Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Π"

Βρέθηκαν 94 Λήμματα [1 - 10]

πάθος

  • (το), Oυσιαστικό, O37, (πά-θος, γεν. -ους, πληθ. -η), [αρχ. πάθος < πάσχω]
  • 1. βάσανα, μαρτύριο. 2. έντονη επιθυμία για κάτι.:
  • 1. Η Μ. Εβδομάδα είναι η Εβδομάδα των Παθών του Χριστού. 2. Έχει μεγάλο πάθος με τη συλλογή παλιών αντικειμένων.
  • Σύνθ.: παθολογία, παθολόγος, παθογόνος
  • Οικογ. Λέξ.: πάσχω, πάθημα, παθητικός

παιδεύω

  • Ρήμα, Ρ2, (παι-δεύ-ω), (αόρ. παίδεψα, παθ. αόρ.παιδεύτηκα, παθ. μτχ. παιδεμένος), [αρχ. παιδεύω (=εκπαιδεύω, µορφώνω, διαπαιδαγωγώ)]
  • (μτβ.) ταλαιπωρώ, καταπονώ κάποιον.:
  • Τον παίδεψε πολύ η λύση του προβλήματος των Μαθηματικών.
  • Συνών.: Συνών: βασανίζω
  • Σύνθ.: εκπαιδεύω, μετεκπαιδεύω
  • Οικογ. Λέξ.: παίδεμα, παιδεμός, παιδεία, απαίδευτος

παίρνω

  • Ρήμα, (παίρ-νω), (αόρ. πήρα, παθ. αόρ. πάρ-θηκα, παθ. μτχ. παρ-μένος), [µεσν. παίρνω < αρχ. παίρω (= σηκώνω κάτι)]
  • 1. (μτβ.) πιάνω κάτι με το χέρι μου. 2. (μτβ.) κλέβω, αρπάζω. 3. (μτβ.) αγοράζω. 4. (μτβ.) χρησιμοποιώ μεταφορικό μέσο. 5. (μτβ.) κυριεύω.:
  • 1. Πήρε το βιβλίο και το έβαλε στην τσάντα του. 2. Του πήραν το πορτοφόλι από την τσέπη. 3. Πήραμε καινούργιο αυτοκίνητο. 4. Πήρε το τρένο και πήγε στη Θεσσαλονίκη. 5. Οι εχθροί πήραν το κάστρο ύστερα από μεγάλη πολιορκία.
  • Σύνθ.: αποπαίρνω, ξαναπαίρνω, συνεπαίρνω
  • Οικογ. Λέξ.: πάρσιμο
  • Φράσεις: 1. Πήραν τα μυαλά του αέρα 2. Το πήρε πολύ πάνω του 3. Παίρνω τα μέτρα μου
  • Επεξηγ.: 2. υπερηφανεύεται 3. προσέχω

πανελλήνιος, -ια, -ιο

  • Επίθετο, Ε4, άψυχα, (πα-νελ-λή-νι-ος), [αρχ. πανελλήνιος< πᾶν + Ἓλλην]
  • 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους Έλληνες. 2. (ουδ. το πανελλήνιο): το σύνολο των Ελλήνων, όλη η Ελλάδα.:
  • 1. Ξεκίνησαν οι πανελλήνιοι αγώνες στίβου. 2. Το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου είναι γνωστό στο πανελλήνιο.
  • Σύνθ.: πανελληνιονίκης
  • Οικογ. Λέξ.: πανελλήνια, πανελληνίως (επίρρ.)
  • Προσδιορ.: (1) έρανος, αγώνες (οι), εκστρατεία, πένθος, διαγωνισμός, συνέδριο, ρεκόρ

πανηγύρι

  • (το), Ουσιαστικό, Ο36, (πα-νη-γύ-ρι, γεν. -ού, πληθ. -α), [µεσν. πανηγύριον < υποκορ. αρχ. πανήγυρις]
  • 1. ομαδική γιορτή προς τιμή ενός αγίου. 2. ομαδική διασκέδαση, γλέντι.:
  • 1. Στο πανηγύρι της Παναγίας της Τήνου μαζεύονται προσκυνητές από όλη την Ελλάδα. 2. Στην ονομαστική του εορτή έκανε μεγάλο πανηγύρι.
  • Σύνθ.: εμποροπανήγυρη, ζωοπανήγυρη
  • Οικογ. Λέξ.: πανηγυρίζω, πανηγυρισμός, πανηγυριώτης
  • Προσδιορ.: (1, 2) ετήσιο, ξακουστό, πραγματικό, χαρούμενο

