Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Στην κόρη που σκοτώθηκε

Το χέρι σου ύψωσε ατρόμητη μια ορμή, και το πιστόλι φύτεψε, ω κόρη, στο μεστό σου το κορμί θανάτου βόλι.

5 «Κρίμα στο χέρι! του έπρεπε να κυβερνά και να στυλώνει, και το κρασί τ’ ονειρεμένο να κερνά που δυναμώνει.

Έπρεπε αυτό με τη χαρά τη λεβεντιά 10 πάντα να σμίγει και απ’ της ζωής τη βρύση τους κρουνούς πλατιά να τους ανοίγει.

Κρίμα στο χέρι! Του έπρεπε να οδηγεί κάποιο άξιο ταίρι 15 προς της αγάπης την κορφή, και νά ειν’ αυγή και νά ειν’ αστέρι».

Έτσι στη νιότη σου τριγύρω τη σβηστή από το βόλι ξένοι και δίβουλοι και φίλοι και πιστοί 20 σε κλάψαν όλοι.

Μα εγώ που με το στίχο μου τον πλαστουργό συχνοταιριάζω βαθύτερη μια σκέψη, ω χέρι, σε βλογώ και σε δοξάζω

25 Εγώ που ανθούς και που τραγούδια δεν κρατώ και δε χαρίζω στον τυχερό τού κόσμου και στο δυνατό, σε μακαρίζω.

Γιατί στα χέρια τ’ άλλα ανάμεσα τ’ αχνά 30 που σα μας γγίζουν φίδια είναι και ή δεμένα σαν από βραχνά, ή διαγουμίζουν,

στα χέρια που δουλεύουνε την πονηριά και την ασκήμια, 35 είναι γορίληδες ή αράχνες ή θεριά, κι οκνά είν’ αγρίμια,

Εσύ, —μ’ απόκοτη ας το σήκωσες ορμή, και καταλύτρα σκληρά στο ίδιο σου κι ας έγινες κορμί— 40 σε λέω νικήτρα!

Εσύ με σάλεμα σα φτέρωμα, ρυθμό γιομάτο, ωραίο, το ποίημα έπλασες που είν’ όλο από θυμό· Μούσα σε λέω.

45 Άνεργη σκλάβα δε σε γέρν’ η απελπισιά μπροστά στη Μοίρα· το αίμα που σ’ έβρεξε σου στέκει, φορεσιά από πορφύρα.

Την πιο βαριά αλυσίδα, τη ζωή, τη σπας, 50 αντρίκειο χέρι, και σαν ελεύτερη περνάς και πέρα πας· πού πας; Ποιός ξέρει…

Της αβανιάς ουρλιάστε τώρα τα σκυλιά, τσακάλι ψέμα! 55 Από ρουμπίνια ένα στεφάνι στα μαλλιά σου πλέκει το αίμα.

Όποιος παράδεισος κι αν σ’ έκραξε αδερφός, και σ’ όποιον άδη, ψυχή ανυπόταχτη, ταράζεις και το φως 60 και το σκοτάδι.

1905