Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ύμνος της Γης

Είδα πως πέθανα και πως βρέθηκα σε μιαν άλλη σφαίρα ωραιότερη σαν ολόδροση χρυσαυγή. Είχε όσους έχει κόσμους κι η γη μας κι όσα έχει κάλλη, όμως δεν ήταν, εκείνη, η γη.

5 Θύμιζε μόνο τη γη μας όπως μια θυγατέρα δεκάξι χρόνων, μυριανθισμένη τριανταφυλλιά, θαμπά θυμίζει τη μαραμένη της τη μητέρα με τ’ ασπροπλούμιστα τα μαλλιά.

Δεν καταλάβαινα καμιά θύμηση μες στο νου μου 10 από την πρώτη μου την πατρίδα και τη ζωή· κανείς αντίλαλος μες στα βάθη του λογισμού μου, μες στην καρδιά μου καμιά βοή

από τους έρωτες δεν απόμενε, ούτε από μίση· γλύκες, και πίκρες, γνώμες και πλάνες, έγνοιες, χαρές, 15 τα χωματένια φορέματά τους τα ’χαν αφήσει, πορφυροτύλιχτες, λαμπερές.

Κι ήταν ωραία, κι όχι σαν όνειρα που διαβαίνουν, όχι σαν ίσκιοι που μας ξιπάζουν· με φτερωτά που μας ξεφεύγουν και με λιοπύρια που μας μαραίνουν 20 δεν είχαν τίποτες όμοιο αυτά.

Είχαν τ’ αγνώριστο κάλλος πὄχει πλάση παρθένα απ’ τα πειράγματα των ανθρώπων κι απ’ τον καιρό, και σάμπως νά ηταν κι από την Τέχνη ζωγραφισμένα πάνου στο μάρμαρο το σκληρό.

25 Την Ομορφάδα με σκήπτρο αντίκριζα να διαβαίνει, και Νόμος ήτανε και βασίλισσα δυνατή, και σαν τον Έρωτα με σαΐτες αρματωμένη έβλεπα εμπρός μου την Αρετή.

Μες στο κεφάλι μου ο νους και μέσα η καρδιά στα στήθια 30 όλα στεφάνι Δικαιοσύνης τρισφωτεινό φορούσαν όλα, λαγαριασμένα, γιομάτ’ αλήθεια. Ίδιο μονάχα τον ουρανό,

ίδιο μονάχα εκείνον έβλεπα, νύχτα μέρα, κοσμοσπαρμένο και μυριοπρόσωπο, αρμονικό, 35 με αυγούλες, βράδια, μεσημεριάσματα, τον αιθέρα· κάθε άστρο κι ένα του μυστικό.

Κι όταν τ’ αστέρινο Άπειρο πρόβαλλε, από το χέρι της βουβής Νύχτας με αργή φροντίδα ξεσκεπαστό, μέσ’ απ’ την άγνωστη αυτή πατρίδα στα ουράνια μέρη 40 γύρευα έν’ άστρο τρεμουλιαστό.

Γύρευα έν’ άστρο· κι όταν αχνόλαμπρο το θωρούσα, χώρια από τ’ άλλα, κι όλο μια γλύκα να λάμπει εκεί, δάκρυζα, μ’ έπιανε καρδιοχτύπι, το λαχταρούσα με μια λαχτάρα θρησκευτική.

45 Όχι σαν άστρο τα μάτια το ’βλεπαν τα δικά μου, όχι σαν κόσμο, κι όχι σαν ξένου φωτός πηγή, μα σάμπως νά ησουν αστερωμένη εσύ, καρδιά μου! κι εκείνο τ’ άστρο λέγοταν Γη.

1893