Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Πινδαρικός ύμνος

Ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι…
(Ολυμπιακ. Β΄)
Στροφή α΄

Ύμνοι, της λύρας άρχοντες, ποιόνε θεό και ποιό ήρωα, πέστε, θα κελαηδήσουμε, και ποιό άντρα; Θεό το Δία, —δική του η Πίσα*— και ήρωα τον Ηρακλή· τι εκείνος θεμέλιωσε με λάφυρα πολέμων τους αγώνες 5 της Ολυμπίας· κι έπειτα νά! το Θήρωνα, τον άντρα που νίκησε στο τέθριππο, νά! διαλαλήσετέ τον μεγαλόφωνα, στήριγμα της Ακράγαντας, ξένο δίκιο, λουλουδοβλάσταρο πατέρων ακουσμένων, που ξέρει και βαστά τη χώρα ορθή· ψάλλετ’ ετούτον!

Αντιστροφή α΄

10 Με κόπους οι πατέρες του και με βάσαν’ απόχτησαν την κατοικία την ιερή του ποταμού, και η δόξα της Σικελίας αυτοί ήτανε, κι ευτυχισμένα ζούσαν, και πλούτος η καλομοιριά τούς πρόστετε και χάρη στου φυσικού την αρετή. Μα εσύ, παιδί απ’ τον Κρόνο 15 της Ρέας, Ολύμπου Κύριε, που κυβερνάς και τούτον τον αγώνα με τ’ όνομα, των αγώνων κορόνα, και το ποτάμι του Αλφειού, μαλάξου απ’ την ωδή μου, σκέπε, για χάρη αυτών, κι όλου του Γένους την πατρίδα.

Επωδή α΄

Όσα έχουν γίνει δίκαια κι άδικα ο Χρόνος, 20 των όλων ο πατέρας, δε μπορεί να κάμει να μην έχουν γίνει· μοναχά η ευδαιμονία τη λησμονιά μπορεί να φέρει. Τα δαμάζει τα βάσανα η χαρά κι αυτά αποσβηούνται τότε,

Στροφή β΄

Όταν από βουλή θεών αγαθή μοίρα στέλνεται. 25 Το δείχνουν κι οι χρυσόθρονες του Κάδμου οι θυγατέρες, βαριά τις δείρανε καημοί, μα τα παθήματά τους απ’ τα καλά τους τα στερνά περάσαν νικημένα· και τώρα ζει στον Όλυμπο εκεί πάνω θρονιασμένη αυτή που φωτοκάηκεν από τ’ αστροπελέκι, 30 η Σεμέλ’ η μακρόμαλλη, του Διός του πατέρα αγάπη, μα την αγαπά κι αυτή η Παλλάδα, ακόμα την αγαπά κι θεός, το κισσοστέφανο παιδί της.

Αντιστροφή β΄

Μα και οι θαλασσογέννητες —του Νηρέα είν’ οι κόρες— έτσι κι αυτές με την Ινώ μαζί θαλασσοζούνε 35 κι όλες αθάνατη ζωή χαίρονται. Μα εδώ πέρα εμάς δεν ξέρουμε οι θνητοί ποιό τέλος μάς προσμένει και τάχα από ποιό θάνατο γραφτό ειναι να χαθούμε, κι αν θα πεθάνουμε άβλαβα μέσα στην ευτυχία καμιά μέρα ολογάληνη, θυγατέρα του Ήλιου· 40 χαράς και λύπης ρέματα, και το ’να απάνου απ’ τ’ άλλο αδιάκοπα κυλάν και συνεπαίρνουν τους ανθρώπους.

Επωδή β΄

Όμως η Μοίρα που έσπειρε την ευτυχία κληρονομιά στα τέκνα από τα γονικά τους άλλοτε με τρανά δεινά τούς είχε ζώσει, 45 κι έτσι κι ο Λάιος απ’ το γιο του σκοτωμένος πήγε, κι αληθινός βγήκε ο χρησμός ο αρχαίος.

Στροφή γ΄

Και τότε η Φούρια φοβερή, τέτοια βλέποντας, όρμησε, το γένος του ξεκλήρισε το πολεμοθρεμμένο· ένας τον άλλο σκότωσε, κι απόμεινε μονάχα 50 ο Θέρσαντρος, αφού έσβησε κι ο Πολυνείκης, νέο βλαστάρι των Αδραστιδών, βοήθεια του σπιτιού του, σε κατορθώματα ακουστός αγώνων και πολέμων. Απ’ αυτόν και του Θήρωνα ριζωμένο το σπέρμα. Στου Αινησιδάμου το παιδί γι’ αυτό και τώρα πρέπουν 55 εγκώμια τραγουδιών κι εγκώμια της λύρας πρέπουν.

