Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Γ΄.
Γαριβάλδης
(1807‒1907)

Ντόπια λουλούδια φόρτωσα στο φτερωμένο το άτι για να υψωθεί και να σε βρει και να σου τα προσφέρει· γιατ’ είσαι της πατρίδας σου και των πατρίδων όλων, λουλούδια εσέ σού πρέπουνε κι απ’ όλες τις πατρίδες. 5 Την άγρια φαληριώτικη σου μάζωξα βιολέτα· μέσα στον ήλιο αμύριστη, και κάτου απ’ τ’ αστέρια βρυσούλα γίνετ’ ευωδιάς και μεθυσιού ποτήρι· τάχα και δε θα γλύκανε τ’ αγνό αλαφρό κρασί της του Καραϊσκάκη το θυμό, το δρόμο του Φαβιέρου; 10 Και τη μισολογγίτισσα την άχαρη αρμυρήθρα σου μάζωξα· την έθρεψε τη φούχτα των αντρείων μες στον κλεισμό της Αραπιάς, μες στο δαρμό της πείνας. Και του Μοριά την αγριλιά σού μάζωξα· και σάμπως να ξέχασε τον Όλυμπο και τ’ άξια παλικάρια 15 που μια φορά στεφάνωσε, κρατά στη θύμηση όμως πάντα του Τούρκου το μπαλντά, και του Πασά το διάβα. Σε ποιά βουνοκορφή αλπική, σε ποιού Απέννινου ράχη, σε ποιό της Αδριατικής νησί, σε ποιό ακρογιάλι σικελικό, διαφεντευτής της χώρας παραστέκεις; 20 Μέσ’ από ποιά βεζούβικη φωτιά ξανατινάχτης; Μ’ αγγέλου φύλακα φτερά, μ’ όψη θεού προστάτη, γιά μοναχά με τη θνητή θωριά και το σπαθί σου, πλάστης απάνου απ’ τους γκρεμούς τη γη σου δρασκελώντας, απόξω από της Ρώμης σου την πόρτα ολογυρίζεις; 25 Σε ποιά Ηλύσια το χορό με τους γενναίους ανοίγεις; Σε ποιό παράδεισο το φως ντύνεσαι με τους δίκιους; Σε ποιές καρδιές λημέριασες, και ποιές ψυχές ορθώνεις; Πού θα υψωθεί; Πού θα σε βρει το φτερωμένο το άτι;

Ξεχωριστέ κι απίστευτε και κοσμοξακουσμένε! 30 Θέλω να πλέξω το δικό σου το στεφάνι μ’ όλα τα ευωδιαστά και τα λαμπρά του Λόγου τ’ άνθια, μ’ όλα τ’ άνθια του Λόγου τα πυρρά, σα να είναι από τη φλόγα κι από το αίμα, μ’ όλα κεια τα βροντερά, και μ’ όλα τα στρογγυλά και τα γιομάτα ονόματα, και νά ’ρθω 35 μ’ αυτά στο πανηγύρι σου, και νά ειμαι σαν Απρίλης περιβολιού απ’ το Βόσπορο, και σαν του ήλιου γέρμα στη γη την αθηνιώτισσα μια μέρα του Γενάρη. Του Λόγου τ’ άνθια γαλανά, πράσινα, κίτριν’, άσπρα, και νά ειναι σαν το ρούχο σου το κόκκινο, σημάδι 40 του λυτρωμού και φλάμπουρο της παλικαροσύνης· και νά ειναι σαν το τρίχρωμο μαντίλι του λαιμού σου, και νά ειναι σαν τη βυσσινιά τη σκούφια σου, κορόνα του κεφαλιού σου του ξανθού που αντάμα δείχνει εσένα θεό των πόθων Έρωτα και πολεμόχαρο Άρη. 45 Του Λόγου τ’ άνθια, αραδιαστά τα ονόματα, ένα, ένα, το ’να με τ’ άλλο, απανωτά, σπρώχνοντας το ’να τ’ άλλο, καθώς βαλμένα ακράταγα χύνονται, ξεχειλίζουν για τους θεούς τα ονόματα στους ορφικούς τούς ύμνους, τα λόγια για το νικητή στους ύμνους του Διρκαίου. 50 Τέτοιο στεφάνι εγώ ήθελα να πλέξω και να φέρω, πολεμιστής, ταξιδευτής, προσκυνητής δικός σου, της σκέψης γαριβαλδινός, του στίχου επαναστάτης, στο γιγαντένιο μνήμα σου κι όπου στημένο στέκει, σ’ όποια εκκλησιά, σ’ όποια κορφή, σ’ όποιο δρυμό, σ’ όποιο άστρο, 55 τραγουδιστής τρανόφωνος εγώ των τρανών όλων, και να σου πω «Πατέρα εσύ, και πλάστη εσύ, σου φέρνω κι εγώ κανίσκι, πάρε το, μην το καταφρονέσεις, μέσα του αστράφτει και βροντά η καρδιά της Ρωμιοσύνης». Με τον Κανάρη αλλάξατε φιλί, σε ξέρ’ η Κρήτη, 60 και την Ελλάδα βλόγησε το τίμιο το σπαθί σου κι απ’ της ζωής σου τα πλατιά και μέσα κι απ’ τον τάφο· κι ανίσως λίγο πιο νωρίς έσπερν’ εσέναν’ ο ήλιος, πλάι πλάι θα καβαλίκευες με τον Κολοκοτρώνη. Σαν τους δικούς σου η δόξα σου τράβηξε και τους ξένους, 65 κι από της Μάνης τα γκρεμά κι από τα περιβόλια των απαλών Εφτάνησων σου αποκριθήκαν και ήρθαν, κι ο ευγενικός της Σφαχτηρίας νεκρός ο Σανταρόζας σάλεψε αναγαλλιάζοντας μες στο ιερό του μνήμα. —Ξεχωριστέ και απίστευτε και κοσμοξακουσμένε 70 και χτεσινέ κι απόμακρε και λυτρωτή κουρσάρε κι αντάρτη και πολέμαρχε κι αρματολέ και κλέφτη και σαν τους τουρκοφάγους μας διπλόζωε κυβερνήτη, στα ροζωμένα χέρια σου γερά κρατώντας όμοια το χαλινάρι του άλογου, του τιμονιού το δοιάκι, 75 του Καραϊσκάκη ψυχογιέ κι αγγόνι του Κατσώνη, παραμυθιόσπαρτε Σεβάχ θαλασσινέ δυο κόσμων· άστραφτες της Αμερικής και βρόνταες της Ευρώπης!

