκαλα ανάλογα από ποια φυλή ήταν ο καθένας. Ένα κλινάρι άδειο ακολουθεί, στρωμένο με σάβανο, για τους χαμένους που δε βρέθηκαν όταν σήκωσαν τους νεκρούς. [2.34.4] Και συνοδεύουν την κηδεία όσοι θέλουν, και πολίτες και ξένοι, και οι συγγένισσες γυναίκες παραστέκονται στην ταφή μοιρολογώντας. [2.34.5] Τους θάβουνε λοιπόν στο δημόσιο τάφο που βρίσκεται στο πιο ωραίο και πιο περίβλεπτο μέρος έξω από την πολιτεία και πάντα εκεί θάβουν τους σκοτωμένους που φέρνουν από τους πολέμους, εξόν αυτούς που έπεσαν στο Μαραθώνα· γιατί εκεινών, που θεώρησαν την αντρειά τους πιο έξοχη, τους έκαμαν τον τάφο εκεί που πολέμησαν. [2.34.6] Κι όταν πια τους σκεπάσει η γης, ένας άντρας, που τον εκλέγει η πολιτεία, γιατί τους φαίνεται πιο γνωστικός κ' εξέχει στην κοινήν εκτίμηση, τους βγάζει τον επαινετικό λόγο που ταιριάζει· [2.34.7] και ύστερ' απ' αυτό φεύγουν όλοι. Έτσι λοιπόν τους κηδεύουν και σ' όλη τη διάρκεια του πολέμου, οπότε παρουσιαζόταν η ευκαιρία κράτησαν αυτή τη συνήθεια. [2.34.8] Γι' αυτούς λοιπόν τους πρώτους νεκρούς, διάλεξαν τον Περικλή, το γιο του Ξανθίππου να πει το λόγο. Κι όταν ήρθε η ώρα, προχώρησε από τον τάφο σε μια ψηλή εξέδρα που είχανε στήσει επί τούτου, για ν' ακουστεί απ' όσο γινόταν περισσότερους από τη σύναξη, και είπε πάνω–κάτω τ' ακόλουθα: