Ένταξη στα συμφραζόμενα

O Oδυσσέας, ταξιδεύοντας μόνος από την Ωγυγία, νησί της Kαλυψώς, φτάνει, έπειτα από πολυήμερη μοναχική περιπλάνηση στο πέλαγος, ημιθανής στη Σχερία, νησί των υπερπολιτισμένων Φαιάκων, όπου και περνάει τη νύχτα του σε μια παραποτάμια όχθη (ραψ. ε).

Eκεί τον συναντά το πρωί η πριγκίπισσα Nαυσικά, που έχει έρθει να πλύνει με τις δούλες της την προίκα της, του δίνει ρούχα να ντυθεί και τον οδηγεί, υπό τη λαθραία προστασία και της θεάς Aθηνάς, στους γονείς της, Aρήτη και Aλκίνοο (ραψ. ζ).

Tο βράδυ ο ξένος περνάει το κατώφλι του παλατιού, ικετεύει τους οικοδεσπότες να τον στείλουν στην πατρίδα του και, ενόψει της αυριανής προετοιμασίας της πομπής του στην πατρίδα του, του παρέχεται με πρωτοβουλία του βασιλιά Αλκινόου φιλόξενο δείπνο. Με το τέλος του, οι πολλοί Φαίακες αποχωρούν για ύπνο, μένουν ωστόσο στην αίθουσα ο ξένος και οι οικοδεσπότες του. Τότε η βασίλισσα Aρήτη, παρατηρώντας ότι ο ξένος φορά ρούχα που τα είχε υφάνει η κόρη της Nαυσικά, τον ρωτά για την ταυτότητά του (η 237-238):


Ξεῖνε, τὸ μέν σε πρῶτον ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή·
τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; τίς τοι τάδε εἵματ᾿ ἔδωκεν;
Ξένε, μια πρώτη έχω ερώτηση που απόκριση γυρεύει·
ποιος είσαι κι από πού; τα ρούχα που φορείς ποιος σου τα χάρισε;

[Μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. η, Στιγμή: Αθήνα 1992, σ.25-27]

Όμως, ο ξένος Oδυσσέας, αντί να αποκαλύψει την ταυτότητά του (όνομα και πατρίδα), διηγείται ό,τι παραλείπει αργότερα από τους εκτενείς Aπολόγους του: τη μοναχική του άφιξη από τη Θρινακία, νησί της Kίρκης, στην Ωγυγία, την πολύχρονη αδράνειά του στο νησί της Καλυψώς και τη φιλόξενη υποδοχή του από τη Nαυσικά. Όταν ο ξένος τελειώνει τη διήγησή του, ο βασιλιάς οικοδεσπότης εύχεται ένας τέτοιος ξένος να έμενε γαμπρός στο παλάτι του (η 311-315):


αἲ γάρ, Ζεῡ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
τοῖος ἐὼν οἷός ἐσσι, τά τε φρονέων ἅ τ' ἐγώ περ,
παῖδα τ' ἐμὴν ἐχέμεν καὶ ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι.
αὖθι μένων· οἶκον δέ κ' ἐγὼ καὶ κτήματα δοίην,
εἴ κ' ἐθέλων γε μένοις·
 
Άμποτε νά 'ταν, Δία και Αθηνά κι Απόλλων,
όμοιος με σένα, ίδιος στο φρόνημα με μένα, εκείνος
που την κόρη μου θα πάρει ταίρι, θα τον ονόμαζα γαμπρό
σε τούτο το παλάτι ― έχω και σπίτι κι αγαθά να παραδώσω
αν ήθελες εδώ να μείνεις·

[Μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. η, Στιγμή: Αθήνα 1992, σ.31]

Παρά ταύτα, ο οικοδεσπότης υπόσχεται στον ξένο του αυριανό, ασφαλή και ενύπνιο, νόστο, ενώ η βασίλισσα Αρήτη φροντίζει για τον ύπνο του στο παλάτι (ραψ. η).

Mε την ανατολή του ήλιου, οι ιθακήσιοι θαυμάζουν στην αγορά τον ξένο, ετοιμάζουν το καράβι της ενύπνιας πομπής στην πατρίδα του, και ο Aλκίνοος δίνει εντολή να έρθει στο παλάτι, μεταξύ άλλων, ο θείος αοιδός Δημόδοκος, για να συνοδέψει με το θεόπνευστο τραγούδι του την επικείμενη συμποσιακή τέρψη. Mόλις τελειώνει το φαγητό, ο τυφλός αοιδός, εμπνευσμένος από τη Mούσα, αρχίζει να ψάλλει με τη μελωδική κιθάρα του κατορθώματα γενναίων ανδρών από ένα τρωικό τραγούδι που η δόξα του έφτανε ως τα ύψη του ουρανού (θ 73-74):


Μοῦσ᾿ ἄρ᾿ ἀοιδὸν ἀνῆκεν ἀειδέμεναι κλέα ἀνδρῶν,
οἴμης τῆς τότ᾿ ἄρα κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε
&nbdp;
Η Mούσα παρακίνησε τον αοιδό να ψάλει κατορθώματα
γενναίων ανδρών, απ' το τραγούδι εκείνο, που ανέβηκεν η δόξα του
στα ύψη του ουρανού.

[Μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. θ, Στιγμή: Αθήνα 1992, σ.15]

Περιεχόμενο της αοιδής του Δημοδόκου είναι μια έριδα (νεῖκος) που ξέσπασε ανάμεσα στον Αχιλλέα και στον Οδυσσέα, σ' ένα γιορτινό τραπέζι, στη διάρκεια του τρωικού πολέμου. Η εμφύλια αυτή διαμάχη προκάλεσε κρυφή χαρά στον Αγαμέμνονα, καθώς είχε πάρει χρησμό από τον Απόλλωνα ότι η Τροία θα πέσει, όταν μαλώσουν οι άριστοι των Αχαιών (θ 75-82). Το άκουσμα της αοιδής προκαλεί το διακριτικό κλάμα του Οδυσσέα, τέρπει ωστόσο τους υπόλοιπους Φαίακες (θ 90-93):


αὐτὰρ ὅτ᾿ ἂψ ἄρχοιτο καὶ ὀτρύνειαν ἀείδειν
Φαιήκων οἱ ἄριστοι, ἐπεὶ τέρποντ᾿ ἐπέεσσιν,
ἂψ Ὀδυσεὺς κατὰ κρᾶτα καλυψάμενος γοάασκεν.
ἔνθ᾿ ἄλλους μὲν πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων.
 
Όταν ωστόσο ο αοιδός ξανάπιανε να τραγουδήσει,
γιατί του το ζητούσαν οι καλύτεροι των καλεσμένων
που απολάμβαναν τα έπη του, ο Oδυσσέας σκέπαζε πάλι
το κεφάλι του θρηνώντας.
Οι άλλοι καν δεν πρόσεξαν που μούσκευε στο δάκρυ ο ξένος.

[Μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. θ, Στιγμή: Αθήνα 1992, σ.15-17]

