Βιβλιογραφία

Οδηγός Σχολιασμένης Βιβλιογραφίας για την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία 

 

Ο Κουτσιβίτης επιχειρεί να καταγράψει στο άρθρο του την κατάσταση που επικρατεί στον χώρο της μεταφρασιολογίας στην Ελλάδα. Η μεταφρασιολογία, που συνίσταται κυρίως στη θεωρία, στην κριτική και στη διδακτική της μετάφρασης, στην Ελλάδα συγκροτήθηκε σε αυτόνομο επιστημονικό κλάδο μόλις τα τελευταία χρόνια, παρότι μεμονωμένες μελέτες είχαν υπάρξει και στο παρελθόν. Τα βασικά ερωτήματα που απασχολούν τους Έλληνες θεωρητικούς της μετάφρασης (που κατά κανόνα είναι και μεταφραστές) είναι τα ίδια που απασχολούν όλους τους μεταφρασιολόγους: η δυνατότητα ύπαρξης της μετάφρασης, η ουσία της και η δεοντολογία της. Ο προβληματισμός γύρω από τα βασικά αυτά ερωτήματα αρθρώνεται σε ορισμένες θεμελιώδεις αντιθέσεις: πιστή ή ελεύθερη μετάφραση, απόδοση της μορφής ή του περιεχομένου, προτεραιότητα της μεταφραζόμενης ή της μεταφραστικής γλώσσας, μετάφραση λογοτεχνικού ή επιστημονικού κειμένου.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η μεταφραστική πράξη και θεωρία στον ελληνικό χώρο υπήρξε για μεγάλο διάστημα ενδογλωσσική υπόθεση. Για να εξηγήσει την ιδιαιτερότητα αυτή, ο Κουτσιβίτης ανατρέχει στην έλλειψη μεταφραστικής πρακτικής στην ελληνική αρχαιότητα, την οποία ερμηνεύει σύμφωνα με την άποψη του Ι.Θ. Κακριδή: οι αρχαίοι Έλληνες δεν μεταφράζουν στη γλώσσα τους έργα άλλων πολιτισμών «γιατί από μια πιο πολύ ασυνείδητη παρά συνειδητή αντίσταση δεν θέλουν να διαταράξουν την οργανική ανάπτυξη του ελληνικού λόγου και γενικότερα του ελληνικού κόσμου» (σ.291). Όταν η γλωσσική και πολιτιστική αυτάρκεια έπαψε να υφίσταται, τότε οι Έλληνες άρχισαν πια να μεταφράζουν, κυρίως όμως έργα που ανήκαν στην κλασική εποχή της ελληνικής αρχαιότητας. Στην ιστορική αυτή ιδιαιτερότητα οφείλονται ενμέρει τα τεράστια κενά που υπάρχουν ακόμη και σήμερα στην ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με μεταφράσεις έργων της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Η λειτουργία της ενδογλωσσικής μετάφρασης στον τόπο μας εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από «τα ανάμικτα συναισθήματα υπερηφάνειας και κατωτερότητας που διακατέχουν τους περισσότερους Νεοέλληνες λογοτέχνες και μεταφραστές έναντι των αρχαίων ελληνικών» το αποτέλεσμα ήταν να αντιμετωπίζεται η ενδογλωσσική μετάφραση κυρίως «ως μέσο δοκιμασίας και ανάπτυξης της νέας ελληνικής γλώσσας» (σ.292).

Εξετάζοντας στη συνέχεια τις θεωρητικές προσεγγίσεις του μεταφραστικού φαινομένου που αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα, ο Κουτσιβίτης διαπιστώνει τρεις κατευθύνσεις: τη γλωσσολογική, τη λογοτεχνική και την επιστημονικο-τεχνική.

