3. Ας δούμε τώρα τι είναι γραφή

Θέλοντας να δώσουμε έναν ορισμό του όρου γραφή, ας σκεφτούμε ποια στοιχεία πρέπει να περιέχει. Κατ’ αρχάς ένα γραπτό κείμενο είναι κάτι που το βλέπουμε με τα μάτια μας. Δεν το ακούμε με τα αυτιά μας, όπως γίνεται με τη γλώσσα. Γι’ αυτό λέμε ότι

η γραφή είναι μια οπτική αναπαράσταση, απευθύνεται δηλαδή στην όραση.

 
Δεύτερον,

η γραφή είναι μια οπτική αναπαράσταση που καταγράφει ένα κομμάτι μιας γλώσσας

 : μια λέξη, μια φράση, μια πρόταση ή και ένα μεγαλύτερο κείμενο, που αποτελείται από δεκάδες, ίσως και χιλιάδες προτάσεις. Και καταγράφει, μάλιστα, ένα κομμάτι μιας συγκεκριμένης γλώσσας.
Ας εξηγήσουμε καλύτερα τι σημαίνει αυτό. Αν πάρουμε ένα κομμάτι χαρτί και ζωγραφίσουμε ένα σπίτι, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε γράψει, ότι έχουμε χρησιμοποιήσει γραφή. Και αυτό γιατί, βλέποντας τη ζωγραφιά ενός σπιτιού, ο καθένας μπορεί να καταλάβει ότι πρόκειται για σπίτι, είτε μιλάει ελληνικά, είτε μιλάει αγγλικά, είτε μιλάει οποιαδήποτε γλώσσα. Γι’ αυτό μια ζωγραφιά δεν είναι γραφή, γιατί δεν συνδέεται με μια συγκεκριμένη γλώσσα αλλά είναι μια εικόνα. Ας δούμε και μια άλλη περίπτωση. Έστω ένα σήμα της τροχαίας, π.χ. αυτό:
Αυτό είναι γραφή ή όχι; Την απάντηση μπορούμε να τη βρούμε αν σκεφτούμε ότι το συγκεκριμένο σύμβολο μπορεί να το καταλάβει ένας Έλληνας, ένας Άγγλος, ένας Γάλλος, δηλαδή ο ομιλητής οποιασδήποτε γλώσσας. Και αυτό γιατί τα σύμβολα αυτά τα επινοήσαμε με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να τα καταλαβαίνει ο ομιλητής κάθε γλώσσας, για να μπορεί ένας γάλλος οδηγός στην Ελλάδα ή ένας έλληνας οδηγός στη Γαλλία να καταλάβει τι πρέπει να κάνει, όταν δει αυτό το σήμα, ακόμη και αν δεν γνωρίζει τη γλώσσα της χώρας που έχει επισκεφθεί. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε αν, αντί να βάζουμε στους δρόμους μας τέτοια σύμβολα, γράφαμε «Υποχρεωτική στροφή δεξιά». Μόνο οι Έλληνες θα καταλαβαίναμε τι λέει – ή τουλάχιστον όσοι ξέρουν ελληνικά. Γι᾽ αυτό προτιμήσαμε ένα σύμβολο που το καταλαβαίνουν όλοι. Το σύμβολο αυτό όμως δεν είναι γραφή, γιατί δεν αναπαριστά ένα κομμάτι του λόγου μιας συγκεκριμένης γλώσσας.
Γι’ αυτό λέμε ότι

γραφή είναι η οπτική αναπαράσταση ενός κομματιού του λόγου σε μια συγκεκριμένη γλώσσα.

