Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο γυρισμός του βασιλιά

ΜΙΑ ΦΩΝΗ

Καλώς μάς ήρθες, Βασιλιά! Τί φέρνεις απ’ τα ξένα; Τί μήνυμα, τί χάρισμα, τί θάμα στο δισάκι βαστάς για με, ταξιδευτή; Το μέγα Εικοσιένα με κάνα Γέρο του Μοριά, με κάνα Καραϊσκάκη;

5 Μη την πορφύρα του Φωκά, του Κομνηνού τη βέργα, τ’ ακονισμένο το σπαθί, το γλήγορο το βόλι; Τί θα μοιράσεις, φιλευτή; Τα δοξασμένα τα έργα; Τί δείχνεις με το χέρι σου; Του ονείρου μου την Πόλη;

Μην έμαθες το μυστικό που πάλε θα με κάμει 10 να χτίσω Αθήνα δεύτερη, και νέαν Ελλάδα αρχαία, πίσω γυρνώντας του Καιρού τ’ αγύριστο ποτάμι, πύργο το Λόγο υψώνοντας με βάθρο την Ιδέα;

Ή μήπως και σε μάγεψαν τ’ άγρια τ’ αντρίκεια χρόνια, από μπαρούτι ευωδιαστά κι από βουνού θυμάρια, 15 το καριοφίλι, η κλεφτουριά, ο κουρσάρος, τα τρομπόνια, και να βροντήσεις έφτασες «Ώς πότε παλικάρια

Σταμάτησε το διάβα σου κανένα συναξάρι ωραίο, καμιά παράδοση γιομάτη απ’ την πνοή μου, και πήρες και τη σάρκωσες με του Θεού τη χάρη 20 και καρτεράς το λάβαρο και θέλεις την ευκή μου;

Με το κοντάρι τ’ αϊ-Γιωργιού, με τ’ αϊ-Δημήτρη το άτι στράτα θ’ ανοίξεις για να πας προς τη Θεσσαλονίκη; Ή μόνος με μια γνώμη αδρή και μ’ ένα νου Σπαρτιάτη θα τ’ αρματώσεις, πλάστη εσύ, τα χέρια για τη νίκη;

25 Ποιός Τούρκος και ποιός Βούλγαρος οχτρός αλυσωμένος θα συρθεί πίσω απ’ του λαμπρού θριάμβου σου τ’ αμάξι; Πού θα σταθούν οι δρόμοι σου, κατατρεμένο Γένος; Το μυριοθαλασσόδαρτο καράβι πού θ’ αράξει;

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Τους γύρους τους αγύρευτους, τα στέρφα τα ταξίδια 30 στου δυνατού τα χώματα και τα παλάτια, φέρνω· του ξένου τα ταξίματα, του πονηρού τα φίδια, κι αυτά που ανώφελα κρατώ κι αθέριστα όσα σπέρνω.

Με τα σκυμμένα μέτωπα και τα υψωμένα χέρια φέρνω τ’ αργομιλήματα, τα κρυφοπαρακάλια 35 που φέγγουν καθώς φέγγουνε τα ξόδια τ’ αχνοκέρια· κι έρχομαι από τ’ αλαργινά βουνά και τ’ ακρογιάλια.

Και φέρνω από την καταχνιά του Τάμεση, απ’ το ρέμα του Δούναβη, κι από το Σπρέα κι από το Σηκουάνα το λόγο που κατάστηθα χτυπάει σκληρός, το ψέμα 40 που είν’ από χάιδια γλιστερά κι είν’ από γέλια πλάνα.

Κι έρχομαι από τις αφρόπλαστες κι απ’ τις γαλανοφρύδες που ΝΑΙ όλο λεν κι είν’ άγγιχτες νεράιδες, κι είν’ οι ελπίδες κι είναι οι Σειρήνες. Οι λαοί, κι αντί μπροστά να πάνε γενναία τραβώντας τα κουπιά στις θάλασσες που οργώνουν, 45 λιγώνονται άνεργα κι ακούν… Οι ελπίδες κελαηδάνε και τους λαούς σκοτώνουν.

Είδα των χτεσινόπλαστων εθνών την περηφάνια, πιο γαύρα από τη Λιάκουρα τα σλαβικά Μπαλκάνια, και να δοξάζουνται οι φυλές, να χτίζουνται οι πατρίδες 50 σα σπίτια υπάκουων και σαν αρματολώ λημέρια και σα ναοί ιδεών· κι ερμότοπο οι ακρίδες είδα να κάνουν τ’ άνθισμα το πλούσιο των λαών όσοι σπαράζουν άβουλα μες στων αχρείων τα χέρια.

55 Είδα του κόσμου τους τρανούς να δείχνουν το Ρουμάνο, το Σέρβο και το Βούλγαρο και το Μαυροβουνιώτη σαν τα παιδιά της προκοπής και σαν της γης τη νιότη, κι εμέ σα να βασίλευα σε κοιμητήρι απάνω… Ποιός είσαι;

Η ΦΩΝΗ

Εγώ είμαι του στενού κελιού η φυλακωμένη, 60 και το κελί από μάρμαρο, καν παλατιού, καν τάφου, και με χωρίζει απ’ τη ζωή βαθιά σκαμμένου τράφου το χώρισμα. Μια μάγισσα, μια τρισκαταραμένη μ’ άγγιξε με τη βέργα της και πέτρα μ’ έχει κάμει από τη μέση ώς κάτου· 65 κι από τη μέση ώς την κορφή κι αιστάνομαι και νιώθω κι από τη μέση ώς την κορφή σειέμαι λιγνό καλάμι, κι έχω στα πόδια τα καρφιά του ασάλευτου θανάτου, κι έχω στο νου την κόλαση και στην καρδιά τον πόθο.

