Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Τί τραγουδάν οι ραγιάδες


Ακόμα τούτ’ την άνοιξη,
Ραγιάδες ραγιάδες,
Τούτο το καλοκαίρι,
Μοριά και Ρούμελη
Όσο που νά ’ρθει ο Μόσκοβος…

Και πέρασε πάει κι η άνοιξη, πάει και το καλοκαίρι, χειμώνας πλάκωσε, και είν’ ο χειμώνας άλιωτος, 5 η γη ένας τάφος είναι, Ραγιάδες Ραγιάδες!

Χίλιες φορές ο Μόσκοβος τα σουβλερά του νύχια στον Τούρκο τα ’μπηξε, 10 χίλιες φορές τη νύχτα μας μια χαραυγή πλανεύτρα, Ραγιάδες Ραγιάδες,

πιο μαύρη μάς την έκαμε· Τσάροι κι αυτοκρατόροι, 15 Δούκες και Ρήγηδες, απ’ της Φραγκιάς τα σύγνεφα κι απ’ του Βοριά τα χιόνα, Ραγιάδες Ραγιάδες,

Αρματολοί και μπέηδες, 20 με το σταυρό στο χέρι και με το φλάμπουρο, κορόνες μεγαλόχαρες, αντρόπιαστα τουφέκια, Ραγιάδες Ραγιάδες,

25 από στεριές και πέλαγα χίλιες φορές μάς δείξαν σημάδια ολόχαρα, χίλιες φορές μηνύθηκε το μήνυμα το μέγα, 30 Ραγιάδες Ραγιάδες.

Του ονείρου μας το Φοίνικα είδαμε από τη στάχτη να ξαναγίνεται και κόκκινος να χύνεται 35 σαν αιματοσπαρμένος, Ραγιάδες Ραγιάδες.

Είδαμε μνηματόπετρες βροντερά να συντρίβει ξάφνου ένας άγγελος, 40 και μέσ’ από τα μνήματα λαοί να ξημερώνουν, Ραγιάδες Ραγιάδες.

Μα το πουλί έγιν’ άφαντο γοργοπερνώντας έξω 45 κι απ’ τον αέρα μας, οι αναστημένοι τράβηξαν μακριά μας άλλο δρόμο, Ραγιάδες Ραγιάδες.

Ο δράκοντας ο Δούναβης 50 κατάπιε οϊμέ! αλυσίδες σκλάβων και σίδερα, ο Σάβος βρέχει αμπόδιστα του Σέρβου τα ποδάρια, Ραγιάδες Ραγιάδες,

55 ο Μολδοβλάχος φόρεσε βασιλικιά κορόνα και λέει και πέτεται: «Εγώ, το παραβλάσταρο της Ρώμης της αρχαίας!» 60 Ραγιάδες Ραγιάδες.

Και λυτρωμένα αντίπερα τα δασερά Μπαλκάνια, κι είναι σαν κύκλωπες Χαϊντούκοι βάρδια στέκοντας 65 ν’ αρπάξουν τη Ροδόπη, Ραγιάδες Ραγιάδες.

Το Μαυροβούνι τ’ άπαρτο χύνεται σαν πετρίτης από το ψήλος του, 70 κι από το γερο-Κίσσαβο κι ώς του Μαλιά τον κάβο, Ραγιάδες Ραγιάδες.

Μια Ελλάδα ξαναχάραξε, τον ύμνο η Ρωμιοσύνη 75 τον αναστάσιμο ψέλνει, σκοπούς τα Εφτάνησα μελωδικούς ταιριάζουν, Ραγιάδες Ραγιάδες,

Και σειέται ο Πίντος, κι ο άξιος 80 Μοριάς αναγαλλιάζει κι η τραχιά Ρούμελη, και νά! πανηγυριώτισσες χορεύουν οι Κυκλάδες, Ραγιάδες Ραγιάδες.

85 Του δυνατού περίγελα κι εμείς ακόμα ακόμα και χτες και σήμερα, και πάντα κι αξημέρωτα, κι εμείς του σκλάβου σκλάβοι, 90 Ραγιάδες Ραγιάδες.