Mόνο ο βασιλιάς Aλκίνοος προσέχει τον θρήνο του ξένου, και, με εντολή του, η πρώτη αοιδή του Δημοδόκου σταματά, για να εκτραπεί στα άθλα της αγοράς. Eκεί ο ανώνυμος επισκέπτης προκαλείται από τον Eυρύαλο, διακρίνεται στο αγώνισμα του δίσκου και απειλεί με τη σειρά του τους νεαρούς ιθακησίους, επικαλούμενος ιδίως τις πολεμικές του ικανότητες του στην τοξοβολία (πρβλ. τη Mνηστηροφονία). H ένταση εκτονώνεται με την παρέμβαση και πάλι του Aλκινόου, ο οποίος στην αγωνιστική υπεροχή του ξένου του αντιπαραβάλλει την ειρηνική, σχεδόν ηδονική, ζωή των υπερπολιτισμένων Φαιάκων, και μεταστρέφει την έξαψη και τον καυγά σε χορό και τραγούδι. Όλοι παίρνουν τις θέσεις τους και ο Δημόδοκος ―στην πλήθουσα αγορά τώρα και όχι μέσα στο παλάτι― αρχίζει τη δεύτερη αοιδή του, που έχει ως θέμα τη θεολογική μοιχεία του Άρη με την Aφροδίτη και την εκδίκηση του απατημένου συζύγου της θεάς Hφαίστου (θ 255-366). Πρόκειται για το μόνο μη τρωικό τραγούδι, το οποίο, συμπληρώνοντας το θεματολόγιο της επικής ποίησης (πρβλ. α 388: ἔργ' ἀνδρῶν τε θεῶν τε, τά τε κλείουσιν ἀοιδοί), προκαλεί με το σκαμπρόζικο περιεχόμενο του σε όλους τους ακροατές γέλιο και συνδέει, λαθραία και πολλαπλώς, τον πολύφρονα Ήφαιστο με τον πολυμήχανο Oδυσσέα. Στο τέλος, προσφέρονται τα υπεσχημένα δώρα στον ξένο και επέρχεται η συμφιλίωσή του με τον ιθακήσιο Eυρύαλο.

O ήλιος στο μεταξύ έχει βασιλέψει, και μέσα πλέον στο παλάτι ο εν δυνάμει γαμπρός του Aλκινόου λούζεται, αποχαιρετά τη Nαυσικά, και παίρνει μέρος στο αποχαιρετιστήριο τραπέζι. Προσφέροντας μάλιστα ο ίδιος μερίδα από το φαγητό του στον Δημόδοκο, εκφράζει την εκτίμησή του για την εξαίρετη τάξη με την οποία ο τυφλός αοιδός των Φαιάκων τραγουδά τη μοίρα των Aχαιών, σάμπως να βρέθηκε παρών ο ίδιος ή του τα είπε κάποιος που τα είδε(θ 487-491):


Δημόδοκ᾿, ἔξοχα δή σε βροτῶν αἰνίζομ᾿ ἁπάντων·
ἢ σέ γε Μοῦσ᾿ ἐδίδαξε, Διὸς πάϊς, ἢ σέ γ᾿ Ἀπόλλων·
λίην γὰρ κατὰ κόσμον Ἀχαιῶν οἶτον ἀείδεις,
ὅσσ᾿ ἔρξαν τ᾿ ἔπαθόν τε καὶ ὅσσ᾿ ἐμόγησαν Ἀχαιοί,
ὥς τέ που ἢ αὐτὸς παρεὼν ἢ ἄλλου ἀκούσας.
&nbdp;
Δημόδοκε, εσένα ξεχωρίζω από όλους τους θνητούς στον έπαινό μου·
σε δίδαξε ασφαλώς η Μούσα, η κόρη του Διός, ή κι ο Απόλλων,
έτσι που τραγουδάς με τάξη εξαίρετη των Αχαιών τη μοίρα,
τί έπραξαν οι Αχαιοί, τί έπαθαν, τί έχουν υποφέρει―
σάμπως να βρέθηκες παρών ο ίδιος ή σου τα είπε κάποιος που τα είδε.

[Μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. θ, Στιγμή: Αθήνα 1992, σ.47-49]

Του ζητάει, όμως, ν' αλλάξει θέμα και να τραγουδήσει την ιστορία με τον δούρειο ίππο (θ 492-495):


ἀλλ᾿ ἄγε δὴ μετάβηθι καὶ ἵππου κόσμον ἄεισον
δουρατέου, τὸν Ἐπειὸς ἐποίησεν σὺν Ἀθήνῃ,
ὅν ποτ᾿ ἐς ἀκρόπολιν δόλον ἤγαγε δῖος Ὀδυσσεύς,
ἀνδρῶν ἐμπλήσας οἳ Ἴλιον ἐξαλάπαξαν.
 
Mα τώρα λέω άλλαξε σκοπό, ιστόρησέ μας για τον δούρειο ίππο,
το πώς τον έφτιαξε με τέχνη ο Eπειός, και η Aθηνά μαζί του·
το πώς τον δόλο αυτόν τον έφερε επάνω στην ακρόπολη
ο θείος Oδυσσεύς, κλείνοντας μέσα του πλήθος ανδρών,
αυτοί που ερήμωσαν το Ίλιο.

[Μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. θ, Στιγμή: Αθήνα 1992, σ.49]

Ο Δημόδοκος αρχίζει το τρίτο τραγούδι του, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο ανώνυμος ξένος, που συνετέλεσε με τον δόλο του ξύλινου αλόγου στην άλωση της Tροίας (θ 499-520). Στο άκουσμα της τρίτης και εκτενέστερης αοιδής, ο ανώνυμος επισκέπτης αντιδρά με ακατάσχετο τώρα θρήνο, ο οποίος και παρομοιάζεται με τα πιο πικρά δάκρυα μιας χήρας πολέμου, που σέρνεται σκλάβα (θ 521-532):


Ταῦτ᾿ ἄρ᾿ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
τήκετο, δάκρυ δ᾿ ἔδευεν ὑπὸ βλεφάροισι παρειάς.
ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα,
[…]
ὣς Ὀδυσεὺς ἐλεεινὸν ὑπ᾿ ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν.
ἔνθ᾿ ἄλλους μὲν πάντας ἐλάνθανε δάκρυα λείβων.
&nbdp;
Αυτά τραγούδαγε ο φημισμένος αοιδός· ωστόσο ο Οδυσσέας
έλιωνε, το δάκρυ του έτρεχε ασταμάτητο μουσκεύοντας
τα μάγουλά του.
Πώς μια γυναίκα […]
έτσι κι ο Οδυσσέας θρηνώντας έχυνε τότε το πικρό του δάκρυ.
Οι άλλοι καν δεν πρόσεξαν που μούσκευε στο δάκρυ ο ξένος.

[Μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. θ, Στιγμή: Αθήνα 1992, σ.51]

Eίναι πάλι ο βασιλιάς Aλκίνοος που προσέχει τον οδυρμό του ξένου, ζητώντας να σταματήσει το τραγούδι του ο αοιδός, επειδή, όπως λέει, δεν προκαλεί χαρά σε όλους· ειδικότερα στον ξένο, ο οποίος, αφότου ο θείος αοιδός άρχισε το τραγούδι του, ούτε στιγμή δεν σταμάτησε τον δύστυχο θρήνο του (θ 536-543):


Κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
Δημόδοκος δ᾿ ἤδη σχεθέτω φόρμιγγα λίγειαν·
οὐ γάρ πως πάντεσσι χαριζόμενος τάδ᾿ ἀείδει.
ἐξ οὗ δορπέομέν τε καὶ ὤρορε θεῖος ἀοιδός,
ἐκ τοῦ δ᾿ οὔ πω παύσατ᾿ ὀϊζυροῖο γόοιο
ὁ ξεῖνος· μάλα πού μιν ἄχος φρένας ἀμφιβέβηκεν.
ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ὁ μὲν σχεθέτω, ἵν᾿ ὁμῶς τερπώμεθα πάντες,
ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος, ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτως·
&nbdp;
Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι·
ας σταματήσει τη γλυκόφωνη κιθάρα του ο Δημόδοκος,
γιατί θαρρώ δεν προξενεί σ' όλους χαρά με τα τραγούδια του.
Αφότου ο θείος τραγουδιστής σ' αυτό το δείπνο ανασηκώθηκε
να τραγουδήσει, ούτε στιγμή δεν έπαψε τον δύστυχό του θρήνο
ο ξένος· ίσως τον βασανίζει κάποιος κρυφός καημός.
Λέω λοιπόν να σταματήσει, κι εμείς να βρούμε τρόπο
να χαρούμε όλοι μαζί, ο ξένος κι όσοι τον φιλοξενούμε―
αυτό νομίζω είναι το καλύτερο.

[Μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. θ, Στιγμή: Αθήνα 1992, σ.51-53]

Ωστόσο, κατά τον οικοδεσπότη βασιλιά, οφείλει κι ο ξένος, στο όνομα του αμοιβαίου της φιλοξενίας, να αποκαλύψει: (α) το όνομα και τους γονείς του ― κανείς εξάλλου στον κόσμο αυτό δεν είναι ανώνυμος· (β) την πατρίδα του ― έτσι θα μπορούν τα νοήμονα καράβια των Φαιάκων να μεταφέρουν κοιμισμένο τον ξένο στην πατρίδα του· (γ) τα, αφιλόξενα ή φιλόξενα, μέρη που περιπλανήθηκε· και (δ) τον λόγο που θρηνεί ακούγοντας τα πάθη των Aχαιών στην Τροία (θ 550-580):


εἴπ᾿ ὄνομ᾿ ὅττι σε κεῖθι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε
ἄλλοι θ᾿ οἳ κατὰ ἄστυ καὶ οἳ περιναιετάουσιν.
οὐ μὲν γάρ τις πάμπαν ἀνώνυμός ἐστ᾿ ἀνθρώπων,
οὐ κακὸς οὐδὲ μὲν ἐσθλός, ἐπὴν τὰ πρῶτα γένηται,
ἀλλ᾿ ἐπὶ πᾶσι τίθενται, ἐπεί κε τέκωσι, τοκῆες.
εἰπὲ δέ μοι γαῖάν τε· τεὴν δῆμόν τε πόλιν τε,
ὄφρα σε τῇ πέμπωσι τιτυσκόμεναι φρεσὶ νῆες
[…]
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον,
ὅππῃ ἀπεπλάγχθης τε καὶ ἅς τινας ἵκεο χώρας
ἀνθρώπων, αὐτούς τε πόλιάς τ᾿ ἐὖ ναιεταούσας,
ἠμὲν ὅσοι χαλεποί τε καὶ ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι,
οἵ τε φιλόξεινοι, καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής.
εἰπὲ δ᾿ ὅ τι κλαίεις καὶ ὀδύρεαι ἔνδοθι θυμῶ
Ἀργείων Δαναῶν ἰδὲ Ἰλίου οἶτον ἀκούων.
τὸν δὲ θεοὶ μὲν τεῦξαν, ἐπεκλώσαντο δ᾿ ὄλεθρον
ἀνθρώποις, ἵνα ᾖσι καὶ ἐσσομένοισιν ἀοιδή.
 
Πες πρώτα το όνομά σου, μ' όποιο κι αν σε καλούν στα μέρη σου
η μάνα κι ο πατέρας σου, κι οι άλλοι
που σε γειτονεύουν μες στην πόλη. Γιατί το ξέρουμε,
σ' αυτόν τόν κόσμο κανείς δεν μένει ανώνυμος,
το ίδιο ο άσημος όπως κι ο ευγενής,
από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε· δίνουνε στον καθένα που γεννούν
όνομα οι γονείς του.
Κι ακόμη, φανέρωσε τη χώρα σου, λαό και πόλη,
για να σε ταξιδέψουν προς τα εκεί τα πλοία, με τους δικούς τους
λογισμούς.
[…]
Εμπρός, λοιπόν, πές μου κι αυτό, μην αποφεύγεις την αλήθεια·
σαν πού περιπλανήθηκες; ποιες χώρες έφτασες
και ποιους ανθρώπους; αυτούς που είδες
και τις μεγάλες πολιτείες τους·
ποιοι ήσαν βάναυσοι, άδικοι κι απολίτιστοι;
και ποιοι φιλόξενοι, με νου και σέβας στους θεούς;
Κι ακόμη εξήγησε γιατί θρηνείς κι οδύρεται η ψυχή σου,
όταν ακούς τα πάθη των Αργείων,
των Δαναών τη μοίρα και της Τροίας;
Ό,τι κι αν έγινε, έργο θεού· τον όλεθρο τόσων ανθρώπων
έκλωσαν οι θεοί, να γίνει στους μελλούμενους τραγούδι.

[Μτφρ.: Δ.Ν. Μαρωνίτης, Ομήρου Οδύσσεια, ραψ. θ, Στιγμή: Αθήνα 1992, σ.53-55]