 
 
Για να δούμε, τώρα, κάποιες συνέπειες του ορισμού που δώσαμε. Είπαμε ότι η γραφή είναι οπτική αναπαράσταση πάνω σε ένα υλικό, και, επομένως, έχει μεγαλύτερη διάρκεια σε σχέση με την ηχητική, που είναι η ομιλία. Η ομιλία διαρκεί όσο μιλάμε, οι λέξεις φεύγουν από τα χείλια μας και χάνονται, θα έλεγε κανείς, ενώ η γραφή είναι πιο μόνιμη. Το πόσο μόνιμη είναι εξαρτάται κυρίως από τα υλικά πάνω στα οποία και με τα οποία γράφουμε. Το σκάλισμα μιας επιγραφής σε μια πέτρα είναι κάτι που μπορεί να διατηρηθεί πολύ περισσότερο στον χρόνο από το γράψιμο μιας πρότασης με μολύβι πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί.

Η γραφή είναι ένα σύνολο από σημάδια με καθαρά συμβατικό χαρακτήρα.

 Το σχήμα δηλαδή των γραμμάτων δεν έχει καμία σχέση με την αξία τους, και αυτό φαίνεται, για παράδειγμα, από το ότι το ίδιο σύμβολο Ρ που στα ελληνικά παριστάνει το [r] (και το ονομάζουμε ‘ρο’) στα αγγλικά παριστάνει το [p] (και το ονομάζουμε ‘πι’).
Η γραφή, ας το προσέξουμε αυτό, αναπαριστά ένα κομμάτι του λόγου (και όχι αφηρημένα ένα νόημα ή μια έννοια) και μάλιστα έτσι ώστε αυτό να μπορεί να το διαβάσει ακριβώς ο αναγνώστης. Σε αυτό διαφέρει, για παράδειγμα, από τα σήματα του κώδικα οδικής κυκλοφορίας, τα οποία δεν είναι γραφή. Και αυτά βέβαια έχουν ένα «νόημα» (π.χ. το βέλος που δείχνει προς τα δεξιά σημαίνει ‘υποχρεωτική πορεία δεξιά’), δεν παραπέμπουν όμως σε συγκεκριμένο λόγο, αλλά μπορούν να διαβαστούν με ποικίλους τρόπους (π.χ. υποχρεωτική πορεία δεξιά, υποχρεωτική στροφή δεξιά, πρέπει να στρίψω δεξιά, είμαι υποχρεωμένος να στρίψω δεξιά κτλ.). Γι’ αυτό και τα σήματα του κώδικα οδικής κυκλοφορίας τα καταλαβαίνουν, όπως είδαμε, ομιλητές διαφορετικών γλωσσών, οι οποίοι το ίδιο σήμα το κατανοούν και στη δική τους γλώσσα και το διαβάζουν με άλλους, επίσης ποικίλους, τρόπους (π.χ. οι Άγγλοι I must turn to the right, I have to turn to the right, turn to the right κτλ.).
Κάτι ακόμη που πρέπει επίσης να ξεκαθαρίσουμε είναι ότι ναι μεν έχουμε συνηθίσει μια γλώσσα να τη γράφουμε με ένα συγκεκριμένο σύστημα γραφής, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι την ίδια γλώσσα δεν μπορούνε να τη γράψουμε και με άλλα συστήματα. Π.χ. η ελληνική γλώσσα μπορεί να γραφεί με το λατινικό αλφάβητο, π.χ. o anthropos pou vlepis ine o daskalos mas, και η αγγλική γλώσσα θα μπορούσε να γραφεί με το ελληνικό αλφάβητο, π.χ. δε μαν γιου σι ιζ άουρ τίτσερ.
Βλέπουμε σήμερα ότι κάποιοι από μας επιλέγουν να γράψουν ένα μήνυμα, π.χ. στο facebook ή στο κινητό τους, με greeklish. Προσέξτε, ένα κείμενο σε greeklish, όπως το παρακάτω, είναι γραμμένο στην ελληνική γλώσσα αλλά με το λατινικό αλφάβητο (που το χρησιμοποιεί η αγγλική).

Η γλώσσα παραμένει ελληνική, αυτό που έχει αλλάξει είναι το αλφάβητο.

 
Se perimeno se mia ora stin plateia.