Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Κώστας Βάρναλης

Κώστας Βάρναλης (1884-1974)

© Ευγενία Βάρναλη
Εκδ. Κέδρος

Ο Μονόλογος του Μώμου

Τα πρόσωπα του μονόλογου:
Προμηθέας
Ιησούς
Μώμος
Η Μάνα Γης
Ένα Αηδόνι

Ανοιξιάτικο απομεσήμερο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απάνου από τον Καύκασο)

Ω! Ωώ!.. Τί μέγα βάρος σήμερα βουλιάζει τον ουρανό! Ανάλαμπος και κρύος του ηλιού ο δίσκος, σαν από ξερό πηλό, θαρρείς, όπου και να ’ναι, θα πέσει απάνου στ’ αντικρινά τα βράχια και θα γίνει θρούψαλα… Πόσο πνιχτά ανασαίνουνε της γης τα σπλάχνα, που κάποτε με ξεπετάξανε στον ανοιξιάτικον αέρα μ’ ένα χαρούμενο σπασμό!… Πώς κρέμονται μέσα στα βάραθρα, τα σκοτεινά νερά, άνηχα κι ανάφριστα σαν πετρωμένα!…
Με φτάνει από μακριά ένα κλάμα σφαγερό.
Ποιός να ’ναι;

Κατά σένα, όπου και να ’σαι, άγνωστε αδερφέ, δε μ’ αφήνουνε τα καρφιά μου να στραφώ. Λιγάκι σα σαλέψω, με δαγκάνουν αγριεμένα σαν τα φίδια, που τα πατάει κανείς την ώρα, που κοιμούνται.
Όμως απάνου από τις άβυσσες και δώθε από τα μάκρη σε νιώθουνε πολύ ζεστά, κατάσαρκα, οι πληγές μου…

Μπορεί να ’ναι κι η δικιά μου η φωνή, που μου την ξαναστέλνουν πίσου τα σκοτάδια των βυθών…

ΙΗΣΟΥΣ

(απάνου από το Γολγοθά)

Τί γλυκά, που γλαρώνανε τα μάτια μου γεμάτα αστραφτερό σκοτάδι! Τί γλυκά, που βυθούσανε τα κόκαλα κι οι σάρκες μου μέσα στην απεραντοσύνη της Ανυπαρξίας, όπου λιώνανε σαν τ’ αλάτι μέσα στο νερό. Κι όπως αδειάζανε στάλα τη στάλα οι φλέβες κι η καρδιά μου, ένιωθα την ψυχή μου όλο και πιότερο να λαφραίνει και να την παίρνουνε σα φτερά οι ψηλότεροι ουρανοί! Ανάμεσα Θανάτου και Ζωής, πέρ’ από τη Γης και πέρ’ από τον Ήλιο, καρφιά, λοχίσματα, φτυσίματα, βλαστήμιες δε φτάνανε την ψυχή μου, που έφευγε και δε γυρνούσε. Όλα γινόντανε ίσκιος και πνοή γύρω από τον ίσκιο μου και τη στερνή πνοή μου!.. Ποιά τώρα με ξυπνάει φωνή κι από ποιό λαρύγγι βραχνό και ραγισμένο; Πούθε βρίσκει τόση δύναμη να ξαναδένει την ψυχή μου με το σώμα και να με ξαναφέρνει πίσω στη Φθορά και στον Πόνο;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αμέτρητους αιώνες ζω με το θάνατο αγκαλιά κι αυτή μας η αγάπη δεν έχει τελειωμό. Σαπίσανε οι κολόνες της ουράνιας Σφαίρας, μα η πληγή μου σαπίζει, ξεσαπίζει. Κι είναι πάντα φρέσκη και λαχταριστή… Δω και χιλιάδες χρόνια περνάει από μπροστά μου ο Κόσμος — κι όλα του τα ιστορικά κείτονται μέσα στο νου μου ασάλευτα και στείρα σαν ένα στρώμα κόκαλα στα βάθη των ωκεανών. Σ’ απανωσιά, σε βάθος και σε ψήλος δεν είναι τίποτα παντοτινό, δεν είναι τίποτα καινούριο. Τόσο μοιάζουνε το σήμερα με το χτες και το χτες με τ’ αύριο, που με τον καιρό έπαψα να βλέπω, να συλλογίζομαι και να θυμάμαι. Έτσι μου φαίνεται, πως τώρα δα έχω γεννηθεί, καρφωθεί και λησμονήσει… Τί να τρέχει σήμερα;

ΜΩΜΟΣ

Πεθαίνει ο Θεός!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(ξαφνισμένος δυσάρεστα)

Πάλι εσύ; Πούθε μου ξεφύτρωσες;

ΜΩΜΟΣ

Αυτός είναι ο ρόλος μου. Να ξεφυτρώνω ακάλεστος — κι ανεπιθύμητος!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πεθαίνει, λες, ο Θεός; Ο Δίας τάχα;

ΜΩΜΟΣ

Όχι. Ο ένας Θεός.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Καλά ο ένας. Μα ποιός απ’ όλους;

ΜΩΜΟΣ

Ο Ένας και Μοναδικός! Δεν υπάρχει άλλος. Γι’ αυτό είναι κι ο Αληθινός Θεός.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αληθινός και να πεθαίνει;

ΜΩΜΟΣ

Αφού είναι παντοδύναμος!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ο θάνατος είναι αδυναμία των ανθρώπων. Δεν είναι δύναμη των Θεών.

