Για τη μετάσταση στη μετάφραση

"Mετάσταση σα μεταφραστικό φαινόμενο έχουμε όταν ένα μέρος του λόγου ή, γενικότερα, ένα συνταχτικό μέλος αντικατασταίνεται στην απόδοση με άλλο, να πούμε ένα όνομα ή ένας πτωτικός προσδιορισμός με πρόταση, ένα επίθετο με εμπρόσθετο προσδιορισμό ένα επίρρημα με ρήμα. Oι γενικοί κανόνες της μετάστασης προσδιορίζονται κάθε φορά από τη σχέση που έχει η γλώσσα του πρωτοτύπου με της μετάφρασης. Όταν ένα έργο γραμμένο σε μια γλώσσα συνθετική μεταφράζεται σε αναλυτική, η μετάσταση ακολουθεί τη σειρά: πτωτικός προσδιορισμόςðεμπρόθετος προσδιορισμός, εμπρόθετος προσδιορισμός ð πρόταση, ή και αμέσως: πτωτικός προσδιορισμός ðπρόταση, ακόμα, όνομα ð πρόταση. Όταν η σχέση είναι αντίστροφη, η μετάσταση ακολουθεί την αντίθετη σειρά, αν και όχι απαραίτητα, γιατί και η πιο συνθετική γλώσσα έχει πάντα στη διάθεσή της λίγο πολύ όλους τους αναλυτικούς τρόπους έκφρασης. Όταν οι δύο γλώσσες ανήκουν στον ίδιο τύπο, η μετάσταση είναι περιορισμένη και πιο πολύ τυχαία.

Tο φαινόμενο της μετάστασης μπορεί κανείς να το πιστοποιήσει και σε μιας μέσα γλώσσας την εξέλιξη. Όσο ένας λόγος απομακρύνεται από τη λαϊκή του ρίζα και εξυπηρετεί την επιστημονική αφαίρεση, τόσο και λιγοστεύουν οι προτάσεις για να πληθύνουν τα ονόματα και οι προσδιορισμοί. Tο αντίθετο γίνεται όταν μια γλώσσα γυρίζει στην προφορική του λαού παράδοση και προσπαθεί να γίνει πιο καθαρή και πιο παραστατική. Όσες προτάσεις βρισκόνταν κρυμμένες κάτω από το αφηρημένο ουσιαστικό και τον προσδιορισμό, αφήνουν την εξασθενημένη αυτή μορφή τους για να παρουσιαστούν τέλειες προτάσεις πάλι (αναφορικές, τελικές, χρονικές, πλάγιες ερωτηματικές κτλ.). Aπό τα κύρια χαρακτηριστικά του αναλυτικού λόγου είναι ότι προτιμά τη ρηματική από την ονοματική έκφραση, πληθαίνοντας έτσι τις προτάσεις σε μεγάλο βαθμό".

[I. Θ. Kακριδής, Tο μεταφραστικό πρόβλημα, Aθήνα 1966 σ.82]