Όμως απ’ όλα τα επικά τα δώρα ετούτα, απ’ όλα τα λυρικά στεφάνια αυτά, στοχάζομαι, θα σου είναι 80 πολύ πιο καλοπρόσδεχτη μια θύμηση· ξυπνάει μέσα μου και γυρίζει με γοργά στα πρώτα χρόνια: Ήμουν παιδί· στο σπίτι μου μπροστά και πέρα, ολούθε τη γιόμιζε τη γειτονιά, την έλουζε τη χώρα της άρπας της ιταλικής ο χαϊδεμένος ήχος. 85 Κι ανοίγανε παράθυρα και σκύβανε κεφάλια, και μέσα στις γαστρούλες τους σειούνταν και χαιρετούσαν, τα φλογερά γαρούφαλα, λιγνόχλωμες και οι βιόλες, κι έλεγες πρόσωπα κι αυτά λαχαριστά πως ήταν, και τα ’λεες του χαιρετισμού δακρυόβρεχτα μαντίλια· 90 και τα σαρακοφάγωτα του μπαλκονιού σανίδια, καθώς πατούσε η λυγερή με βιας, τριζοβολούσαν· κι από της ξένης μουσικής τη γνωρισμένη γλώσσα το κάθε αφτί ποτίζοταν κι ευφραίνονταν τα πάντα. Κάτου στο δρόμο νά! αρπιστές και αρπίστρες, μαζεμένοι 95 από τα τετραπέρατα τα ιταλικά, δεν ξέρω ποιοί λαλητάδες ζίζικες και ποιά τριζόνια κράχτες, Ναπολιτάνοι αφρόντιστοι, βουνόζωοι Καλαβρέζοι, κοκκινοφόρετα ορφανά με τ’ άνθια, με τα γέλια, κι οι αρπίστρες πλάι, σταυραδερφές της γκαιτικής παιδούλας 100 του τραγουδιού ψυχόπαιδα, του ριζικού αποπαίδια, της μέρας κοσμογυριστές, της νύχτας πεζοδρόμοι, σα διαβατάρικα πουλιά και σα χελιδονάκια, με τα φτερά του λελεκιού, με τ’ αηδονιού τη γλύκα προβάλλανε και φεύγανε, και τόσο μόνο στέκαν 105 όσο να σπείρουν της χαράς το σπόρο στις καρδούλες. Κάτου στο δρόμο οι αρπιστές κι οι αρπίστρες κελαηδούσαν, τα δάχτυλα φιλούσανε τις κόδρες, γοργοσμίγαν με κείνες, και γεννιότουνε το ερωτοπαίδι, ο ήχος. Άρπα μεθύστρα ιταλική, πάντα να ζεις και νά εισαι! 110 Και το στερνό τραγούδι τους κι ο αποχαιρετισμός τους ξεσπώντας, και θριαμβευτικά, σαν από στόμα Νίκης, ήταν ο ίδιος ο σκοπός κι ένα τραγούδι πάντα: Εβίβα, Γαριβάλδη, εβίβα, Λιμπερτά. —Και η χώρα με χίλια μύρια στόματα, κι απ’ το παιδί ώς το γέρο, 115 ξανάλεε το τραγούδι σου και το ’κανε δικό της και το ’σμιγε με το τραχιό παράπονο του κλέφτη, με της αγάπης τους καημούς, με του χορού τους χτύπους και μ’ όλα τ’ ανεβάσματα και με τα κύματα όλα της άγριας ρουμελιώτισσας άπλαστης Αρμονίας. 120 Εβίβα, Γαριβάλδη, εβίβα, Λιμπερτά! Από τότε κι η φαντασία μου σε κρατά, γιομίζεις την καρδιά μου κι ένα μου δείχνεις όραμα, και δεν καλογνωρίζω κι αν πρέπει να τ’ αγκαλιαστώ, κι αν πρέπει να το διώξω, το μακρινότατο όραμα του κόσμου που δεν έχει 125 πατρίδες πια, του κόσμου πια που είν’ όλος μια πατρίδα και που λατρεύει τους λογής και κάθε ορμής προφήτες ανάκατα, αξεχώριστα, κι έξω από κάθε τόπο κι έξω από καθεμιά φυλή, κι έξω από κάθε γλώσσα, και μ’ όλα τ’ αναβρυστικά νερά τη δίψα σβήνει, 130 μα δεν ξεχνά και τις βαθιές πηγές που πια χαθήκαν, κι είν’ η ζωή σαν ουρανός από καρδιά και ειρήνη κι αδερφοσύνη, κι ώς εκεί τ’ άσπρο λιβάνι φέρνει στον Άνθρωπο τον ήρωα, στους Γαριβάλδες όλους του λογισμού και του χεριού, τη δέηση τ’ ανθρώπου… 135 —Και πάντα· Εβίβα, Λιμπερτά, κι εβίβα, Γαριβάλδη!