ΜΩΜΟΣ

Μα δεν πεθαίνει ο ίδιος. Είναι πνέμα. Πεθαίνει το σώμα του. Το θέλησε μοναχός του να γεννηθεί και να ζήσει για λίγα χρόνια σαν άνθρωπος. Μα σε τρεις μέρες θα βγει από τον τάφο του και θα ξαναπάει στους ουρανούς, απ’ όπου ήρθε.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Το πνέμα ή το σώμα του;

ΜΩΜΟΣ

Ρώτα τον ίδιονε.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πώς τονε λένε;

ΜΩΜΟΣ

Ιησού!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πώς τον είπες;

ΜΩΜΟΣ

Ιησού!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ιησούς! …Ιησούς! … Περίεργο. Εγώ τους ξέρω όλους τους θεούς. Έναν ένανε, μεγάλους και μικρούς, ημίθεους και ηρώους με όλα τους τα σόγια, τις γυναίκες, τα παιδιά, τις ερωμένες και τα παρασπόρια. Τέτοιο όνομα δεν υπάρχει πουθενά!

ΜΩΜΟΣ

(μισοκλείνοντας το μάτι)

Μα δεν είναι Έλληνας!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Δεν είναι Έλληνας; Μα τότε τί μπορεί να είναι!

ΜΩΜΟΣ

Εβραίος!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Εβραίος; Και δε μου το ’λεγες από την αρχή να μην πονοκεφαλάω; Ένας βάρβαρος! Άρα ψεύτικος θεός!

ΜΩΜΟΣ

Το ίδιο λέει κι αυτός για τους Έλληνες θεούς! Πως είναι ψεύτικοι και βάρβαροι.

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ο Δίας μάλιστα! Οι άλλοι όμως είμαστε αληθινοί!

(φωτισμένος ξαφνικά)

ΙησούςΙησούς Καλά λες. Τώρα θυμάμαι. Μου μίλησε γι’ αυτόν, εδώ και λίγον καιρό, ο Μορφονιός ο Ερμής. Έρχεται μια δυο φορές το χρόνο και με βλέπει. Τονε στέλνει ο Δίας να δοκιμάζει τα καρφιά μου, αν βαστούνε. Και ν’ αλλάζει τα όσα τα ’φαγε η σκουριά … Τονε λυπάμαι. Δεν είναι μικρή η αγγάρεια. Με λυπάται κι αυτός — έχει καλή καρδιά. Με τον καιρό γενήκαμε φίλοι. Κι όντας αργεί να μου έρθει, στενοχωριέμαι. Μου δηγιέται με τ’ αλέγρο του ύφος όλες τις βρομιές, που γίνονται στον Όλυμπο κι όπου αλλού ανταμωθούνε θεός με θεό ή θεός με άνθρωπο. Είναι κουτσομπόλης, μα με γούστο πολύ.

(δυνατά στο Μώμο)

Ε, συ! Ακούς;

ΜΩΜΟΣ

(δυναμώνοντας τη φωνή του)

Ακούω και παρακούω.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Μου είπε το λοιπόν την τελευταία φορά: «Κανακάρη γιε του Ιαπετού! Ένας Εβραίος Θεός, Ιησούς (ΙησούςΧριστός… νομίζω) θέλει να γκρεμίσει τον Όλυμπο και ν’ αφανίσει όλους τους Έλληνες θεούς. Έτσι θα λυτρωθείς και συ από τα βάσανά σου, γιατί δε θα υπάρχεις!..». Κι έσκασε στα γέλια ο Μορφονιός ο Ερμής, ο Γλάρος, ο Ιθύφαλλος, ο Κοσμογυρισμένος — το Κοπέλι του Δία. Κι όλο ξανάλεγε και ξανάλεγε: «Εβραίος θεός… Εβραίος θεός!..» Ήτανε μεσημέρι καλοκαιρινό, μα έκανε τόσο κρύο εδώ ψηλά, που, ενώ γελούσε, χτυπούσανε τα δόντια του από το τούρτουρο: χι! χι! χι!.. τάκα! τάκα! τάκα!.. Τόσο μού φαινότανε αστείος, που άρχισα να γελώ κι εγώ. Και τα χάχανά μας ξαφνίσανε τα πεθαμένα τούτα ερημοτόπια… Μαζί μας γελούσε κοφτερά κι απαίσια, σα να μας κορόιδευε, κι ο αντίλαλος. Πόσο φριχτά πονούσε το συκώτι μου σε κάθε τίναγμά του! Πόσον αίμα χύθηκε τη μέρα εκείνη από τις πληγές μου!.. Οι στοιχειωμένες αυλακιές της όψης μου, σκαμμένες από τα πάγη και τους πόνους, ακόμα κρατάνε μέσα τους μια θύμηση καυτή σα φλόγα. Ήταν η πρώτη μου φορά, που γέλασα. Από τότες, που καρφώθηκα.

(στον Ιησού)

Κλαις; Ντροπή!

ΙΗΣΟΥΣ

Βαθιά στο μέτωπο και στα μελίγγια μου είναι χωμένα τρομερά τ’ αγκάθια. Το αίμα τώρα έχει πήξει ολόγυρα… Κι από τα πόδια μου και τις απαλάμες — κι από την τρυπημένη μου καρδιά — βγαίνει νερό μονάχα. Είμαι καρφωμένος σαν και σένα. Και κάτωθέ μου αστράφτουνε, βροντολογάνε και με σουβλίζουνε λάμες αμέτρητες. Και γλώσσες αμέτρητες με βλαστημάνε και με φτυούνε. Κι αργώ να πεθάνω.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Δε σου καρφώσανε, υποθέτω, και τη γλώσσα σου! Βλαστήμα τους και συ και φτύνε τους. Έτσι θαν τους δείξεις, πως είσαι άντρας και δεν τους φοβάσαι. Δε μπορούνε να σου κάνουνε τίποτα παραπάνου.

