Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας
Λεξικό Α'-Γ' Δημοτικού

Αποτελέσματα για: "Κ"

Βρέθηκαν 514 Λήμματα [1 - 10]

καβάλα

επίρρημα
1) Όταν πας καβάλα σ' ένα άλογο, γαϊδούρι ή μουλάρι, κάθεσαι στη ράχη του με το ένα πόδι από τη μία πλευρά του ζώου και με το άλλο από την άλλη. 2) Όταν κάποιος σε παίρνει καβάλα, σε παίρνει στην πλάτη του και σε πάει κάπου.
καβαλώ
κα-βά-λα

καβαλώ

καβαλώ και καβαλάω, ρήμα
Όταν καβαλάς ένα άλογο, ανεβαίνεις πάνω στη ράχη του.
Αυτός που πηγαίνει καβάλα στo άλογο, είναι ο καβαλάρης.
κα-βα-λώ

καβγαδίζω

ρήμα
καβγάς

καβγάς

[ο], ουσιαστικό
O καβγάς είναι οι φωνές, οι βρισιές και καμιά φορά το ξύλο μεταξύ ανθρώπων που δε συμφωνούν σε κάτι.
Στο σπίτι του κυρίου Μιχάλη ξεσπάνε καθημερινά καβγάδες.
τσακωμός
Όλη την ώρα καβγαδίζει με τη θεία του.
κα-βγάς

καβούκι

[το], ουσιαστικό
1) Oι χελώνες, οι κάβουρες και τα σαλιγκάρια έχουν ένα καβούκι, ένα σκληρό κάλυμμα που προστατεύει το σώμα τους. Όταν τα ζώα αυτά φοβούνται, μαζεύονται στο καβούκι τους. 2) Λέμε ότι κάποιος μπαίνει στο καβούκι του, όταν είναι δειλός ή πολύ ντροπαλός.
κα-βού-κι
Μέσα μου μπαίνει η χελώνα όταν φοβάται. Πώς με λένε;

κάβουρας

[ο], ουσιαστικό
O κάβουρας είναι ένα ζώο που ζει στη θάλασσα. Έχει οκτώ πόδια και δύο δαγκάνες. Κρύβεται στην άμμο και στα βράχια.
κά-βου-ρας
'η θάλασσα'

κάγκελο

[το], ουσιαστικό
Τα κάγκελα είναι πολλά μεταλλικά ραβδιά που όλα μαζί κλείνουν κάποιο πέρασμα. Κάγκελα βάζουμε στο παράθυρο, στον κήπο, στην αυλή, στο μπαλκόνι και αλλού.
Από τότε που μπήκαν στο μαγαζί του κλέφτες, ο κύριος Δημήτρης έβαλε κάγκελα σε όλα τα παράθυρα.
κά-γκε-λο

καγκουρό

[το], ουσιαστικό
Το καγκουρό είναι ένα ζώο που ζει στην Αυστραλία. Προχωράει πηδώντας. Το θηλυκό καγκουρό έχει μία τσέπη στην κοιλιά του που τη λένε μάρσιπο για να κουβαλάει το μωρό του.
κα-γκου-ρό
Ξένη λέξη. Δεν αλλάζει ούτε στον ενικό ούτε στον πληθυντικό αριθμό.

κάδος

[ο], ουσιαστικό
O κάδος είναι ένα μεγάλο δοχείο.
Η Ροζαλία σκαρφάλωσε πάνω στον κάδο κι έψαχνε ανάμεσα στα σκουπίδια.
κά-δος

κάδρο

[το], ουσιαστικό
1) Σ' ένα κάδρο βάζουμε μία εικόνα, έναν πίνακα ή μία φωτογραφία. 2) Κάδρο λέμε και μία εικόνα που είναι κρεμασμένη στον τοίχο.
1) κορνίζα
κά-δρο