Μια ομηρική παράφραση στην πλατωνική Πολιτεία (επιμέλεια: Λ. Πόλκας)

(α) Ιλιάδα, Α 12-42


«Στων Αχαιών τα γρήγορα καράβια τούτος ήλθε,
με λύτρα πλουσιοπάροχα την κόρη του να λύση·
στο χρυσό σκήπτρο τυλιχτό του Φοίβου το στεφάνι
εκράτει, και τους Αχαιούς παρακαλούσεν όλους:
"Ώ γενναιόκαρδοι Αχαιοί, ω βασιλείς Ατρείδες,
του Ολύμπου ας κάμουν οι θεοί, την πόλη του Πριάμου
αφού πορθήσετ', ευτυχείς να πάτε στην πατρίδα·
αλλ' αποδώσετε σ' εμέ την ποθητή μου κόρη,
δεχθήτε αυτά τα λύτρα της, αν τον υιόν του Δία
τον μακροβόλον τοξευτήν Απόλλωνα ευλαβείσθε".
Όλοι αλάλαξαν οι Αχαιοί, κι είπαν τον ιερέα
να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν·
μόνος ο Αγαμέμνονας δεν τό στεργεν ο Ατρείδης,
αλλά κακά τον έδιωχνε και βαρύν λόγον είπε:
"Μη σ' απαντήσω, γέροντα, σιμά στα κοίλα πλοία
ή τώρα εδώ ν' αργοπορείς ή πάλι να γυρίσης
και μη θαρρεύεις στου θεού το σκήπτρο και το στέμμα.
Αυτήν δεν θ' απολύσω εγώ· το γήρας θα την έβρη
στο Άργος μές στο σπίτι μου μακριά απ' την πατρίδα
να υφαίνει αυτού και σύντροφον της κλίνης να την έχω.
Μη μ' ερεθίζεις, σύρ' ευθύς αν θέλεις να μην πάθεις".
Τον λόγο του εφοβήθηκε και υπάκουσε ο γέρος·
την άκρη πήρε σιωπηλός της ηχερής της θάλασσας
και όταν ευρέθη ανάμερα, τον γόνο της ωραίας
Λητούς μέγαν Απόλλωνα, θερμά παρακαλούσε:
"Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας
Κίλλας προστάτη, κύριε στην Τένεδο, Σμινθέα,
αν σου έκτισα ναό να χαίρεται η καρδιά σου,
αν ποτέ σου έκαψα μεριά καλοθρεμμένα
ταύρων και ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελείωσέ μου·
τα βέλη σου στους Δαναούς τα δάκρυά μου ας πλερώσουν".»

[Ομήρου Ιλιάς, μτφρ. Ι. Πολυλά, εκδ. ΟΕΔΒ: Αθήνα, ανατ. 1974]

(β) Πλάτων, Πολιτεία, 393d


«Ήρθε ο ιερέας κι' ευχότανε να δώσουν οι θεοί σ' εκείνους να κυριεύσουν την Tροία και να σωθούν, τη θυγατέρα του όμως να την αφήσουν ελεύθερη, παίρνοντας λύτρα και δείχνοντας τον φόβο που είχαν στους θεούς. Aφού δα είπε αυτός τούτα τα λόγια, όλοι οι άλλοι έδειχναν το σεβασμό τους και τη συγκατάθεσή τους, ο Aγαμέμνων όμως αγρίευε διατάσσοντάς τον και τότε αμέσως να πηγαίνει κι έπειτα ποτέ να μη ξανάρθει, μην πάει και δεν τον βοηθούσουν καθόλου ούτε το σκήπτρο ούτε τα στέμματα του θεού· προτού ελευθερωθεί η θυγατέρα του, του είπε, θα γεράσει αυτή στο Άργος συζώντας μαζί του· και του 'δινε την προσταγή να φύγει και να μη τον ερεθίζει καθόλου για να γυρίσει γερός στο σπίτι του. Aφού δα τά 'κουσε τούτα ο γέρος, τον έπιασε φόβος κι έφευγε αμίλητος· κι αφού τραβήχτηκε μακριά απ' το στρατόπεδο, πολλές παρακλήσεις έκανε στον Aπόλλωνα φωναχτά, αναφέροντας τις επωνυμίες του θεού και ενθυμίζοντας και απαιτώντας αμοιβή, για όσες δωρεές, που εύφραναν την καρδιά του, του είχε κάμει με οικοδομήσεις ναών και με θυσιασμό σφαγίων· για όλα αυτά δα επαρακαλούσε να πληρώσουν οι Aχαιοί τα δάκρυά του με τα βέλη εκείνου.»

[K. Γεωργούλης, Πλάτωνος Πολιτεία, εισ.-μτφρ.-σημ., εκδ. Δ. Αλεξίου: Αθήνα 1939, σ.77]

Η παράφραση αυτή μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα με τον Ludwich, ένα πρώτο δείγμα ενδογλωσσικής μετάφρασης, αν και ο στόχος του Πλάτωνα είναι διαφορετικός. Βλ. σχετικά F. Montanari, "Tradurre dal Greco in Greco", στον τόμο La traduzione dei testi classici. Teoria prassi storia. Atti del Convegno di Palermo 6-9 aprile 1988, μτφρ. Aικ. Tικτοπούλου, M. D' Auria: Νάπολη 1991, σ.223.