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)

Πατέρα… Συχώρεσέ τους. Είναι αθώοι! Δεν ξέρουνε τί κάνουνε και τί λένε.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένα στο Μώμο)

Ποιοί, μωρέ, δεν ξέρουνε τί λένε και τί κάνουνε; Εμείς;

ΜΩΜΟΣ

Οι Εβραίοι. Αυτοί, που τον έχουνε σταυρώσει.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Τί; Ανθρώποι τονε σταυρώσανε; Τί θεός είναι!

(στον Ιησού δυνατά και σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά, όσο μπορεί)

Εμένα με καρφώσανε θεοί. Πολλοί θεοί μαζί. Πώς το δέχτηκες μοναχά και να σ’ αγγίξουν αυτά τα ζωντόβολα;

(προσταχτικά)

Κατέβα γρήγορα αποκεί! Ντροπιάζεις το σόι μας!

ΙΗΣΟΥΣ

(πάντα γαλήνια)

Θα υπάρξουνε μαθητές μου, που θαν τους καρφώνουνε τα πόδια με σφήνες τρεις πιθαμές βαθιά στη γης κι αυτοί πάλι θα περπατάνε. Μπορούσα το λοιπόν κι εγώ πολύ πιο εύκολα να κατέβω από το σταυρό μου. Μα δε θέλω. Ήρθα στον κόσμο επίτηδες για να πεθάνω…

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Για ποιό λόγο;

ΙΗΣΟΥΣ

Για ναν τονε σώσω!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)

Τους Εβραίους! Χαρά στο πράμα! Αμ τους ξέρω τους Εβραίους! Όντας ήμουνα λεύτερος και νιος —και δε με χωρούσε ο τόπος— ξέπεσα κάποτε στη χώρα τους. Πώς βρομάνε! Λάδι ταγγό! Κόκκινα μαλλιά σαν του τσακαλιού· μύτες μεγάλες και καμπουρωτές — όρνια μονάχα· μάτια γρήγορα κι αναμμένα σαν της γάτας τη νύχτα· σκουλαρίκια στ’ αφτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια· φωνές στριγκλιάρικες σαν το γάβγισμα της φώκιας. Λωβιασμένοι και ψεύτες, πατριώτες και θρήσκοι, πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες.

ΜΩΜΟΣ

Οι Έλληνες είναι καλύτεροι;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Χειρότεροι. Οι Έλληνες θεοί, αυτοί είναι καλύτεροι. Πιο όμορφοι, πιο ξυπνοί, πιο παλικάρια. Και φαγάδες και γυναικάδες, όσο δεν παίρνει.

ΜΩΜΟΣ

Θα σώσει και τους Έλληνες.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Σώθηκε!

ΜΩΜΟΣ

Θα σώσει όλους τους ανθρώπους!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Τους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψα! Καλά τούς είχα φκιάσει ολάκερους από λάσπη! Τί μου κατέβηκε να τους δώσω και πνέμα; Πώς ήτανε, αλήθεια, στην αρχή! Τριχωτοί απ’ την κορφή ώς τη φτέρνα με τα μάτια κολλητά το ένα με τ’ άλλο στη ρίζα της μύτης. Δείχνανε τα σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους και γρούζανε στριγκλιάρικα… Τα χέρια τους μακρύτερ’ απ’ τα πόδια σερνόντανε χάμου στη γης, σαν περπατούσανε, γέρνοντας μπροστά και τρεκλίζοντας ζερβά δεξιά. Σωστές μαϊμούδες. Έκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα. Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα. Τους ανέβασα ψηλά, ίσαμε τους θεούς. Κι αυτοί με προδώσανε. Με το λογικό ανακαλύψανε την μπαμπεσιά και την αχαριστία· και με τη γλώσσα το ψέμα και πάλι το ψέμα! Και τί τους γύρεψα γι’ αντάλλαγμα; Να με βοηθήσουνε κι αυτοί ενάντια στο Δία για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου. Και να με τιμάνε πιότερο από το Δία — γιατί, θαρρώ, το αξίζω! Ε λοιπόν! Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ώς κάτου από το θυμό! «Ποιός σας έδωσε την ουράνια φωτιά μου;» —«Ο Προμηθέας! Ο Προμηθέας!» φωνάξαν ούλοι μαζί και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον Τύραννο. Αυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μ’ αλυσοδέσουν. Κι όντας ετούτ’ οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώναν εδώ ψηλά, τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε αποκάτου: «Έτσι και χειρότερα… Άνομε!..» Δε θά ’ρτω μια μέρα στα πράματα;

ΜΩΜΟΣ

(ήσυχα)

Δε φταίνε αυτοί.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ποιός φταίει δηλαδή; Ο Δίας;

ΜΩΜΟΣ

Εσύ!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(οργισμένα)

Εγώ;

ΜΩΜΟΣ

Ναι! Εσύ! Που νικήθηκες. Αν νικούσες το Δία, τότες όλοι θα ’τανε μαζί σου. Και θεοί κι ανθρώποι. Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις. Και το Κράτος κι η Βία θα σε παραστεκόντανε μπράβοι δικοί σου. Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιά. Κι ο Μορφονιός ο Ερμής θα ’τανε κοπέλι δικό σου, να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων του. Τότες ο Δίας θα ’ταν ο αποστάτης κι ο άνομος. Κι ώς τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει, όπως ξεχάσανε και σένα. Δεν το ξέρεις; Πάντα οι νικημένοι έχουνε τ’ άδικο. Και τ’ άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητές. Ώς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Κι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο.