Κι η Μάγισσα κι αλύπητα με βούνευρο με δέρνει. 70 Και του στερνού Αυτοκράτορα εγώ είμαι η θυγατέρα… Σκούζω και σκούζω, κι ο άνεμος το σκούσμα μου το φέρνει στα τετραπέρατα, κακού αλογάριαστου φοβέρα.

Γύρω πιστοί της Μάγισσας, οι μόρτηδες και οι δούλοι, του νεκροζώντανου είδωλου τρώνε το βιος, και βρίζουν. 75 Και του Κατσώνη εγώ αδερφή, και μάνα του Μιαούλη! Και μπροστά μου τα γόνατα της Ιστορίας λυγίζουν.

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, Ραγιάδες έχεις, Μάνα Γη, σκυφτούς για το χαράτσι, κούφιοι και οκνοί καταφρονάν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, 80 των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι, και Μαμμωνάδες βάρβαροι, και χαύνοι Λεβαντίνοι· λύκοι, ω κοπάδια, οι πιστικοί, και ψωριασμένοι οι σκύλοι, κι οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ

85 Ποιός είσαι συ που μύρεσαι και βαριαναστενάζεις και που βογκάς και το βραχνά γεννάς και την αγκούσα, άρπα κρατάς προφητική, τραβάς ρομφαία και σφάζεις; Ποιά θεία φωνή; Ποιά θεία οργή; Ποιά Νέμεση; Ποιά Μούσα;

Η ΦΩΝΗ

Καλώς μάς ήρθες, Βασιλιά! Και πρόσταξε ν’ ανάψουν 90 στην άκρη του γιαλού φωτιά, και το καράβι σύντριψε που σ’ έφερε απ’ την ξενιτιά και τα συντρίμμια δώσ’ τα να τα κάψουν.

Και ρίζωσε στη γη σου, με την ψυχή και σάρκα της, ψυχή και σάρκα μια, 95 και νήστεψε και γίνε αγνός και κάθε τι απαρνήσου, και κάμε το παλάτι σου τ’ ασκηταριού ερημιά.

Κι ύστερα πάρε δύναμη, γίνε κριτής, και ορθώσου, κι απάνου από τον τρίχινο το σάκο του ασκητή, κι απάνου απ’ του καλόγερου το κομποσκοίνι ζώσου 100 το ελληνικό σπαθί, λευτερωτή!

Και μάζωξε της προκοπής τους θησαυρούς, τα ωραία, της Επιστήμης τους καρπούς, τ’ άνθια της Αρετής, τη θέληση την πάντολμη, την εθνοσώστρα Ιδέα, κι όσα στα ξένα γνώρισες κι όσα αποκεί κρατείς.

105 Και πλούτισε και μέστωσε τη χώρα σου, και πες της: «Πάρ’ τα και κάμε τα άρματα, και σώπα και καρτέρα, —μετανιωμένοι ταίριασαν η αμαρτωλή κι ο φταίστης,— όσο ν’ αστράψει ο πόλεμος, όσο να φέξει η μέρα».

Και μάθε της ποιά είν’ η τιμή, και ποιά η μεγαλοσύνη, 110 και πες της· «το δαφνόδεντρο μπορεί παντού και πιάνει, έχει καρδιά κι ο Βούλγαρος, κι ο Τούρκος αντρειοσύνη, ο Αρμένης, της θυσίας παιδί, στρατιώτες οι Ρουμάνοι.

Μίσαε κι αγάπαε· κι έρωτες και μίση δούλευέ τα —πες της— γοργά, μα ταπεινά, σοφά, μ’ αϊτού ματιά, 115 κι ύστερα χτύπα τον οχτρό στης μάχης τη φωτιά. Μα πρώτα στάσου ηρωικά και τον οχτρό χαιρέτα.»

Με πλατύ κάστρο αγκάλιασε την Πολιτεία σου, Ρήγα, βάλ’ του μουράγια τρίδιπλα, τετράψηλα φταπύργια, και πολεμίστρες άνοιξε παντού για παραθύρια, 120 και στήσου βάρδια ολάγρυπνη κι αγνάντευε και οδήγα.

Το κάστρο να είναι θεόρατο, κι ο ίσκιος του ίσκιος γίγα.

Και σκότωσε τη Μάγισσα που με κρατάει δεμένη, και φέρε μου τ’ αθάνατο νερό να με ραντίσεις κι ανάστησέ με ακέρια, 125 καμάρι της Ανατολής και ζήλεμα της Δύσης, και φτέρωσε τα πόδια μου, και ατσάλωσε τα χέρια, και σκότωσε τη Μάγισσα την τρισκαταραμένη.

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Ποιός είσαι;

Η ΦΩΝΗ

Είμαι Η ΕΘΝΙΚΗ ΨΥΧΗ!

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Δυστυχισμένη!

1907