Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 79 Λήμματα [1 - 10]

σάτιρα

  • (η), Ουσιαστικό, Ο22, (σά-τι-ρα), [σάτιρα < λατιν. Satira < satura (= ποικιλία)]
  • ποιητικό ή πεζό λογοτεχνικό είδος που διακωμωδεί με ειρωνικό τρόπο ελαττώματα και καταστάσεις.:
  • Παρακολούθησα στο θέατρο μία ενδιαφέρουσα πολιτική σάτιρα.
  • Σύνθ.: σατιρογράφος
  • Οικογ. Λέξ.: σατιρίζω, σατιρικός

σαφήνεια

  • (η), Ουσιαστικό, Ο20, (σα-φή-νει-α, γεν. -ας, πληθ. - ), [αρχ. σαφήνεια < σαφηνὴς < σαφὴς]
  • η διατύπωση των σκέψεων, των ιδεών και των συναισθημάτων με απόλυτα κατανοητό τρόπο.:
  • Οι σκέψεις του διακρίνονται για τη σαφήνεια και την καθαρότητά τους.
  • Συνών.: Αντίθ.: ασάφεια, αοριστία Συνών.: καθαρότητα, διαύγεια
  • Οικογ. Λέξ.: σαφής, (δια)σαφηνίζω

σέβομαι

  • Ρήμα, Ρ2, (σέ-βο-μαι, παθ. αόρ. σεβάστηκα), [λόγ. < αρχ. σέβοµαι]
  • 1. (μτβ.) εκτιμώ ιδιαίτερα κάποιον ή κάτι. 2. (μτβ.) τηρώ, υπακούω.:
  • 1. Ακούει με προσοχή και σέβεται τις απόψεις των άλλων. 2. Οι παίκτες πρέπει να σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1, 2) περιφρονώ,(2) αψηφώ Συνών.: (1) τιμώ, υπολήπτομαι
  • Οικογ. Λέξ.: σέβας, σεβασμός, σεβάσμιος, Σεβασμιότατος, σεβαστός
  • Φράσεις: Σέβομαι τον εαυτό μου
  • Επεξηγ.: έχω σωστή συμπεριφορά, είμαι αξιοπρεπής

σειρά

  • (η), Ουσιαστικό, Ο18, (σει-ρά), [λόγ. < ελνστ. σειρὰ (= γραµµή, ακολουθία)]
  • 1. πρόσωπα, πράγματα ή άλλα στοιχεία που τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα μετά το άλλο. 2. (για κείμενο) γραμμή, στίχος.:
  • 1. Τοποθετήσαμε τις καρέκλες στη σειρά για τη γιορτή του σχολείου. 2. Το κεντρικό άρθρο της σχολικής εφημερίδας αποτελείται από είκοσι σειρές.
  • Συνών.: Συνών.: (2) αράδα
  • Σύνθ.: οροσειρά
  • Προσδιορ.: (1) αλφαβητική, αριθμητική, συντακτική
  • Φράσεις: Βγαίνω από τη σειρά μου
  • Επεξηγ.: βγαίνω από τον κανονικό ρυθμό της ζωής μου

σεισμός

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (σει-σμός), [αρχ. σεισµὸς < σείω]
  • 1. δόνηση του στερεού φλοιού της γης, που προκαλεί συνήθως καταστροφές. 2. (μτφ.) αναταραχή, μεγάλη φασαρία.:
  • 1. Το επίκεντρο του σεισμού εντοπίστηκε στη θαλάσσια περιοχή του Ιονίου. 2. Έγινε πραγματικός σεισμός, μόλις μαθεύτηκε ότι η ομάδα τους κέρδισε τον ποδοσφαιρικό αγώνα.
  • Συνών.: Συνών.: (1) εγκέλαδος, (2) χαμός
  • Σύνθ.: σεισμογενής, σεισμολόγος, σεισμόπληκτος, σεισμοπαθής, σεισμογράφος, μετασεισμός
  • Οικογ. Λέξ.: σεισμικός, σεισμικότητα
  • Προσδιορ.: (1) εκτεταμένος, ηφαιστειογενής, τεκτονικός

σελήνη

  • (η), Ουσιαστικό, Ο25, (σε-λή-νη, γεν. -ης, πληθ. - ), [αρχ. σελήνη < σέλας (= φως)]
  • το κοντινότερο προς τη γη ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από αυτήν και αποτελεί το φυσικό της δορυφόρο.:
  • Η σελήνη περιφέρεται γύρω από τη Γη σε είκοσι επτά ημέρες, επτά ώρες και σαράντα τρία λεπτά.
  • Συνών.: Συνών.: φεγγάρι
  • Σύνθ.: πανσέληνος, σεληνάκατος, σεληνόφως
  • Οικογ. Λέξ.: σεληνιακός
  • Φράσεις: 1. Η σκοτεινή πλευρά της σελήνης 2. Σεληνιακό τοπίο
  • Επεξηγ.: 1. η άγνωστη πλευρά ενός ζητήματος 2. ερημωμένος τόπος