ΜΩΜΟΣ

Αυτά να μην τα λες σε μένα!.. Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σου. Τους γέλασες, πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο: για λευτεριά, δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία. Ενώ πολεμήσανε μονάχα για ν’ αλλάξουν αφέντη — για το δικό σου το συφέρο. Τα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες, οι τυράννοι της Γης… Ωστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απ’ όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Γιε του Ήλιου και της Νύχτας. Παραείσαι, μου φαίνεται, σοφιστής. Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σου. Πάντα μού χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου: τον αιώνιο Ρυθμό του Κόσμου. Δεν ήτανε δύσκολο να ’χες και συ μια ψίχα λογικό — αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι!

(σε λίγο)

Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους;

ΜΩΜΟΣ

Από την αμαρτία.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Κι αυτό το λέει σωτηρία; Μα η αμαρτία είναι όλ’ η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών.

ΜΩΜΟΣ

Και των Κυρίων της Γης.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω —ύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμα— είναι οι αμαρτίες, που έχω κάνει. Και για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι, μου χρειάζεται η εξουσία. Νά γιατί δεν υποτάζομαι. Αν ήθελε ναν τους σώσει, θα ’πρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίες. Μα λευτεριά θα πει δύναμη. Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θ’ αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας.

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)

Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου!

(σιγότερα)

Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ποιά;

ΜΩΜΟΣ

Η Ανισότητα.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Με σκότισες! Πάψε!

(σε λίγο)

Μα δεν καταλαβαίνω, πώς, για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία, πρέπει αυτός να πεθάνει!

ΜΩΜΟΣ

Οι ανθρώποι θα σωθούν, άμα τον πιστέψουνε γι’ αληθινό θεό. Μα για να τον πιστέψουνε, θα κάνει το θάμα ν’ αναστηθεί. Για ν’ αναστηθεί, πρέπει να πεθάνει πρώτα. Γι’ αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του· ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικα! Και ποιά η ανάγκη να σωθούνε οι ανθρώποι; Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους. Όχι να πεθάνουμε κιόλας! Και το κάτω της γραφής, αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό, μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό, για ναν τονε φοβηθούνε. Ναν τους έκαιγε μ’ αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους. Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό. Ναν τους έστελνε πανούκλα, σεισμούς και καταποντισμούς…

ΜΩΜΟΣ

Αυτά ξεχνιούνται γρήγορα.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)

Μα θαρρώ, πως, άμα τον πιστέψουν, αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι!

ΜΩΜΟΣ

Μα δεν τους ζητάει, όπως εσείς οι Έλληνες θεοί, σφαχτάρια και γυναίκες! Για τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα.

(σιγότερα)

Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων, ψυχικά δεμένα, στους Κυρίους της Γης.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ξέχασα να ρωτήσω. Θα τον ιδούν οι Εβραίοι ν’ ανασταίνεται;

ΜΩΜΟΣ

Κανένας. Μοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του. Σαν όραμα.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Δηλαδή σε κεινούς, που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνει! Μα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνει. Να παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του! Σε κεινούς, που δεν τονε πιστεύουνε. Μέρα μεσημέρι στην Αγορά! Κι ολόσωμος! Εδώ τονε θέλω. Εξόν αν φοβάται!

ΜΩΜΟΣ

Τί Έλληνας! Άμα τονε βλέπανε, τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανένας. Θα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα, πως αναστήθηκε. Και τότες όλοι θα πιστέψουνε. Δεν ξέρεις, καημένε, τη λαϊκή ψυχή. Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αφτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους. Μήπως εσένα, το Δία, την Αφροδίτη —κι όλους τους άλλους— σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνε; Εμείς θα σας δείξουμε στους λαούς. Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Μη μου κάνεις, είπα, τον έξυπνο!

(στον Ιησού)

Αυτά δεν είναι λογικά πράματα!

ΙΗΣΟΥΣ

Το λογικό δε φελά σε τίποτα. Μήτε το πολύ μήτε το λίγο. Μήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απ’ τα πουλιά τ’ ουρανού κι απ’ τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης; Μήπως είναι καλύτεροι απ’ τους άλλους ανθρώπους; Όσο πιο ξανοίγεται η σκέψη, τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές. Κι ο άνθρωπος χάνεται. Εγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους. Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθος. Η βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της Καρδιάς. Όπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη, εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών, έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνε. Τότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)

Έτσι ε; Να ξοδιάζουνε το πνέμα τους, να χαραμίζουνε τη δύναμή τους οι άξιοι για τους τιποτένιους! Για ναν τους μοιάσουνε! Αυτό δεν ξανακούστηκε! Είμαι παλιότερος από σένα. Αύριο μεθαύριο θα ’μαι κι ο πρώτος απ’ όλους σας. Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύω. Μάθε το λοιπόν από μένα. Είναι κανείς δυνατός, γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούς. Ο δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει. Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται. Παίρνεται. Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούς. Αυτό δεν είναι νόμος, που τονε φκιάσαμ’ εμείς οι θεοί. Υπάρχει πριν από μας. Είναι Ανάγκη.

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)

Σεις οι δυνατοί —πρώτα της Γης κι ύστερα τ’ Ουρανού— δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατους. Τη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους. Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)

Εσύ να μην ανακατεύεσαι!

