Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Η Ψυχή στον Έρωτα

Η αθλία Ψυχή σου, Έρωτα, εγώ, παντού —μα ώς πότε;— σε κυνηγώ.

Τρομάρα, αντάρα, σα φανταστώ το πρόσωπό σου ξεσκεπαστό,

5 καθώς το είδα, φεγγοβολιά, στου ύπνου γερμένο την αγκαλιά.

Σε είδα, τρεμούλα στο χέρι, νά! Στάει το λυχνάρι μου, σε ξυπνά.

Δράκοντας; Όχι. Τ’ ανάσασμά σου 10 δε μόλευε, ούτε φωτιά η ματιά σου.

Μηδέ πανώριος σταυραδερφός του ηλιού, από τ’ άστρα κι από το φως.

Άνθρωπος ήσουν, θαμπό κερί, σε μισολιώσαν καημοί, καιροί.

15 Μαυροκαμένη μια ζωγραφιά, και μήτε ασκήμια, μήτε ομορφιά.

Και περασμένο κάτι, πιο αχνό, μιας αχνής μέρας το δειλινό.

Ανθρώπου μια όψη που μπαίνει πια 20 στην κρύα, στη γκρίζα μισοκοπιά.

Στο μέτωπό σου μόνο του νου το μέγα αυλάκι, και τ’ ουρανού

στα μάτια σου όλο το θείο βαθύ· τ’ άνοιξες, μ’ είδες μπροστά σου ορθή.

25 Μα έτσι, μα έτσι, και πιο πολύ, σ’ αγάπησα, είμαι τρελή, τρελή.

Ξάφνου με βλέπεις, φτεροχτυπάς, το μυστικό σου πάει· κι εσύ πας.

Δε με προσμένεις, δε με ρωτάς. 30 Φανερωμένος. Θυμός. Πετάς.

Μα έτσι, μα έτσι, και πιο πολύ σ’ αγαπώ τώρα, τρελή, τρελή.

Στα πόδια σου άσε να κρεμαστώ, σκλάβα μπροστά σου να σωριαστώ.

35 Κι εγώ όπου φεύγεις, κι εγώ όπου πας, κι όπου ανασταίνεις, κι όπου τρυπάς.

Γιατί μ’ εμένα, με τη φτωχή πιο πολύ μοιάζεις. Κι εσύ Ψυχή;

Γιατί κι εγώ είμαι —στάσου, Έρωτά μου!— 40 σαν καρπός κάποιου δικού σου γάμου.

Γιατί κι εγώ είμαι —Θεέ μου, λυπήσου!— σα λογισμός σου και σα φιλί σου.

Γιατί κι εγώ είμαι σαν το σωμένο το πρόσωπό σου. Μα —κοίτα— μένω.

45 Γιατί κι εγώ είμαι, πάντα, από πρώτα, γιομάτη λάκκους, χρόνια, όχι νιότα.

Γιατί κι εγώ είμαι, Έρωτα, Θεέ μου! σα μια φευγάτη πνοή του ανέμου

που φιλεί, δέρνει, και που δε στέκει, 50 και ξεπερνάει τ’ αστροπελέκι.

Κι έπρεπε νά ’ρθω και να βρεθώ στο πλάι σου ξάφνου για να δεθώ.