Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Ο ποιητής και τα νιάτα

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ποιός μού χτυπάει; Μην οι στερνές ρανίδες της βροχής που αριές γλιστράν από τα κεραμίδια; Μη ζητιανεύει το έλεος κανένας δυστυχής; Ή μήπως της γωνιάς τ’ αποκαΐδια,

5 πριν απ’ της στάχτης ρουφηχτούν τη νεκρική σιωπή, σιγοστενάζουν; Ποιός φτωχός, ποιά λύπη, ποιός θέλει κάτι και δεν ξέρει πώς να μου το πει; μην είναι της καρδιάς μου οι χτύποι;

Ποιά δάχτυλ’ αλαφροπατάν εκεί, σα να μιλάν 10 παραπονετικά και κουρασμένα, πιο μουσικά κι απ’ τα χειλάκια σα γλυκοφιλάν; Αέρας είσαι; ξωτικό; τί θες; εμένα;

ΤΑ ΝΙΑΤΑ

Νά μας! τί ταξίδι! θά ’ρθει η μέρα, πάλι θα μας πάρει καταχνιά… 15 Μαύρα γνέφια, τ’ άτια μας, πατέρα, μείνανε στου αγέρα τα παχνιά.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Φωνούλες που αναβρύζετε σαν το ποτιστικό νεράκι στ’ Απριλιού το περιβόλι, γιατί κρατάτε μέσα σας κάποιο κρυφό κακό, 20 που με χτυπάει σαν το σπαθί και σαν το βόλι;

ΤΑ ΝΙΑΤΑ

Μας προσκάλεσες, νά τα παιδιά σου, βγήκαμε από βάθια αλαργινά, κι αν πονάς, και μάλλιασε η καρδιά σου, και το μνήμα λούλουδα γεννά.

25 Μυγδαλάνθια, όψιμο ήταν χιόνι, και μας έκαψε λύσσα θεριού… Μα η καρδιά σου δεν ξαναφουντώνει σαν τη μυγδαλιά του Γεναριού;

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Πόρτα μου, διάπλατη άνοιξε και σα θαματουργή 30 χωρίς κανείς το μάνταλο να σου τραβήξει, σπίτι μου, γέλα, στάχτη μου, λαμπάδιασε γοργή, κι η Παναγιά στο εικονοστάσι ας τρίξει!

Πού είστε, παιδιά μου, σπλάχνα μου, τί αργείτε; Πόδια βαριά, φτερά γενείτε, 35 ολανοιγμέν’ η ολάδεια μου αγκαλιά να σας προσμένει ανήμπορη είναι πλια. Ποιός άγγελος σας είπε: «Αναστηθείτε!» Στα χείλια μου διψάνε τα φιλιά.

ΤΑ ΝΙΑΤΑ

Λιγνοφυτρωμένα πολυτρίχια, 40 θέλουμε δροσιά, πού είν’ η δροσιά; Του Καιρού αγριόγατου τα νύχια, ή του Πόνου πέλαγου η μπασιά,

σου αυλακώσαν και σου συνεπήραν κι έτσι σου ρουφήξαν τη θωριά; 45 Πώς το σημαδέψαν και το γείραν σα διαγουμισμένο απ’ το Βοριά,

το δεντρί, χειμώνα καλοκαίρι πλούσια φορτωμένο τον καρπό, τον αντρίκειο νου, τ’ απαλό χέρι, 50 τον αηδονολάλητο σκοπό;

Μαύρη η μοίρα και η ζωή πανέρμη παντού πάντα, γύμνια και απονιά, γέρνουμε στα χέρια σου, είν’ η θέρμη· και στα στήθια σου είν’ η παγωνιά.

55 Είμαστε σαν τα χελιδονάκια, σύρε μας αλλού, σε μια Αραπιά, στη γωνιά σου σβήσαν και τα θράκια… Φως του ηλιού, του ηλιού ζεστοκοπιά!