Της όμορφης πατρίδας σου στα παιδικά όνειρά μου, παράξεν’ από μιας αρχής και παρδαλόφτερα όλα, δυο χάρες, μάνες μου κι αυτές ανάμεσα στις χίλιες μάνες μου τις λογής λογής, πανάσκημες, πανώριες, 140 που μ’ αναθρέψων και λογής με μάθαν ιστορίες, της όμορφης πατρίδας σου δυο χάρες μέσα μου είναι: η νεραϊδένια η Βενετιά κι η λεβεντιά η δική σου!

Τον έπαινο άλλοι ας πλέκουνε για σε, και οι πιο μεγάλοι, που πίνουν της Αρέθουσας το θείο νερό και είν’ άξιοι, 145 άλλοι, πιο νέοι Οράτιοι με νέα χορδή ατσαλένια τη λύρα δυναμώνοντας τη χρυσελεφαντένια. Φλογέρες άλλων ας λαλάν της γέννας σου το θάμα απ’ την αγάπη ενός αρχαίου θεού και μιας νεράιδας, εκεί που οι Άλπες γελαστές προς τη θάλασσα σκύβουν, 150 εκεί που η γη πιο πράσινη, το κύμα πιο γαλάζιο. Οι τροβατόροι ας τραγουδάν την ώρα του ερχομού σου, όταν η γη σου σκίζοταν και η μάνα σου σερνόταν από στρατούς και τύραννους και καταπατητάδες· και μπόρα νά! ξολοθρεμού και νά! βροχή ευεργέτρα, 155 κι ο Γαριβάλδης νικητής κι ελεύτερη η πατρίδα. Του στίχου αφέντες άλλοι ας λεν: «Ήρωα, όπου πατούσες, πρασίνιζε ο ξερόβραχος κι η ανάσταση παντού ηταν!» Τη μυστική σου ανάληψη στον Όλυμπο που σ’ είχαν καλέσει οι πατρικοί θεοί, της γης σου οι ομηρίδες, 160 εκείνοι ας τηνε τραγουδάν. Της Αουσωνίας ψάλτες, τον ύμνο εσείς υψώστε τον για το γιγάντικο ίσκιο, ανάμεσ’ απ’ τα έλατα, κάθε φορά που ο ήλιος καταχνιασμένος φέρνεται στον υψωμό ή στο γέρμα, τον ίσκιο με την κόκκινη πορφύρα, με τα μάτια 165 τα ουρανικά, με τα ξανθά μαλλιά που κυματίζουν, και το βοσκό που αγνάντια του θαμπώνεται και λέει: «Της Ιταλίας ο ήρωας απάνου απ’ τα βουνά της νά τος σκυφτός, νυχτόημερα την Ιταλία φυλάει!» Μα εγώ δεν έχω τίποτε πιο απλό, πιο ταιριασμένο, 170 πιο γκαρδιακό, απ’ τ’ ανάκρασμα της Ιταλίδας άρπας στων ταπεινώνε σου αδερφιών τα χέρια τρανεμένων απ’ την αγάπη σου, ήρωα, κι απ’ τη δική σου δόξα. Μέσ’ απ’ τα πρώτα χρόνια μου νά η θύμηση η χαρίστρα τα φέρνει· Εβίβα, Λιμπερτά, κι εβίβα, Γαριβάλδη!

