Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Δ'-ΣΤ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Ο"

Βρέθηκαν 30 Λήμματα [1 - 10]

όγκος

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο14, (ό-γκος), [αρχ. ὂγκος]
  • 1. ο χώρος που πιάνει ένα στερεό, υγρό ή αέριο σώμα. 2. (μτφ.) μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα.:
  • 1. Η μονάδα μέτρησης του όγκου είναι το κυβικό μέτρο. 2. Οι μαθητές της τελευταίας τάξης έχουν μεγάλο όγκο εργασίας για γράψιμο.
  • Σύνθ.: ογκόλιθος, ογκολόγος, υπέρογκος
  • Οικογ. Λέξ.: ογκίδιο, ογκώδης
  • Προσδιορ.: (1) άμορφος, συμπαγής, γεωμετρικός

οδηγώ

  • Ρήμα, Ρ5, (ο-δη-γώ), (αόρ. οδήγησα, παθ. αόρ. οδηγήθηκα,παθ. μτχ. οδηγημένος), [αρχ. ὁδηγῶ < ὁδὸς+ ἂγω]
  • 1. (μτβ.) χειρίζομαι και κινώ κάποιο όχημα. 2. (μτβ.) δείχνω το δρόμο σε κάποιον, τον κατευθύνω εκεί που πρέπει::
  • 1. Οδηγούσε το λεωφορείο με μεγάλη προσοχή. 2. Τους οδήγησε στο μοναστήρι μέσα από ένα παλιό μονοπάτι.
  • Συνών.: Συνών: (2) καθοδηγώ
  • Σύνθ.: καθοδηγώ
  • Οικογ. Λέξ.: οδήγημα, οδήγηση, οδηγισμός, (καθ)οδηγητής, οδηγήτρια, οδηγία

οδός

  • (η), Ουσιαστικό, (ο-δός, γεν. -ού, πληθ. -οί), [αρχ. ὁδὸς]
  • 1. δρόμος. 2. (μτφ.) μέθοδος, ο τρόπος που ενεργεί κάποιος.:
  • 1. Μένω στην οδό Σολωμού 44. 2. Ακολουθεί τη νόμιμη οδό, για να λύσει τα προβλήματά του.
  • Σύνθ.: οδοιπόρος, οδοκαθαριστής, άνοδος, είσοδος, έξοδος, πάροδος, πρόοδος, σύνοδος, οδόφραγμα
  • Προσδιορ.: (1) κεντρική, παραλιακή
  • Φράσεις: Καθ' οδόν
  • Επεξηγ.: κατά τη διάρκεια της πορείας

οικογένεια

  • (η), Ουσιαστικό, Ο20, (οι-κο-γέ-νει-α), [µτγν. οἰκογένεια < οἰκογενὴς (= δούλος γεννηµένος στο σπίτι)]
  • 1. ομάδα ατόμων που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς αίματος και συνήθως ζουν στην ίδια κατοικία. 2. ομάδα ανθρώπων, ζώων, φυτών και πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά.:
  • 1. Η οικογένειά του αποτελείται από τέσσερα άτομα. 2. Το λιοντάρι, η τίγρη και ο πάνθηρας ανήκουν στην οικογένεια των αιλουροειδών.
  • Σύνθ.: οικογενειάρχης
  • Οικογ. Λέξ.: οικογενειακός
  • Προσδιορ.: (1) αξιότιμη, ένδοξη, ιστορική, πολυμελής

οικολόγος

  • (ο, η), Ουσιαστικό, Ο14, (οι-κο-λό-γος), [οικολόγος < πρβλ. αγγλ. ecologist]
  • αυτός που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα του περιβάλλοντος και αγωνίζεται για την επίλυσή τους.:
  • Οι οικολόγοι αγωνίζονται για την προστασία της θάλασσας από τη ρύπανση.
  • Οικογ. Λέξ.: οικολογία, οικολογικός