(στον Ιησού)

Μπας και σου πέρασε η ιδέα —επειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώ— πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπους; Δε θυσιάστηκα για κανένανε. Την έπαθα — για λογαριασμό μου. Δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια. Να πηγαίνει πέρ’ απ’ τα φαινόμενα.

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)

Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τ’ αφτιά του και δίχως μάτια. Να πηγαίνει πέρ’ απ’ τα λεγόμενα. … Μην ακούς, λοιπόν, τί λέει. Έννοια σου! Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη. Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύ. Είσαι λιγάκι πρωτόγονος και χοντροκομμένος. Τα λες όξω από τα δόντια. Ο νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος, πιο διπλωμάτης. Ξέρει τη δουλειά του καλύτερα. Η μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του «έτσι θέλω εγώ ο αφέντης!» Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του «έτσι θέλει ο Θεός· έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοι»! Είναι μέθοδο πολιτισμένη. Χάρη σ’ αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων. Θα ζητάνε μοναχοί τους ν’ αδικιούνται — για καλό τους. Μα θα ρωτήξεις: «πού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατών»; Και λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και ν’ αδικούνε το βρομολαό για καλό του;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Δεν πολυκαταλαβαίνω.

ΜΩΜΟΣ

Ήρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπους… μετά θάνατον. Μα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή. Αυτουνούς, που κατέχουν όλα τ’ αγαθά κι όλη τη δύναμη. Τους σωσμένους. Μα εκεινούς, που έχουν ανάγκη να σωθούνε· εκεινούς, που τα στερούνται όλα, τους απαγορεύει να πιθυμούνε τ’ αγαθά των αλλωνών και ν’ αντιστέκονται στη δύναμή τους. Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε, αφού πεθάνουνε πρώτα. Εις αιώνα τον άπαντα. Διδάχνει, καθώς βλέπεις, την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας· δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδη. Οι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση. Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)

Κατάλαβα…

ΜΩΜΟΣ

Αν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ, δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματα. Κι ας καμαρώνεις, πως είσαι τάχατες ο θεός της Λογικής.

(πειραχτικά)

Έχει δίκιο να σου λέει, πως το λογικό δε φελά σε τίποτα…

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)

Σπουδαία πράματα μου ξηγάς! Σπουδαία πράματα καταλαβαίνω! Ας λείπανε!

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)

«Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες… Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι…ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών».

ΜΩΜΟΣ

Σιγά! Μη σ’ ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς!

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)

«Η πίστη σου σέσωκέ σε Όποιος πιστεύει στον αληθινό θεό, σώζεται. Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός.

ΜΩΜΟΣ

Περισσότερο απ’ όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι. Γιατί ’ναι ξυπνοί. Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον, που τους επιτρέπει να ’ναι πλούσιοι, δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς. Απ’ όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη. Κι απ’ όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστία. Έτσι ο θεομπαίχτης, που πιστεύει από εξυπνάδα, είναι καλύτερος από τον άθεο, που δεν πιστεύει από γνώση.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο πελάτης σου! Πότε θα πεθάνει;

ΜΩΜΟΣ

Βιάζεσαι; Όπου και να ’ναι.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ζηλεύω! Τονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του. Για τρεις μέρες.

ΜΩΜΟΣ

Για πάντα.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αχ! Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα! Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο. Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μου…

ΜΩΜΟΣ

Το μίσος και την πλεονεξία σου!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Μου φαίνεται, πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο. Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του, χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μου. Μάνα μου γης! Ξανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στ’ απέραστα βάθια της κοιλιάς σου! Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σου! Μ’ αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου;

ΜΑΝΑ ΓΗΣ

Ποιός είσαι;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ο Προμηθέας. Ο γιος σου.

ΜΑΝΑ ΓΗΣ

Δε σε ξέρω. Δεν ξέρω με τ’ όνομα κανένα από τα παιδιά μου.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Είμαι ο θεός της Φωτιάς και του Λογικού. Ένας από τους Τιτάνες.

ΜΑΝΑ ΓΗΣ

Θεός; Και ζητάς εγώ να σε βοηθήσω; Και να μπορούσα δε θα το ’κανα. Να φύγετε, να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μου! Εξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ. Έγινα Χτήμα. Γεννώ, καρπίζω, λουλουδίζω· στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου. Μα με χαίρονται λίγοι. Αυτοί, που με κατέχουνε. Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους. Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι! Ν’ άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπινα! Άμα χαλάσω έναν από δαύτους, ξεφυτρώνουνε δυο και πέντε. Αυτοί ’ναι οι χαμοθεοί μου. Και τους μισώ. Εσείς, οι πανωθεοί, είσαστε παιδιά δικά τους. Όχι δικά μου. Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε, ποιός θα με φάει μονάχος.

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)

Δε σε βλέπω.

ΙΗΣΟΥΣ

Εγώ σε βλέπω.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Θα ’σαι νέος πολύ. Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου.

ΜΩΜΟΣ

Τριαντατριώ χρονώ.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Καλά το ’λεγα! Παιδί! Κι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι.

(στον Ιησού)

Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι;

ΙΗΣΟΥΣ

Δίδαξα…

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)

Καμιάν επανάσταση βέβαια! Μάταια πράματα. Όλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα. Με τα χρόνια τούς περνάει — όπως κι εμένα!

ΙΗΣΟΥΣ

Απαγόρεψα κάθε επανάσταση. Δίδαξα την υποταγή στο Νόμο. Την Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Μα τότε πώς σε θανάτωσε ο Νόμος; Εσύ δεν πήγες κόντρα. Τονε θεοποίησες, καθώς βλέπω.