σεμνός, -ή, -ό

  • Επίθετο, Ε1, έμψυχα και άψυχα, (σε-μνός), [λόγ. < αρχ. σεµνὸς (= σεβαστός, µεγαλόπρεπος)]
  • 1. σοβαρός, ευγενικός, αξιοπρεπής. 2. ντροπαλός, συνεσταλμένος.:
  • 1. Ο φίλος σου είναι ιδιαίτερα σεμνός στη συμπεριφορά του προς τους άλλους. 2. Είναι τόσο σεμνός, που κοκκινίζει αμέσως μόλις του μιλήσεις.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) άσεμνος, (2) αναιδής, θρασύς
  • Σύνθ.: σεμνοπρεπής
  • Οικογ. Λέξ.: σεμνά (επίρρ.), σεμνότητα
  • Προσδιορ.: (1, 2) επιστήμονας, ομιλητής, νέος, κορίτσι

σηκώνω

  • Ρήμα, Ρ1, (ση-κώ-νω), (αόρ. σήκωσα, παθ. αόρ. σηκώθηκα, παθ. μτχ. σηκωμένος), [µεσν. σηκώνω < µτγν. σηκῶ (= ζυγίζω, ισορροπώ) < σηκὸς (= ζύγι)]
  • 1. (μτβ.) μετακινώ κάτι από κάτω προς τα πάνω, υψώνω. 2. (μτβ.) ξυπνώ κάποιον από τον ύπνο, αφυπνίζω. 3. (μτβ.) βαστώ ή μεταφέρω βάρος.:
  • 1. Σήκωσε το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα και το έβαλε στη θέση του. 2. Αύριο να με σηκώσεις στις έξι το πρωί. 3. Ο αθλητής της άρσης βαρών σήκωσε στο σύνολο τριακόσια κιλά.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) κατεβάζω
  • Σύνθ.: ανασηκώνω, ξεσηκώνω
  • Οικογ. Λέξ.: σήκωμα, σηκωμός, σηκωτός
  • Φράσεις: 1. Σηκώνω κεφάλι, μπαϊράκι 2. Σηκώνω χέρι 3. Σηκώνω ψηλά τα χέρια 4. Δε σηκώνω τέτοια 5. Σηκώνω στο πόδι 6. Δε σηκώνω κεφάλι 7. Σηκώνω στο μάθημα
  • Επεξηγ.: 1. απειθαρχώ 2. χτυπώ κάποιον 3. σταματώ κάθε προσπάθεια 4. δεν ανέχομαι προσβολές 5. αναστατώνω 6. εργάζομαι συνέχεια 7. εξετάζω

σημαίνω

  • Ρήμα, Ρ1, (ση-μαί-νω), (αόρ. σήμανα, παθ. αόρ. σημάνθηκα, παθ. μτχ. σεσημασμένος), [αρχ. σηµαίνω < σῆµα]
  • 1. (μτβ.) δηλώνω κάτι. 2. (μτβ.) είμαι σημαντικός, σπουδαίος. 3. (αμτβ.) βγάζω ήχο, ηχώ.:
  • 1. Το ρήμα «παλιννοστώ» σημαίνει «επιστρέφω στην πατρίδα». 2. Αυτός ο άνθρωπος σημαίνει πολλά για την οικογένειά μας. 3. Το ρολόι της πλατείας σήμανε μεσάνυχτα.
  • Συνών.: Συνών.: (3) χτυπώ
  • Σύνθ.: επισημαίνω
  • Οικογ. Λέξ.: σήμα, σημαντικός, σήμαντρο, σήμανση
  • Φράσεις: Σήμανε η ώρα
  • Επεξηγ.: ήρθε η κατάλληλη στιγμή

σιγά

  • Επίρρημα, (σι-γά), [µεσν. σιγά < αρχ. επίρρ. σιγῆ ]
  • 1. χαμηλόφωνα, όχι δυνατά. 2. χωρίς βιασύνη, αργά.:
  • 1. Μιλούσε σιγά, για να μην ενοχλεί τους διπλανούς του. 2. Το λεωφορείο πήγαινε πολύ σιγά, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στον προορισμό μας με καθυστέρηση.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) δυνατά, μεγαλόφωνα, (2) γρήγορα Συνών.: (1) σιγανά
  • Σύνθ.: σιγοτραγουδώ
  • Οικογ. Λέξ.: σιγανά (επίρρ.), σιγανός, σιγαλιά
  • Φράσεις: 1. Σιγά-σιγά 2. Σιγά τον πολυέλαιο / τα λάχανα
  • Επεξηγ.: 1. σταδιακά, λίγο-λίγο 2. για κάτι ασήμαντο