Ω! οι χώρες οι πεντάρφανες κι οι πολιτείες οι μαύρες κι οι τόπ’ οι αμίλητοι! Εκεί η παρθένα ολόδροσος 95 δεν είναι άνθος του κάμπου, Ραγιάδες Ραγιάδες,

μα είναι κερί τρεμάμενο, που απάνου σ’ ένα μνήμα το λιώνει η φλόγα του. 100 Εκεί γοργά ή αργόκραχτα δεν προσκαλεί η καμπάνα, Ραγιάδες Ραγιάδες,

το χριστιανό στη δέηση· εκεί ο Πασάς προστάζει, 105 του Χότζα ανάκρασμα, φεύγει απ’ το κρίμα ο δίκαιος, κι απ’ τη σκλαβιά ο λεβέντης, Ραγιάδες Ραγιάδες.

Ω το βαρύ παράπονο 110 που ολούθε απ’ άκρη σ’ άκρη βογκά και δέρνεται, που την ημέρα χύνεται με τη βοή του ανθρώπου, Ραγιάδες Ραγιάδες,

115 και που τη νύχτα σμίγοντας με τ’ αστρικά, του κόσμου χαλάει το ταίριασμα! Αλιά και τρισαλίμονο σ’ αυτούς που δεν τ’ ακούνε, 120 Ραγιάδες Ραγιάδες.

Ω το βαρύ παράπονο που τη μπόρα ξυπνάει και τον αντίλαλο μέσα στα ποροφάραγγα 125 και στα βαθιά μπουγάζια, Ραγιάδες Ραγιάδες.

Ω το βαρύ παράπονο που βγαίνει και πλατιαίνει και γιγαντεύεται 130 απ’ του Όλυμπου τα έλατα κι απ’ του Αιγαίου το κύμα, Ραγιάδες Ραγιάδες,

κι απ’ το εφτάλοφο Όραμα, κι από τη χρυσοφόρα 135 γη τη χιλιάκριβη, που είναι του Σλάβου τ’ όνειρο, και των Ελλήνων αίμα, Ραγιάδες Ραγιάδες,

κι από τα χιμαριώτικα 140 βουνά κι από την Κρόγια κι από την Ήπειρο, κι από τα μαύρα Γιάννενα, πώς τα βαστάει ο κόσμος, Ραγιάδες Ραγιάδες!

145 Από τα πολεμόχαρα της Κρήτης κορφοβούνια πώς βροντοκύλησε μέσα στην Άσπρη Θάλασσα την πικροκυματούσα, 150 Ραγιάδες Ραγιάδες!

Άκου και πώς μας έρχεται κι απ’ του Αραράτ τα σπλάχνα και απ’ το μαρτύρεμα του Αρμένη που ζει πρόβατο 155 του Κούρδου μακελάρη, Ραγιάδες Ραγιάδες.

Ω το βαρύ παράπονο που βγαίνει και πλατιαίνει, στοιχειό γιγάντικο, 160 οργή, μαχαίρι γίνεται, ξεσπάει αρά κατάρα, Ραγιάδες Ραγιάδες.

Ω λυτρωμένοι, ελεύτεροι, του δούλου είναι το πείσμα 165 δυναμερότερο κι απ’ του Θεού το θέλημα· ας τρέμουν οι αφεντάδες, Ραγιάδες Ραγιάδες,

ας τρέμουν κι οι ελεύτεροι, 170 γιατ’ είμαστε τα χέρια της θείας Εκδίκησης! Νά! οι πρώτοι στερνοί σκύβουνε, νά! κι οι στερνοί είναι πρώτοι, Ραγιάδες Ραγιάδες.

175 Η Λευτεριά είναι μάγισσα, η Λευτεριά είναι Κίρκη, ω χρόνια απάντεχα! Και νά η Σκλαβιά σαν Πρόνοια, και νά η Σκλαβιά σα Σπάρτη, 180 Ραγιάδες Ραγιάδες!

Τρώει τους λαούς αφρόντιστους η Λευτεριά σα λάμια· προσμένει, ολόχαρος παραμονεύει ο τύραννος· 185 σκοτώστε τη χαρά του, Ραγιάδες Ραγιάδες!

Η οργή από ξεροπόταμα κατακλυσμούς μάς κάνει, και από τα σίδερα 190 σπαθιά και βόλια πλάθουμε και κεραυνούς και Χάρους, Ραγιάδες Ραγιάδες!

1896