ΙΗΣΟΥΣ

Με θανάτωσε για επαναστάτη και γι’ αντίθεο.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Περίεργο!

ΜΩΜΟΣ

Έλεγε και ξανάλεγε, πως θα ’δινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα!) τη βασιλεία των ουρανών. Μα τούτ’ οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το «βασιλεία», δεν τ’ ακούγανε το «ουρανών»! Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα. Γιατί νομίζανε, πως θα ’διωχνε τον ξένο τύραννο, τους Ρωμαίους, και θα ’δινε σ’ αυτούς τη βασιλεία της Ιουδαίας. Μα οι ντόπιοι τυράννοι, οι πλούσιοι Εβραίοι, —Φαρισαίοι και μεγαλοπαπάδες— φοβηθήκανε, πως, άμα χάνανε την προστασία των ξένων, θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τους. Γι’ αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για οχτρό του Θεού. Οχτρός του Θεού; Τότες ο λαός των κουρελήδων, που είναι θρήσκος (όλα κι όλα!) αγρίεψε, ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του. Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο, τόσο το καλύτερο!) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους, στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς.

ΙΗΣΟΥΣ

Αυτό ήθελα. Έπρεπε να με σκοτώσουνε, για να συχωρεθούνε…

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πάλι τα ίδια;

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

Οι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλου του κόσμου ύστερ’ από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό. Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα. Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σ’ αρνιέται. Εσύ, ο Θεός — Πνέμα, Σωτήρας της Ψυχής, θα γίνεις ο Θεός — Σωτήρας της Κοιλιάς σου. Γι’ αυτουνούς απόθανες. Αντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών, θεμέλιωσες τη βασιλεία του Πλούτου. Θα ’πρεπε ν’ αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες, αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβων. Μα τότε δε θα γινόσουνα θεός!

ΙΗΣΟΥΣ

Κάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινή. Τις άφησα όλες να υπάρχουνε, γιατί χρειάζονται. Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερη. Η μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος. Αυτόνε τον κατάργησα.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Πώς; Έκανες τους ανθρώπους αθάνατους;

ΜΩΜΟΣ

Μετά θάνατον! Σου το ξανάπα, μα δεν πρόσεξες. Μετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό.

ΙΗΣΟΥΣ

Εκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα του. Αυτή ’ναι η Αλήθεια ΜΟΥ. Η ΑΛΗΘΕΙΑ.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Φαίνεται, πως από τότες, που καρφώθηκα πολύ ψηλά, εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου, το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων!

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)

Συ, που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών, δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμα; Έτσι θα καταργούσες την Πείνα. Και μαζί της θ’ αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα. Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατον… Μα όσα ψωμιά και να φκιάνανε, είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό, πάλι θα πεινούσανε. Θαν τους τα παίρναν όλα οι Δυνατοί. Αφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς, ας έδινες σε κάθε σκλάβο, αντίς την αθανασία, ένα στιλέτο.

ΙΗΣΟΥΣ

Ένα στιλέτο; Τί ναν τον κάνανε;

ΜΩΜΟΣ

Για να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών.

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)

Πόσο τονε λυπάμαι! Είναι καταδικασμένος για πάντα.

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά, πώς ξέρεις τ’ άγνωστα; Κι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά, πώς ξέρεις τα μελλούμενα;

ΙΗΣΟΥΣ

Το Άγνωστο είμ’ εγώ! Ο Θεός. Και θέλεις να μην το ξέρω; Τα γνωστά, που τόσο τα γνοιάζεσαι, είναι όλα ψεύτικα. Γι’ αυτό και τα αγνοώ! Όσο για τα μελλούμενα, πότε σου είπα, πως υπάρχει μέλλον; Κατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου. Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή. Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τ’ αμαρτήματά τους.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα.

ΙΗΣΟΥΣ

Εγώ μ’ αυτά μου τα λόγια, που δεν έχουνε νόημα, θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)

Θα μας ρίξεις με τα λόγια; Δε μπορώ να γελάσω. Πονάει το συκώτι μου! Οι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το Φονικό. Έτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνης. Το ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης. Έτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότητας. Μιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρης. Δεν έμαθες γράμματα;

ΙΗΣΟΥΣ

Εγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους. Κι οι ανθρώποι τα γράμματα. Τί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους;

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους;

ΙΗΣΟΥΣ

Ο Πατέρας μου. Δηλαδή Εγώ.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Γιατί με γέλασες, πως είναι ο μόνος θεός; Νά! που έχει και Πατέρα!

ΜΩΜΟΣ

Δε σε γέλασα. Ο ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του. Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)

Θα έχεις, φαίνεται, πυρετό! Σ’ έπιασε το παραμιλητό του θανάτου!

(δυνατότερα)

Ο κόσμος γεννήθηκε από το Χάος. Κι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπη. Και τους έδωσα και ψυχή από λάσπη… Η λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους.

ΙΗΣΟΥΣ

Ο Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπη. Και τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδια! Άρα ψυχήν αθάνατη.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ούτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο. Τίποτα. Όταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς, τους λες ψέματα!