οικονομία

  • (η), Ουσιαστικό, Ο19, (οι-κο-νο-μί-α), [αρχ. οἰκονοµία < οἰκονόµος]
  • 1. το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχουν σχέση με την παραγωγή και την κατανάλωση των αγαθών. 2. το να μην κάνει κανείς πολλά έξοδα.:
  • 1. Κάθε χώρα ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη της οικονομίας της. 2. Έκανε πολλές οικονομίες, για να σπουδάσει τα παιδιά του.
  • Συνών.: Αντίθ.: (2) σπατάλη
  • Σύνθ.: οικονομολόγος
  • Οικογ. Λέξ.: (εξ)οικονομώ, οικονόμος, οικονομικός
  • Προσδιορ.: (1) αγροτική, εθνική, οικιακή, πολιτική, ελεύθερη, αναπτυγμένη, αναπτυσσόμενη

οιωνός

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο13, (οι-ω-νός, γεν. -ού, πληθ. -οί), [αρχ. οἰωνὸς]
  • 1. μαντικό πουλί που από το πέταγμα και τις κραυγές του οι μάντεις στην αρχαία Ελλάδα προέβλεπαν το μέλλον. 2. (συνήθ. μτφ.) κάθε σημείο που μας επιτρέπει να κάνουμε πρόβλεψη για το μέλλον.:
  • 1. Το πέταγμα και το κρώξιμο του οιωνού δήλωναν αυτό που θα συνέβαινε στο μέλλον. 2. Οι παγκόσμιοι κωπηλατικοί αγώνες ξεκίνησαν με καλούς οιωνούς.
  • Συνών.: Συνών: (2) σημάδι, προμήνυμα
  • Σύνθ.: οιωνοσκόπος, οιωνοσκοπία

όλεθρος

  • (ο), Ουσιαστικό, Ο16, (ό-λε-θρος, γεν. -ου, πληθ. - ), [αρχ. ὂλεθρος < ὂλλυµι (= αφανίζω, καταστρέφω)]
  • η πλήρης καταστροφή, η ολοκληρωτική φθορά.:
  • Ο πόλεμος είναι ένας πραγματικός όλεθρος για τους ανθρώπους και το περιβάλλον.
  • Συνών.: Αντίθ.: λύτρωση, σωτηρία Συνών: αφανισμός
  • Σύνθ.: πανωλεθρία
  • Προσδιορ.: ανεπανόρθωτος, ολικός

όλος, -η, -ο

  • Επίθετο, Ε2, άψυχα, (ό-λος), [αρχ. ὃλος]
  • 1. ολόκληρος 2. (με άρθρο) ολικός, συνολικός.:
  • 1. Μερικές φορές χρειάζεται να ταξιδεύει όλη την ημέρα, για να φτάσει στον προορισμό του. 2. Η όλη εργασία για την έκδοση του βιβλίου τελειώνει σύντομα.
  • Συνών.: Συνών.: (1) πλήρης, ακέραιος
  • Σύνθ.: ολόγιομος, ολόκληρος, ολονυχτία
  • Οικογ. Λέξ.: ολικός, ολότητα
  • Φράσεις: 1. Όλα κι όλα 2. Μέσα σ' όλα
  • Επεξηγ.: 1. δέχομαι τα πάντα εκτός από αυτό 2. παντού

ομάδα

  • (η), Ουσιαστικό, Ο21, (ο-μά-δα), [αρχ. ὁµὰς, -άδος]
  • 1. σύνολο προσώπων ή και πραγμάτων με κοινό χαρακτηριστικό. 2. σύνολο αθλητών που ασχολούνται με το ίδιο ομαδικό άθλημα και αντιμετωπίζουν άλλες αντίστοιχες ομάδες.:
  • 1. Μια ομάδα μαθητών του σχολείου παρουσίασε μία θεατρική παράσταση. 2. Η εθνική ομάδα στίβου πέτυχε σημαντικές νίκες.
  • Σύνθ.: ομαδοποίηση, ομαδάρχης
  • Οικογ. Λέξ.: ομαδικός, ομαδικά (επίρρ.), ομαδικότητα
  • Προσδιορ.: (1, 2) αθλητική, πειθαρχημένη, εθνική, (1) θεατρική, κοινοβουλευτική, πολιτική
  • Φράσεις: Ομάδα αίματος
  • Επεξηγ.: για καθεμία από τις κατηγορίες αίματος