Η γλωσσολογική προσέγγιση της μετάφρασης μπορεί να αφορμάται είτε από τη γενική, είτε από τη συγκριτική γλωσσολογία. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταφραστικής θεωρίας που ακολουθεί τα διδάγματα της γενικής γλωσσολογίας αναφέρεται η εισήγηση του Γ. Μπαμπινιώτη «Η γλωσσολογική σκοπιά της μεταφράσεως», που περιλαμβάνεται στον τόμο Πρωτότυπο και Μετάφραση (Πρακτικά Συνεδρίου, 11-15 Δεκ. 1978, Αθήνα 1980, 41-69 ―βλ. σχετική βιβλιογραφική αναφορά). Η ένσταση που προβάλλεται όμως για τη συγκεκριμένη θεωρητική σκοπιά είναι ότι «η γλωσσολογική προσέγγιση της μετάφρασης, παρά τη φαινομενική επιστημονική της αυτάρκεια και την αναμφισβήτητη προσφορά της στην ερμηνεία του μεταφραστικού φαινομένου, δεν συνιστά μια ολοκληρωμένη απάντηση, γιατί δεν κατορθώνει να ενσωματώσει βασικές πτυχές, όπως είναι οι διάφοροι εξωγλωσσικοί παράγοντες, ψυχολογικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτισμικοί, και μεταγλωσσικές παράμετροι, όπως πομπός και δέκτης του μηνύματος, προορισμός και γενικότερα θέση του κειμένου στην αλυσίδα επικοινωνίας, σημειολογικές φορτίσεις» (σ.294). Η μέθοδος της συγκριτικής γλωσσολογίας ξεκινά από την αρχή ότι, πριν μεταφράσουμε, οφείλουμε να μελετήσουμε τις δομικές ομοιότητες και διαφορές των δύο συμβαλλόμενων κατά τη μετάφραση γλωσσών. Σπουδαία εφαρμογή της μεθόδου αυτής αποτελεί Το μεταφραστικό πρόβλημα του Ι.Θ. Κακριδή (βλ. σχετική βιβλιογραφική αναφορά). Παρότι όμως και η μέθοδος αυτή συνεισφέρει στον φωτισμό του μεταφραστικού φαινομένου, «είναι προφανές ότι η μεταφραστική διαδικασία δεν μπορεί να εξαντληθεί σε καταλόγους αντιστοιχιών γραμματικών τύπων, συντακτικών δομών ή λεξιλογικών συνάψεων. Οι επισημάνσεις αυτές, παρά την ad hoc χρησιμότητά τους, δεν διαφωτίζουν τη βασική πτυχή του μεταφραστικού φαινομένου, που είναι η μεταφορά ενός συγκεκριμένου κειμένου στην ολότητά του και εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου» (σ.294-5).

Στο πλαίσιο της λογοτεχνικής μετάφρασης έχει προβληματίσει κυρίως η μετάφραση της ποίησης. Κοινή διαπίστωση όλων όσων έχουν ασχοληθεί με το θέμα είναι «ότι ο μεταφραστής ποίησης πρέπει να είναι και ο ίδιος ποιητής, ο οποίος όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν λειτουργεί ως ανεξάρτητος δημιουργός, αλλά ως υπηρέτης του πρωτοτύπου. […] Ενώ όμως υπάρχει γενική συμφωνία ότι το αποτέλεσμα της ποιητικής μετάφρασης πρέπει να είναι ένα ποίημα που να μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως στη γλώσσα-στόχο το ποίημα-πηγή, διαπιστώνονται ριζικές διαφωνίες ως προς τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού» (σ.295). Συνοπτικά αναφέρεται η άποψη του Ν. Βαγενά, ο οποίος επιμένει σε δύο βασικές συνιστώσες, στο συγκινησιακό στοιχείο και στον ρυθμό. Μια κατηγορία πολυμεταφρασμένων ποιητικών κειμένων είναι τα αρχαιοελληνικά δραματικά κείμενα, για τα οποία τίθεται το εξής δίλημμα από τον Γ.Μ. Σηφάκη: ο μεταφραστής αναβιώνει το κλίμα της εποχής του έργου και μεταφέρει τον θεατή στην αρχαία Ελλάδα ή με αναχρονισμούς μεταφέρει το έργο στη σύγχρονη εποχή; Αντίθετα προς την αρχαιοελληνική ποίηση, καθόλου δεν έχει μεταφραστεί η μεσαιωνική και κυρίως η θρησκευτική ποίηση.

Όσον αφορά στη μετάφραση επιστημονικών κειμένων, η άποψη του Κουτσιβίτη είναι ότι, παρότι ο διαχωρισμός της από τη λογοτεχνική μετάφραση εξυπηρετεί κάποιες ερευνητικές και μεθοδολογικές ανάγκες, δεν θα πρέπει να υπάρχει στεγανοποίηση των δύο χώρων, δεδομένου μάλιστα ότι κάποια κείμενα των ανθρωπιστικών επιστημών, όπως οι φιλοσοφικές πραγματείες, προσεγγίζουν αρκετά τα λογοτεχνικά κείμενα. Τα βασικά διακριτικά χαρακτηριστικά της μετάφρασης επιστημονικών κειμένων είναι «η βαρύνουσα σημασία της ορολογίας και η ειδική, από άποψη ύφους, λεξιλογίου αλλά και μικροσυντακτικών ιδιαιτεροτήτων, γλώσσα» (σ.297).

Στο τέλος γίνεται λόγος για τη διδασκαλία της μετάφρασης και την πρόσφατη ένταξή της στα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών ―κι εδώ οι περισσότερες απόψεις που έχουν δημοσιευθεί αφορούν στην ενδογλωσσική μετάφραση.

Χρήσιμη καταγραφή των θεωρητικών τάσεων και απόψεων στον χώρο της ελληνικής μεταφρασιολογίας με αρκετά πλούσια ελληνική βιβλιογραφία.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Σ. ΤΣΕΛΙΚΑΣ