Αντιστροφή γ΄

Γιατί στα Ολύμπια νίκησε, νικητής και στα Πύθια και πάλι και στα Ίσθμια, κι εκείνος κι ο αδερφός του. Ταιριάσανε και οι χάρες τους και πήραν τα στεφάνια σε αγώνα δωδεκάδρομο τεθρίππων· τέτοιες νίκες 60 μέσα σε τέτοιο πόλεμο, μακριά σκορπάν τις έγνοιες του νικητή, και μ’ αρετή ζευγαρωτός ο πλούτος, διπλά τα δώρα τ’ αγαθά να γευόμαστε κάνει, και φέρνει πιο βαθύγνωμα το νου να τα γυρεύει, αστέρι ζηλευτό και φως αληθινό στον άντρα.

Επωδή γ΄

65 Ξέρει και τί μας μέλλεται κάτου στον Άδη όποιος τον πλούτο χαίρετ’ έτσι· αυτός γνωρίζει πως όλοι εδώ που ζήσανε με την κακία στον άλλο κόσμο τιμωρία τούς περιμένει από την εχτρική τη Νέμεση βγαλμένη.

Στροφή δ΄

70 Μα μες στον Άδη χαίρονται τη ζωή τους πιο αλύπητα οι αγαθοί, απολαύοντας τον ήλιο νύχτα μέρα. Με του χεριού τη δύναμη μήτε τη γη ταράζουν δουλεύοντας να κρατηθούνε μες στο μάταιο κόσμο, μήτε ταράζουν το νερό της θάλασσας· αλλά όσοι 75 επάνω εδώ αναγάλλιαζαν να ζουν πιστά, εκεί κάτου τον περνούν χωρίς δάκρυα τον καιρό στους τιμίους κοντά θεούς. Μα οι άνθρωποι των πονηρών των έργων άγρια κάτου εκεί κολάζονται και παραδέρνουν.

Αντιστροφή δ΄

Κι οι άλλοι που κατόρθωσαν στης ζωής τα γυρίσματα 80 και τρεις φορές περάσανε από τον απάνου κόσμο, τρεις φορές απομείνανε στα βάθη του άλλου κόσμου, κρατώντας και τις τρεις φορές καθάρια την ψυχή τους από τα έργα τα άδικα, —μες στου Διός το δρόμο πάντα πατώντας, φτάσανε στην πολιτεία του Κρόνου, 85 στα Νησιά τα μακάρια που τα ζώνουν οι αύρες του Ωκεανού, και στέφονται με ολόχρυσα λουλούδια σε δέντρα λαμπερά, στεριάς λουλούδια και πελάγου.

Επωδή δ΄

Έτσι σοφά ο Ραδάμανθης τα ’χει προστάξει που πρόθυμο και ο Κρόνος τον κρατά σιμά του, 90 της μεγαλόθρονης θεάς, της Ρέας ο άντρας. Εκεί ο Πηλέας μακαρισμένος με τον Κάδμο, εκεί κι ο Αχιλλέας μαζί τους, που εκεί πέρα

Στροφή ε΄

τον έφερε η μητέρα του, του Διός αφού μάλαξε με παρακάλια την καρδιά· τον Αχιλλέα εκείνον 95 που γκρέμισε τον Έχτορα, το στύλο της Τρωάδας τον άσειστο και ακίνητο, που σκότωσε τον Κύκνο, και τον Αιθίοπα, της Αυγής το σπλάχνο. Γοργά βέλη πολλά έχω στη φαρέτρα μου, μα αυτά μιλούνε μόνο στους γνωστικούς, αξήγητα δεν τα νιώθουν τα πλήθη, 100 και η φύση όποιο τον έπλασε πολλά να ξέρει, εκείνος είναι σοφός, μα όχι κι αυτοί που τεχνητά μαθαίνουν,

Αντιστροφή ε΄

και δεν κρατάν τη γλώσσα τους, μόνο κράζουν σαν κόρακες μπρος στ’ αϊτοπούλι του Διός το θείο. —Έλα, ψυχή μου, οδήγησε το τόξο σου προς το σημάδι τώρα. 105 Ποιόν πάλι να σαϊτέψουμε, μέσ’ από την καρδιά μας ρίχνοντας βέλη δοξαστά; Το τόξο θα τεντώσω προς την Ακράγαντα, θα ειπώ γεμάτο αλήθεια λόγο· τέτοιον άντρα, τ’ ορκίζομαι, πως καμιά πολιτεία σ’ εκατό χρόνων πέρασμα δε γέννησε, του φίλου 110 με τον πλούτο μαζί και με τη φρόνηση ευεργέτη,

Επωδή ε΄

καλύτερο απ’ τον Θήρωνα τον παινεμένο. Μα κίνησε το φτόνο φλύαρο των αδίκων που να σκεπάσουν πολεμούν πονηρεμένα τ’ αγαθά έργα. Αλλά τον άμμο ποιός μετράει; 115 Και ποιός μπορεί να ειπεί κι όσα καλά έχει κάμει;


[Πίνδαρος, Ὀλυμπιονίκαις II. ΘΗΡΩΝΙ ΑΚΡΑΓΑΝΤΙΝΩΙ ΑΡΜΑΤΙ]