παράγω

  • Ρήμα, (πα-ρά-γω), (παρατ. παρήγα, αόρ. παρήγαγα), [αρχ. παράγω < παρὰ + ἂγω]
  • 1. (μτβ.) γεννάω, βγάζω σε μεγάλη ποσότητα. 2. (αμτβ.) (μέσ.) δημιουργώ, συγγράφω, συνθέτω.:
  • 1. Ο τόπος μας παράγει κυρίως οπωροκηπευτικά. 2. Τα τελευταία χρόνια έχει παραχθεί ένα σπουδαίο λογοτεχνικό έργο.
  • Σύνθ.: αναπαράγω
  • Οικογ. Λέξ.: παραγωγή, παραγωγός, παραγωγικός, παραγωγικότητα

παράδειγμα

  • (το), Ουσιαστικό, Ο40, (πα-ρά-δειγ-μα, γεν.-είγματος, πληθ. -είγματα), [αρχ. παράδειγµα < παραδείκνυµι (=δείχνω)]
  • 1. κάθε συγκεκριμένη περίπτωση που χρησιμοποιούμε για να γίνει κατανοητό κάτι που είναι γενικό και αφηρημένο. 2. κατάλληλο πρότυπο να το μιμηθούμε ή να το αποφύγουμε.:
  • 1. Χρησιμοποίησε ένα εύστοχο παράδειγμα, για να κάνει κατανοητά αυτά που έλεγε. 2. Ο μεγαλύτερος αδερφός έδινε πάντοτε το καλό παράδειγμα στα μικρότερα αδέρφια του.
  • Οικογ. Λέξ.: παραδειγματίζω, παραδειγματικός, παραδειγματικά (επίρρ.)
  • Προσδιορ.: (2) διδακτικό, λαμπρό, φωτεινό, (1, 2) διαφωτιστικό, εύστοχο, ζωντανό, χαρακτηριστικό
  • Φράσεις: Παράδειγμα προς αποφυγήν
  • Επεξηγ.: για κάτι που πρέπει να το αποφεύγουμε

παραδέχομαι

  • Ρήμα, Ρ3, (πα-ρα-δέ-χο-μαι), (αόρ. παραδέχτηκα, παθ. μτχ. παραδεγμένος), [αρχ. παραδέχο-µαι]
  • 1. (μτβ.) δέχομαι κάτι ως αληθινό ή σωστό, συμφωνώ, εγκρίνω. 2. (μτβ.) κρίνω κάποιον άξιο.:
  • 1. Παραδέχομαι ότι έκανα λάθος στην επιλογή μου. 2. Τον παραδέχομαι για τις γνώσεις του στη Φυσική.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) αρνούμαι, απορρίπτω Συνών.: (1) αποδέχομαι, επιδοκιμάζω, (2) αναγνωρίζω
  • Οικογ. Λέξ.: παραδεκτός, παραδοχή

παραδίδω

  • παραδίνω, Ρήμα, (πα-ρα-δί-δω), (αόρ. παρέδωσα, παθ. αόρ. παραδόθηκα, παθ. μτχ. παραδομένος), [µτγν. παραδίδω < αρχ. παραδίδωµι]
  • 1. (μτβ.) δίνω κάτι σε κάποιον που του ανήκει. 2. (μτβ.) μεταβιβάζω αξίωμα ή υπηρεσία στον αντικαταστάτη μου. 3. (μτβ.) διδάσκω. 4. (αμτβ.) (μέσ.) αιχμαλωτίζομαι με τη θέλησή μου, υποκύπτω.:
  • 1. Ο ταχυδρόμος παρέδωσε το γράμμα στον παραλήπτη. 2. Πριν ο υπάλληλος αναλάβει τα νέα του καθήκοντα, παρέδωσε πρώτα στον αντικαταστάτη του. 3. Ο δάσκαλος παραδίδει μαθηματικά στους μαθητές του σχεδόν καθημερινά. 4. Οι γυναίκες του Ζαλόγγου αρνήθηκαν να παραδοθούν και έπεσαν στον γκρεμό.
  • Συνών.: Αντίθ.: (1) παραλαμβάνω,(4) αντιστέκομαι
  • Οικογ. Λέξ.: παράδοση, παραδοσιακός, παραδοτέος

παραιτούμαι

  • Ρήμα, Ρ7, (πα-ραι-τού-μαι), (παθ. αόρ. πα-ραιτήθηκα, παθ. μτχ. παραιτημένος), [αρχ. παραιτοῦµαι (= ζητώ χάρη, ικετεύω)]
  • 1. (μτβ.) εγκαταλείπω με τη θέλησή μου κάποια θέση, αξίωμα ή δικαίωμα που έχω. 2. (μτβ.) παύω να ενδιαφέρομαι για κάτι.:
  • 1. Παραιτήθηκε από τη θέση του διευθυντή για οικογενειακούς λόγους. 2. Δε θα παραιτηθούμε από τον αγώνα για καλύτερες συνθήκες εργασίας.
  • Οικογ. Λέξ.: παραίτηση