Οι προηγούμενοι λόγοι του Αλκινόου (θ 536 κε.)

(θ 536-543)


Κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
Δημόδοκος δ᾿ ἤδη σχεθέτω φόρμιγγα λίγειαν·
οὐ γάρ πως πάντεσσι χαριζόμενος τάδ᾿ ἀείδει.
ἐξ οὗ δορπέομέν τε καὶ ὤρορε θεῖος ἀοιδός,
ἐκ τοῦ δ᾿ οὔ πω παύσατ᾿ ὀϊζυροῖο γόοιο
ὁ ξεῖνος· μάλα πού μιν ἄχος φρένας ἀμφιβέβηκεν.
ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ὁ μὲν σχεθέτω, ἵν᾿ ὁμῶς τερπώμεθα πάντες,
ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος, ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτως·
 
Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι·
ας σταματήσει τη γλυκόφωνη κιθάρα του ο Δημόδοκος,
γιατί θαρρώ δεν προξενεί σ' όλους χαρά με τα τραγούδια του.
Αφότου ο θείος τραγουδιστής σ' αυτό το δείπνο ανασηκώθηκε
να τραγουδήσει, ούτε στιγμή δεν έπαψε τον δύστυχό του θρήνο
ο ξένος· ίσως τον βασανίζει κάποιος κρυφός καημός.
Λέω λοιπόν να σταματήσει, κι εμείς να βρούμε τρόπο
να χαρούμε όλοι μαζί, ο ξένος κι όσοι τον φιλοξενούμε―
αυτό νομίζω είναι το καλύτερο.

[Μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. θ, Στιγμή: Αθήνα 1992, σ.51-53]

Ωστόσο, κατά τον οικοδεσπότη βασιλιά, οφείλει κι ο ξένος, στο όνομα του αμοιβαίου της φιλοξενίας, να αποκαλύψει: (α) το όνομα και τους γονείς του ― κανείς εξάλλου στον κόσμο αυτό δεν είναι ανώνυμος· (β) την πατρίδα του ― έτσι θα μπορούν τα νοήμονα καράβια των Φαιάκων να μεταφέρουν κοιμισμένο τον ξένο στην πατρίδα του· (γ) τα, αφιλόξενα ή φιλόξενα, μέρη που περιπλανήθηκε· και (δ) τον λόγο που θρηνεί ακούγοντας τα πάθη των Aχαιών στην Τροία (θ 550-580):


εἴπ᾿ ὄνομ᾿ ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε
ἄλλοι θ᾿ οἳ κατὰ ἄστυ καὶ οἳ περιναιετάουσιν.
οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀνώνυμός ἐστ᾿ ἀνθρώπων,
οὐ κακὸς οὐδὲ μὲν ἐσθλός, ἐπὴν τὰ πρῶτα γένηται,
ἀλλ᾿ ἐπὶ πᾶσι τίθενται, ἐπεί κε τέκωσι, τοκῆες.
εἰπὲ δέ μοι γαῖάν τε· τεὴν δῆμόν τε πόλιν τε, 550
ὄφρα σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες

ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ὅππῃ ἀπεπλάγχθης τε καὶ ἅς τινας ἵκεο χώρας
ἀνθρώπων, αὐτούς τε πόλιάς τ᾿ ἐὺ ναιεταούσας,
ἠμὲν ὅσοι χαλεποί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι, 575
οἵ τε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής.
εἰπὲ δ᾿ ὅ τι κλαίεις καὶ ὀδύρεαι ἔνδοθι θυμῶ
Ἀργείων Δαναῶν ἠδ᾿ Ἰλίου οἶτον ἀκούων.
τὸν δὲ θεοὶ μὲν τεῦξαν, ἐπεκλώσαντο δ᾿ ὄλεθρον
ἀνθρώποις, ἵνα ᾖσι καὶ ἐσσομένοισιν ἀοιδή. 580
 
"Πες πρώτα το όνομά σου, μ' όποιο κι αν σε καλούν στα μέρη σου
η μάνα κι ο πατέρας σου, κι οι άλλοι
που σε γειτονεύουν μες στην πόλη. Γιατί το ξέρουμε,
σ' αυτόν τόν κόσμο κανείς δεν μένει ανώνυμος,
το ίδιο ο άσημος όπως κι ο ευγενής,
από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε· δίνουνε στον καθένα που γεννούν
όνομα οι γονείς του.
Κι ακόμη, φανέρωσε τη χώρα σου, λαό και πόλη,
για να σε ταξιδέψουν προς τα εκεί τα πλοία, με τους δικούς τους
λογισμούς.

Εμπρός, λοιπόν, πές μου κι αυτό, μην αποφεύγεις την αλήθεια·
σαν πού περιπλανήθηκες; ποιες χώρες έφτασες
και ποιους ανθρώπους; αυτούς που είδες
και τις μεγάλες πολιτείες τους·
ποιοι ήσαν βάναυσοι, άδικοι κι απολίτιστοι;
και ποιοι φιλόξενοι, με νου και σέβας στους θεούς;
Κι ακόμη εξήγησε γιατί θρηνείς κι οδύρεται η ψυχή σου,
όταν ακούς τα πάθη των Αργείων,
των Δαναών τη μοίρα και της Τροίας;
Ό,τι κι αν έγινε, έργο θεού· τον όλεθρο τόσων ανθρώπων
έκλωσαν οι θεοί, να γίνει στους μελλούμενους τραγούδι.

[Μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. θ, Στιγμή: Αθήνα 1992, σ.53-55]