175 —Όμορφη, δε χορταίνεσαι, πολυπιθυμημένη κι απ’ όσους σε ξανοίξανε κι απ’ όσους σε χαρήκαν κι απ’ όσους, άφταστη χαρά, για σε μακριάθε ακούνε, Μάνα, που τον τραγουδιστή γεννάς και τον τεχνίτη, κι είσαι της φύσης διαλεχτή, της τέχνης θησαυρίστρα, 180 της λίμνης και της θάλασσας και του βουνού Ιταλία, του Δάντη εσύ υπνοφαντασιά, του Ραφαήλ παρθένα, και πιο πολύ κι ίσαμε ψες του Γκαίτε εσύ η Παιδούλα, η μυστική, η σγουρόμαλλη, κι η μεταξοντυμένη, τις καστανιέτες παίζοντας και τις καρδιές τραβώντας, 185 μέσα στο δρόμο που περνάν γαληνεμένοι οι Μάιστερ, του τραγουδιού μαστόρισσα και του χορού δασκάλα, πνοή της κιτρολεϊμονιάς, της δάφνης περηφάνια, και της καρδιάς ζεστοκοπιά και της μυρτούλας χάρη. Και τώρα πώς μεγάλωσες! πώς άπλωσες! πώς ήρθες! 190 Πώς πέταξες ανάστημα! Κι εκεί που δείχνεσαι ίδια, ίδια η Παιδούλα η γκαιτική, πώς άλλαξες! Πώς είσαι σαν των Ετρούσκων τη θεά, της Ρώμης τη Μινέρβα, Λατίνα εικόνα αντίφκιαστη της Αθηνάς Εργάνης, με το στημένο της βωμό στον Αβεντίνο λόφο, 195 π’ όλα τα σκόρπαε τα καλά της προκοπής και σ’ όλους, από το δάσκαλο ποιητή τον ελληνότεχνο, ίσα με τον εργάτη που σκυφτός τα ταπεινά δουλεύει, μα που φυσά στο έργο του, χοντροκομμένο ας είναι, το στόμα το θαματουργό μιας τέχνης μια ομορφάδα… 200 —Μα ούτ’ η Παιδούλα η γκαιτική, μήτε η ρωμαία Μινέρβα! Η ευτυχισμένη εσ’ είσαι η γη και η νια και η νιόνυφη είσαι, σκλάβα ώς τα χτες για πούλημα, και σήμερα μεγάλη και μια, Ιταλία, της Ρώμης σου, του Γαριβάλδη σου είσαι, Δέσποινα, οι Άλπες κάστρα σου, βίγλες τ’ Απέννινά σου! 205 Σκάφτεις εσύ, στοχάζεσαι, κι εμπρός! μες στο σκοτάδι δεν παίζεις την τυφλόμυγα με των αρχαίων τούς ίσκιους. Και της αρχαίας είπες Ψυχής: «Γίνε οδηγήτρα μου, όχι δρακόντισσα για να με φας!» Μες στ’ άχανο ταξίδι έτσι ο προφήτης ο Ιταλός της Μάντοβας τον κύκνο 210 πήρε οδηγό του δρόμου του. Κι έτσι σαν τούτον ήβρες τη Βεατρίκη - Λευτεριά στου δρόμου σου την άκρη. Άρχισες με τον Δάντη σου, στο Γαριβάλδη σου ήρθες. Άμοιαστα της κορόνας σου διαμάντια φέγγουν όμοια η Φλωρεντία πολύτεχνη κι η ερημική Καπρέρα.

29 του Θεριστή 1907