ΜΩΜΟΣ

Κι οι δυο σας δε λέτε την αλήθεια. Ο κόσμος δεν έχει αρχή. Δεν έχει δημιουργό. Ύπαρχε πάντα. Και γίνεται πάντα μοναχός του. Όσο για τον άνθρωπο, τον έπλασε… η μαϊμού! Κι εσάς οι ανθρώποι. Σας πλάσαν οι αφέντες της Γης «κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους». Δουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την Αδικία. Και μετά θάνατον; — Αέρας φρέσκος! Όξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων, δεν υπάρχετε πουθενά….

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Γιε της Νύχτας! Σου απαγορεύω να παίζεις μαζί μου! Απαιτώ να με σέβεσαι!

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)

Χα! χα! χα!…

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)

Τί γελάς, ξετσίπωτε;

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)

Ποιός γελάει έτσι;

ΜΩΜΟΣ

Εγώ, ο Μώμος! Ένας από τους Μώμους! (Είμαστε πολλοί!) Και δε γελάω, που θυμώνετε· μα που θυμώνετε, δίχως να υπάρχετε! Και που σας κουβεντιάζω, ενώ ξέρω, πως δεν υπάρχετε! Αφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζω; Τί Μώμος θα ήμουνα! Εξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου. Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι, σαν ξυπνήσουνε μια μέρα.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)

Για να γίνουν αυτοί θεοί!

ΜΩΜΟΣ

Για να γίνουν ανθρώποι. Τί να την κάνουνε τη θεοσύνη σας; Τί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του Μύθου; Κι ούτε καν θα κοπιάσουνε, για να σας ρίξουνε. Θα πέσετε μοναχοί σας, χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκια. Αυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της Γης! Άμα ρίξουν αυτουνούς, θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τους…

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ωχ!… Σταθείτε μια στιγμή. Ο αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάς. Πονάω όσο ποτές! Κι όσο πονάω, τόσο μεγαλώνει το μίσος μου. Αν είχα τόση δύναμη στα χέρια, όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου, θα μπορούσα μ’ ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και την Ασπροθάλασσα κατάκορφα στον Όλυμπο. Θα ’λιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα, που τσακώνεται, μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδι… Θα ’λιωνα και τους ανθρώπους!

ΜΩΜΟΣ

Άσε τους ανθρώπους. Τον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απ’ όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου!

ΙΗΣΟΥΣ

Πατέρα! Έκανα το χρέος μου. Τα νεφρά μου τσακιστήκανε. Τα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόνατα! Διψώ! Κρυώνω!

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος, ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος.
Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά, πεδιάδες και θάλασσες. Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια — ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες.
Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού.
Όλ’ η πλάση βυθίζεται αμέσως σ’ ατέλειωτη σιγή).

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)

Άκου, άκου τ’ αηδόνι! Ίσως στερνά καταλάβεις, πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής, για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου!

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ

Μάνα, ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματα, φώτα πολλά και χρώματα και μοναχά απ’ το γγίμα τ’ αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα!

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδι το σπάω με το τραγούδι, που την απλή χαρά μου υψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απ’ τα φτερά μου.

Μες στ’ άνθη της ροδακινιάς, στης λεύκας την κορφή, όπου ίσκιωμα βαθύ κι όπου κρυές βρυσούλες πάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες.

Μ’ αστροφεγγιές ολόβαθες, τριανταφυλλιά χαράματα, με φεγγαρομαλάματα κι όταν σιγά κι αγάλι βρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη,

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβα, κι ανέβα ο αχός ανέβα όλο και πιο μεστώνει και τον αγέρα, ξέχειλον από ηδονές, ματώνει.

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσει, στη μαγεμένη πλάση και στην καρδιά, που νιώθει, καιρό βαστά ο αντίλαλος, καιρό πονάνε οι πόθοι.

Ω! δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέρα: γης και νερού κι αγέρα δεν ξέρουνε τα γένη, πως ό,τι ζει και χαίρεται, σύντομ’ αργά πεθαίνει.

Ο χορτασμένος έρωτας, της ζωής οι γλυκάδες της πλάσης οι ομορφάδες έτσι βαθιά με ορίζουν, που της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν!

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)

Άκουσες; Καταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών;

ΙΗΣΟΥΣ

Δε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδια. Σ’ όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου ν’ ακούω το θέλημα του Πατέρα μου. Όποιος ακούει πολύ τα έξω, χάνει την ψυχή του. Κι εγώ, ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος, έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλους. Ο βασιλιάς Σολομώντας, ο σοφός, που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών, ήτανε φιλήδονος. Σοφός με χίλιες γυναίκες! Άρα δεν ήτανε σοφός. Ήτανε μονάχα βασιλιάς.

ΜΩΜΟΣ

Βγήκες καμιά φορά την άνοιξη, τα χαράματα, να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπους; Είδες, πώς μένει στα μαλλιά σου, στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού, το μπάρσαμο του πεύκου; Ακόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάει. Και τα σωθικά σου, φωτεινά και γαλάζια, σαν τον ουρανό, βουίζουν από τα κελαδήματα, λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά, όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής.

ΙΗΣΟΥΣ

Τί τ’ όφελος! Πολλές φορές μετάνιωσα, που γεννήθηκα άνθρωπος. Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να φύγω πίσου στον ουρανό… Δε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου, για να σταυρωθώ. Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες. Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή, ενώ γύρα μου τα πουλιά, τα νερά, ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαρά… Ήταν ο Πειρασμός. Μα εγώ δεν έβλεπα, δεν άκουγα, δε σάλευα. Ο εαυτός μου — το Χρέος μου — σκέπαζε τα πάντα.

