Απόψεις του Σοφιανού για τη μετάφραση (επιμέλεια Ν. Βαρμάζης - Τ. Γιάννου)

(α) Θεωρητικές

Προσφώνηση στον επίσκοπο Μυλοποτάμου:


«Βλέποντας, θεοφιλέστατε δέσποτα, ότι δια την μακράν και πικροτάτην δουλοσύνην το ημέτερον γένος εξέπεσε και ουδέ καν αναθυμάται την προκοπήν όπου είχαν οι πρόγονοί μας, με την οποίαν άφησαν εις όλην την οικουμένην λαμπράν και αθάνατον δόξαν, ηθέλησα να συμβουλευθώ και να κοινολογήσω το πράγμα με όσους σοφούς και πεπαιδευμένους … με ποίον τρόπον ήθελεν διορθωθή το πάθος τούτο της απαιδευσίας και να γυρίσουν εις το καλόν. Και όλοι από μίαν γνώμην ήσαν ότι, αν ήθελαν διαβάσει και γρικήσουν τα βιβλία όπου αφήκαν εκείνοι οι παλαιοί και ενάρετοι άνδρες, εύκολα ήθελεν διορθωθή η απαιδευσία όπου πλεονάζει εις τους πολλούς. Δια τούτο λοιπόν ώρμησα και εγώ, με γνώμην και παρακίνησιν των ειρημένων ελλογίμων και ευγενών ανδρών, από όσον δύναμαι, θεού οδηγούντος να μεταγλωττίσω και να πεζεύσω από τα βιβλία όπου να είναι χρήσιμα και ωφέλιμα εις το ανακαινισθή και να αναπτερυγιάσει από την τόσην απαιδευσίαν το ελεεινόν γένος.»

[Ν. Σοφιανός, Γραμματική της Κοινής των Ελλήνων Γλώσσης, επιμ.-εισ. Θανάσης Παπαδόπουλος, Αθήνα 1977, σ.259]

(β) Εφηρμοσμένες

Περί παίδων αγωγής του (ψευδο-) Πλουτάρχου, κεφ.13 (μετάφραση)


«Ήδη ποτέ εγνώρισα εγώ πολλούς πατέρας, διά να παραγαπούν τα παιδία τους, έδειξαν ότι τα εμισούσαν. Παραδώσει θέλω τον λόγον καθάρια και φανερά. Σπουδάζοντες γουν να ποιήσουν τα παιδία τους συντομότερον να είναι δόκιμα εις πολλά, βάλλουσί τα εις άμετρους και μεγάλους κόπους, από τους οποίους αποκάμνουσι και αποσταίνονται, και έτι δια το βάρος της κακοπαθείας ουδέν δέχονται εύκολα την μάθησιν και ωσάν τα φυτά τρέφονται με μέτρια νερά και με τα παραπολλά πνίγονται, τον όμοιον τρόπον η ψυχή και ο νους αυξάνει με τους συμμέτρους κόπους και με τους παραπολλούς πνίγεται και ουδέν ωφελείται.
 
Λοιπόν ας δίδωμεν εις τους συχνούς κόπους των παιδίων παρηγορίαν και ανασασμόν, στοχάζοντας ότι όλη μας η ζωή έναι μερισμένη εις άνεσιν και κόπον·και δια τούτο ουδέν ευρέθη μόνον η αγρυπνία αλλά και ο ύπνος, ουδέ μόνον πόλεμος αλλά και ειρήνη, ουδέ βροχή αλλά και ευδία, ουδέ καθημεριναί πράξεις αλλά και εορταί·και, κοντολογία, η ανάπαυσις έναι περίχυμα και άρτυμα του κόσμου, και ουχί μόνον εις τα ζώα γίνεται τούτο, αλλά και εις τα άψυχα.»

[Ό.π., σ.280.]