Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Μυστικός επιθαλάμιος

… Νύφη πατρίδα μου, σου φέρνω το χάρισμα το ασύγκριτα τρανό, με την αυγή τη μαργαριταρένια στον ουρανό.

5 Νύφη πατρίδα μου, είναι ρόδο το στόμα σου, μα ο πόθος μου ψυχή. Σωπάστε, ζήλιες, έγνοιες, πάθος, μπόρα και ταραχή!

Νύφη πατρίδα μου, στα σμύρτα 10 κρυμμένα τα πουλιά της χαραυγής καρτεράνε στην πόρτα του σπιτιού σου νύφη να βγεις.

Νύφη πατρίδα μου, ασπροφόρα να σ’ αποχαιρετήσουν τα πουλιά 15 με τα πορτοκαλάνθια στο λαιμό σου και στα μαλλιά,

στον κόρφο και στη ζώνη σου. Όπου, μικροκάμωτο χύνεσαι κορμί, τ’ άσπρου και του μοσκόβολου τα χάιδια 20 κι οι ανασασμοί.

Το σπίτι σου. Του πρωτοστέλνει το φιλί του ο κυρ Ήλιος το χρυσό· την αγράμπελη βάλε φόρεμά του και τον κισσό.

25 Και κάμε το χλωρό σαν κιόσκι, μικρούλι και κρυφούλι σα φωλιά, για της γερής, της καρπερής αγάπης την αγκαλιά.

Νύφη πατρίδα μου σου φέρνω 30 το χάρισμα το ασύγκριτα λαμπρό, και υπέρτατο και υπέρκαλο· τον ένα, το νέο γαμπρό.

Πήγα στης Δύσης τ’ ακρογιάλια και στα ρουμάνια πήγα του Βοριά. 35 Πήρα στεριές και θάλασσες και χώρες αραδαριά,

Νύφη πατρίδα μου, έψαξα, είδα καρδιές, κορφές, θωριές, βυθούς, λαούς, βουτηχτής γυρευτής και στα καλύβια 40 και στους ναούς,

και στης Ανατολής τους κάμπους και στα ξένα τα υπέρψηλα βουνά, το διαλεχτό να βρω άντρα, το Μεσσία με τα ωσαννά.

45 Τραχιά εσύ Ρούμελη βουνίσια, κι αντίπερα γραφτή ακροθαλασσιά, πηλιορίτες δρυμοί, θεσσαλοί κάμποι, ξανθά νησιά,

ταιριάσματα μιας άυλης γλύκας, 50 ασφόδελου, ανεμώνης, του βουνού, του γιαλού, της ελιάς φιλιά —ω Αθήνα!— και του ουρανού.

Πατρίδα μου, μικρή στα πλάγια και στους καιρούς απέραντη εσύ γη, 55 σας ξάφνιασ’ ένα φρενιασμένο ψάξε βράδυ κι αυγή.

… Τον ήβρα. Μα σε απόμακρη όχι, σα θάμα του καινούριου, Αμερική, μηδέ στην Αρκαδία που ζουν οι αρχαίοι 60 ωραίοι βοσκοί.

Κάπου σε μια αγορά τον ήβρα, με τον όχλο, το βούισμα, τη ζωή· σα να κυβέρναε τη ζωή, τον όχλο, και τη βοή.

65 Γύρω του ο συφεροντολόγος, ο νοικοκύρης, ο άδειος, ο κακός· κι αυτός των Παρθενώνων καβαλάρης φειδιακός.

Όμορφος από το κορμί του, 70 ορθοστύλωτο δέντρο με κλαδιά που τα σαλεύει η νιότη· πρασινάδα και μυρουδιά.

Όμορφος κι από τη βουλή του, κι απ’ τον αέρα πὄχει η λεβεντιά, 75 κι από τη χάρη που είν’ αυγή του Απρίλη, του Μάη νυχτιά,

κι απ’ τη γοργή περπατησιά του, κι απ’ το γνέψιμο το προσταχτικό. Στο πρόσωπο το χνούδι τού χαράζει 80 χαϊδευτικό.

Και το ιδρωμένο μέτωπό του ο γήλιος το χτυπά ο μεσημερνός και το κάνει πλατύ κι αντιφεγγίζει σαν ουρανός,

85 Νύφη πατρίδα μου.— Και του είπα πως τονε καρτεράς από καιρό, σφαλώντας την ιδέα του στην καρδιά σου σα θησαυρό.

Και μου αποκρίθη πως κι εκείνος 90 της εικόνας σου μέσα του κρυφά, κατάβαθα, από χρόνια, το νεχτάρι σιγορουφά.

Και μου είπε πως τα ξέρει και όλα, κι όπου τιμή, δουλειά, ντροπή, σιωπή, 95 το σπαθί, το κοντύλι, το βιβλίο, και το τσαπί.

Μόνο δεν ξέρει από τραγούδια κι από λόγια διαμάντια, να σ’ τα πει· τραγούδ’ η απλή ζωή του άγνωρη κι άξια 100 και χαρωπή.

Και της ζωής η ορμή τραγούδι, τα χέρια κι η αντρειοσύνη κι η καρδιά. —Ελάτε το χλωρόδεντρο φουντώστε, καρποί, παιδιά.

105 Μου είπε, σε πρόσμενε από πρώτα, καθώς κι εσύ απαρχής τον καρτεράς… Φέξε, τρικέρι του έρωτα, του γάμου, και της χαράς!

—Στον πεύκο, στην κιτριά, στη λεύκα, 110 των πετούμενων άκου το λαό: Του γάμου —Ὑμήν Ὑμέναιε! το τραγούδι. Ὑμέναιε ω!

Στον πεύκο, στην κιτριά, στη λεύκα φύλλα κι ανθοί, καρποί, κλαδιά, κλωνιά 115 το «Ησαΐα χόρευε!» σου αρμόζουν, λεβεντονιά!

Πώς ταίριασες με το κορμί σου το νυφιάτικο πέπλο το μακριό! Ὑμήν Ὑμέναιε! κύματα είν’ ο πέπλος. 120 Ὑμέναιε ω!

Και σύντριψα της άρπας μου όλες τις χορδές και καλόπλεξα, λαμπρό σαν αστέρι, κι αμάραντο στεφάνι, και σ’ το φορώ,

125 Νύφη, για να σου στερεώσω τον πέπλο στα μαλλιά τον αλαφρό που εδώ κι εκεί παλεύει και σαλεύει σαν τον αφρό.

Πατρίδα μου, έχε γεια! μισεύω, 130 πατρίδα μου και σ’ αποχαιρετώ. Πάει με τ’ αηδόνι ο λόγος μου, κι ο νους μου με τον αϊτό.

Το ξέρω· με πονείς· μου ρίχνεις μια στερνή σου ματιά φεγγοβολιά· 135 Μα στα μάτια σου ο νέος γαμπρός την πίνει με δυο φιλιά.

Πατρίδα μου, έχε γεια· η καρδιά μου μια δέηση και μια κοσμοχαλασά· με καρτερεί ένας πόνος πιο μεγάλος! 140 Μια θάλασσα…