ΜΩΜΟΣ

Και δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου;

ΙΗΣΟΥΣ

Όσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες: αρχόντισσες μέσα στα φορεία, γεμάτες αρώματα, φκιασίδια, μαλάματα κι αλαζονεία· λαϊκές ξυπόλυτες, εύκολες κι αφόβιστες, με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια, γύριζ’ αλλού το πρόσωπό μου. Η ψυχή μου μάτωνε. Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης, να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ, τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)

Κρίμα! Παιδί πράμα και να ’σαι τόσο κουρασμένος! Καθώς φαίνεται, θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά, που ξεσοΐστηκε.

ΜΩΜΟΣ

Οι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγή. Μα είναι φτωχόπαιδο: γιος ξυλουργού, που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)

Μπα! Και τί δουλειά έκανες, πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο;

ΙΗΣΟΥΣ

Μικρός, που πήγαινα σκολειό, βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά του…

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Ποιόν πατέρα σου;

ΙΗΣΟΥΣ

Τον Ιωσήφ!

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Άλλος πάλι αυτός!

(στο Μώμο)

Μα δε μου είπες, πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού του; Ποιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας;

ΜΩΜΟΣ

Ο άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών του…

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Τί ψιλορωτάω; Παραμιλάνε κι οι δυο τους!

(στον Ιησού)

Κι άμα τράνεψες, ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου;

ΙΗΣΟΥΣ

Άμα τράνεψα, δεν έκανα καμιά δουλειά. Μου άρεζε λιγάκι η ψαρική. Ύστερα τίποτα…

(σιγότερα)

Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)

Παιδί του λαού και να μη δουλεύεις; Τότε ποιός θα δουλεύει; Τέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούς; Ο φτωχός, που είναι ακαμάτης, καταντάει στην κρεμάλα. Καλά λοιπόν είσαι εκεί, που βρίσκεσαι!

ΙΗΣΟΥΣ

Πήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά, τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάντα! Ζούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσες… Έτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλι… Δεν είχα ανάγκη από τίποτα. Μοναχά σκεφτόμουνα: πρωί, μεσημέρι, βράδυ — κι όλη τη νύχτα…

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Όποιος δουλεύει δε σκέφτεται. Γι’ αυτό είναι χαρούμενος.

ΜΩΜΟΣ

Όταν δουλεύει ο άλλος για μας, εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοι… Ο σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε, δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτεί. Δε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του.

(στον Ιησού)

Ωστόσο, σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή, με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά, τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές;

ΙΗΣΟΥΣ

Τα χείλια μου προσευχόντανε…

ΜΩΜΟΣ

Κι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά;

ΙΗΣΟΥΣ

Τα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα. Από λύπη.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Α! Εγώ!… Ήμουνα παιδί της Γης. Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές, από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων, όλες οι φωτιές… Ύστερ’ από τόσων αιώνων μαρτύρια, με παρηγοράει η σκέψη, πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα. Τα χάρηκα. Και γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκα… Ερωτεύτηκα σα θεός, χωρίς αρχή και τέλος! Κι όντας με καρφώναν εδώ, ξεφωνούσα, τιναζόμουνα, δάγκωνα. Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση, το ξόδιασμα της δύναμης, ο χορτασμός της αποθυμιάς. Και θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου, όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό, όσο γιατί μου στέρησε τη γης… Εσύ δε θα ’βγαλες τσιμουδιά, όντας σε σταυρώνανε. Έτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμα. Και συχωρνάς τους φονιάδες σου, γιατί τους φοβάσαι ακόμα! Κι έτσι πρέπει, αφού είσαι λαός. Είναι το μόνο πράμα, που έκανες σωστό ίσαμε τώρα: να φοβάσαι!

ΜΩΜΟΣ

Καλά τα λες! Μα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου. Θέλεις μοναχός σου ν’ ακούς τα πουλιά, μοναχός σου να είσαι χορτασμένος! Να ’ναι δικά σου όλα: γης, δέντρα, ήλιος, θάλασσα κι ανθρώποι. Το ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης, οι αφέντες Σας! Μα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε: όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Τί λες, μωρέ! Γίνονται αυτά τα πράματα; Κρίμα, που σε είχα για έξυπνο! Ούτε όλοι μπορεί να ’ναι αφέντες —τότε ποιός θα δουλεύει;— ούτε όλοι φτωχοί — τότε δε χρειάζεται η δουλειά, γιατί η δουλειά πλουταίνει… Έτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου: οι φτωχοί, που δουλεύουνε, δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες, που τους δίνουνε δουλειά.

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φορά… από την αρχή!

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)

«Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ».

ΜΩΜΟΣ

Γελιέσαι! Όσο το σώμα θ’ ανήκει στον Καίσαρα, θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχή. Αυτά δε χωρίζονται. Τα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμα. Δε θέλουμε Καίσαρες!

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)

«Τετέλεσται!»

ΜΩΜΟΣ

Τί είπες;

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)

Τί είπε!

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)

Δεν ακούγονται! Χαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απ’ το πρόσωπο της γης.

(Νύχτωσε. Σιγοβγαίνει το φεγγάρι.

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σ’ ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο. Είναι το γεφύρι, που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα.
Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά, που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε, συλλογίζεται:)

Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου, ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μου! Μου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου. Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνε. Ποιός ξέρει; Ίσως κάποιος να με άκουσε… Αν όχι, θα έρθει καιρός, που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι, που μονόλογοι σαν κι αυτόνε, θα ’ναι ολότελα περιττοί! Μα πρώτα θα ’χουμε περάσει το γεφύρι…