Τί έκαμες τα μάτια σου τα μαύρα, 60 του μετώπου τη φεγγοβολιά, και τα περπατήματα τα γαύρα και τα νυχτοφούντωτα μαλλιά;

Της αγάπης τί έκαμες τη λάβρα, και την άξια κόρη την κυρά 65 που προικιά της έφερνε την αύρα, την υγεία, την πίστη, τη χαρά,

κι όλα, και τα ρόδα και τα ρόδια από την ολόχλωρη Ομορφιά, κι ήρθε και σου τα ’ριξε στα πόδια;

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

70 Σώπα! του σταυρού της τα ’καμα καρφιά!

...........................................

Μα λυπηθείτε με, μην είστε σα μέλισσες απάνω μου σπαράχτρες, σαν εκδικήτρες μέλισσες· βουίστε μέλισσες προς εμένα ανθοβυζάχτρες, 75 και το κεντρί σας όχι· στην καρδιά μου αργοστάχτε το μέλι σας, παιδιά μου!

—Ω παιδιά, γύρω μου πόσα, γύρω μου όλα, τραγουδώ με το τραγούδι σας, ρωτώ, ψάχνω, βρίσκω σας ένα ένα, νά η μαριόλα 80 κόρη, το παιδάκι νά το σερπετό,

νά η σγουρόμαλλη ξανθή με τα λακκάκια στα δυο μάγουλα από γέλιο και από φως, νά κι εσύ όλο τρέλα, νά κι εσύ όλο κάκια, και η πονετική, και ο λάλος, και ο κρυφός,

85 κι η λυπητερή και η Παναγιά του ονείρου, κι ένα παλικάρι, νιος αρματολός, κι η ώρια η δολοπλέχτρα σα θεά του Ομήρου, κι ο ακριβός της Σκέψης νά κι ο αμαρτωλός…

κι εσύ που έπαιζες τα πρόσχαρα παιγνίδια, 90 σάμπως να κρατούσες τ’ άγιου το ραβδί που πετάει βλαστούς, κι εσύ με τα στολίδια και τ’ αρχοντικά φερσίματα, ω παιδί,

και εσύ που έπλεκες, λιγνά χεράκια ολάξια, τ’ ανθοστέφανα για σένα και για μας, 95 κι εσύ που έβγαινες νυφούλα στα μετάξια, κι εσύ που έστεκες γυμνός να πολεμάς,

κι εσύ, πάθος, δάκρυο, και καρδιάς αγώνας, πάντα σαϊτεμένος, πάντα λατρευτής, κι έτρεχες όπου έρμος και βαθιός κρυψώνας 100 τον τρανό καημό σου να του εμπιστευτείς.

Κι εσύ που ήξερες απ’ όλα τα τραγούδια, κι εσύ απ’ όλα τα βιβλία τα σοφά, κυνηγέ, πίσω από τ’ άσπρα πεταλούδια, κι εσύ οκνέ γειρμένε πάντα στο σοφά,

105 κι εσύ που άφριζες τις θάλασσες, γοργόνα, και καμάρι εσύ που ζούσες του σπιτιού… Πού είναι η Πούλια που την κάρφωνες κορόνα; πού είν’ ο αιθέρας του γαλάζιου σου ματιού;

Οϊμένανε, παιδάκια μου, και είστε τα ίδια, και όλα, 110 πώς όλα μαραμένα, όλα γυμνά; Πού τ’ ακριβά, τα πράσινα, τα ωραία, τα φεγγόβολα; Συντρίμμια τα καράβια στα γκρεμνά,

και τα σεντούκια τα θησαυροφόρα τα θάψαν τρίσβαθοι βυθοί· 115 τώρα η δική σας γαληνιά με τη δική μου μπόρα συφοριασμένος διπλός κόσμος· ποιός θα λυπηθεί;

ΤΑ ΝΙΑΤΑ

Και καπνός και ψέματα ήταν όλοι και καταραμένοι οι θησαυροί, κι οι ακριβοί κι οι ωραίοι κι οι φεγγοβόλοι 120 χάθηκαν. Κανείς να μην τους βρει!

Άχαροι, και πήγανε του κάκου… Ρηγοπούλες άπλερες θαφτές όλες, Θεέ μου! στη μονιά ενός δράκου, και κανείς δε σάλεψε γι’ αυτές·

125 κι εσύ αδιάφορος, κι εσύ, ω πατέρα, μιας ψυχής κι ενός Σατύρου γιε, τέρας από λάσπη κι από αιθέρα, πλάσμα ανίδεο και πλαστουργέ,

όλα σου τα χάιδια ποιός δεν ξέρει 130 πως τα ξόδεψες για μας, ποιητή, μα ποτέ δεν άπλωσες το χέρι που είναι σαν αρπάγι και κρατεί.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Τα χέρια μου δεν είναι σαν τ’ αρπάγια, και δεν κρατάν, δε δίνουν λυτρωμό, 135 ξέρουνε μόνο την Ιδέα και το Ρυθμό αθάνατα τα δύο να τα ζευγαρώνουν, και ξέρουν από μάισσα κάποια μάγια, και ξέρουν τον αφρό να πιάσουν, που σβήνεται στα δάχτυλα του καθενός και πάει 140 στην πέτρα εικόνα ή άγαλμα στον προύντζο να τον πλάσουν, κι αχάλαστο το πλάσμ’ αυτό να κελαηδάει.

Οϊμένα πού με σέρνει η γνώμη μου η τρελή! Σαν περιστέρι λαβωμένο παραδέρνει 145 στην αγκαλιά μου μέσα την αμαρτωλή το κάθε μου παιδάκι· μαραμένα, κι αποσωμένα και γυμνά και τάχα αναστημένα, και ξανά ξεψυχισμένα πιο σκληρά, και μέσα εδώ πιο ξένα.

150 Μη με καταριέστε, και για σας θα υφάνω… —Σε ξωθιάς δασκάλας έκαμα σκολειό, πήρα το φεγγάρι χτένι και το πλάνο φως του αποσπερίτη κράτησ’ αργαλειό.—

Μη με καταριέστε και για σας θα υφάνω 155 γνέματα, κουβάρια, πνέματα, στοιχειά. Και πανιά ασημένια και χρυσά θα κάνω σαν από τον Ήλιο κι απ’ την Ευτυχιά.

Και στ’ αθώα κορμιά σας θα τα ράψω απάνω, της Αυγής μια αχτίδα θα ’χω για κλωνά, 160 κι όλα θα σας ντύσω και θα σας ζεστάνω, κι όσα φέγγουν θα είναι μπρος σ’ εσάς αχνά.

Και θα γίνω οι Μοίρες, οι χαρίστρες Μοίρες τα φορέματά σας θάματα της γης, ζώνες και χιτώνες, πέπλοι και πορφύρες, 165 του βραδιού τ’ αστέρια, τ’ άνθια της αυγής!

ΤΑ ΝΙΑΤΑ

Δύστυχε, κι ακόμα να το μάθεις; Είμαστε ίσκιοι, ό,τι με τα μάγια σου μας πλάθεις, δε μας βρίσκει.

170 Δεν ξορκάν το κρύο μας τα χρυσάφια και τ’ ασήμια, είμαστε απ’ τα Τάρταρα, είν’ εντάφια τούτ’ η γύμνια.

Η ορφική σου ακούστηκε κιθάρα 175 και στον Άδη, συνεπαίρνει σαν καρδιάς λαχτάρα το σκοτάδι,

Κι απ’ το Χάρο σαν παρατημένα ξεγλιστράμε, 180 άυλο το κοπάδι, προς εσένα που αγαπάμε.

Όμως πάντα δένει μας τα πόδια Μοίρα αφέντρα με τον κάτου κόσμο, είμαστε βόδια, 185 Νά η βουκέντρα.

Μια κλωστή με το κλουβί τα δένει τα φτερά μας, το κλουβί ανοιχτό, τ’ αργό προσμένει γύρισμά μας.

190 Ήρθαμε σ’ εσέναν εδώ πέρα που αγαπάμε. Μα του κάκου, ω δύστυχε, ω πατέρα, μας λες· «Νά με!»

Ίσκιοι εμείς, κι εσύ στο φως γυρίζεις, 195 ζεις ακόμα· μα κι εσύ βρικόλακας, μυρίζεις από χώμα!

1906