Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Λόγος έχτος

Μπήκανε στον καλόστρωτο στης Λιβαδειάς τον κάμπο, στη Λιβαδειά, στην πολιτεία την πιθωμένη απάνου στο έμπα μιας γκρεμόραχης λαγκάδας, και περνώντας τηνε ποτίζει η Έρκυνα, παιδούλα του Ελικώνα, 5 μικρούλα ξεροποταμιά, και γίνεται μεγάλη σαν παίρνει κάθε χειμωνιά, με το νερό της Κρύας πηγής που την πρωτόβγαλε, κι άλλα νερά φερμένα κι από λογής νεροσυρμές ανάμεσα στα βράχια. Ω νερομάνες, ω πηγές, ω ανάβρες, ω βρυσούλες, 10 είσαστ’ εσείς οι ξωτικές κι εσείς οι αμαδρυάδες με τ’ άπιαστα δροσόπλαστα κορμιά, τα γυμνά κάλλη, και κάνανε τον έρωτα μ’ εσάς τρελά και λάγνα τ’ αδιάντροπα τα πάγανα με τ’ άνθρωπου το λόγο και με του ζώου τ’ ανέγνωμο μαζί σημαδεμένα. 15 Ω νερομάνες, ω πηγές, ω γάργαρες βρυσούλες, αφροί, δροσοσταλάσματα και κύματα και φίδια, κάτι απ’ των ίσκιων πιο πολύ την άυλη την τρομάρα, πιο λίγο από τη σαρκική λαχτάρα της γυναίκας, δαιμονικά και μαγικά, θέισσες, ξωθιές, μα πάντα 20 ωραίες, όμοια πασίχαρες και δροσοδότρες πάντα, κι όμοια φερτές, καθώς προτού, στην αγκαλιά της Πλάσης, δείχνεστε, κι αδιαφόρευτα κι αδιάφορα, ίδιες πάντα, στο διάβα των αλλόπιστων και ξένων αντρειωμένων, κι έτοιμες πάντα και σ’ αυτούς για να παραδοθείτε, 25 σα να είναι εκείνοι οι Τρίτωνες και οι Σάτυροι και οι Πάνες. Το λιβαδίτικο βουνό, νά το Λαφύστι! Νέοι δεσπότες δεν το πάτησαν ακόμα, με καινούρια γραφτά να το μοιράνουνε, και τα πατήματά τους ν’ αφήσουνε στις πέτρες του, κι ο ξαναμμένος Βάκχος, 30 ο μυστικός Διόνυσος, του ’φυγε μια για πάντα, κι από τα θεία σημάδια του δεν του άφησε ουδ’ αχνάρι. Και πάει και του Τροφωνικού πανάρχαια κι η μαντεύτρα λαλιά, στερνόλαλο πουλί στο σώπασμα των άλλων, κι όλο βαλτότοποι ανοιχτοί, και μοναχά το ψήλος 35 το σεβαστό του Ορχομενού, κυκλώπικο συντρίμμι, και κάπου κάπου και παντού, λείψανα και ρημάδια, και ήτανε κάστρα και ναοί και ακρόπολες και χώρες, και πια δεν είναι, και άλαλα ψευτοζούν, και δε στέκουν, καθώς η Φύση στέκεται μιλώντας πάντα σε όλους.

40 Και κόσμος τρέχει να δεχτεί, πολυσπορίτης κόσμος, καμπίσιοι τρέχουν, καστρινοί, και αφέντες και κολίγοι, ντόπιοι και ξένοι ανάκατα, πελάου, στεριάς αργάτες, κι όλα τα ξεροβλάσταρα τ’ αρχαίου κορμού και τ’ άλλα χλωρόκλαδα που φύτρωσε τ’ άγριο καινούριο μπόλι, 45 και σκλάβος κόσμος, δουλευτής, αργός, πολυσπορίτης, και βρίσκεται όπως βρίσκονται χτίσματα που υψωθήκαν όλα όπως όπως βιαστικά, καλύβια, σπίτια, πύργοι, κατούνες, κάστρα, κι εκκλησιές και σκήτες και ταμπούρια, με ζόρι και με σφίξιμο, κι από μια σ’ άλλη νύχτα, 50 κι απάνου σε γκρεμίσματα κι απάνου από ρημάδια, που μια φορά ήτανε ναοί, καστέλια, και παλάτια, με το χρυσάφι στην κορφή, το σίδερο στη ρίζα, και με το μάρμαρο παντού. Κι από τα ρέπια εκείνα κι απάνου στα συντρίμματα και με τις ίδιες πέτρες 55 στα ίδια απάνου θέμελα τα νέα χτίσματα είναι, ώσπου κι αυτά κατακλυσμός νέος να τα συνεπάρει γή να τα βάλει στου ρυθμού την τάξη κάποιος πλάστης. Και από τη χωραφιά ο ζευγάς, σκαφτιάδες απ’ τ’ αμπέλια, τσοπάνηδες, πραματευτές, ο αργαστηριάρης, τρέχουν, 60 κονίσματα, ξαφτέρουγα κρατάνε και λαμπάδες, στους δρόμους βάγια σπέρνουνε, στους δρόμους ρούχα στρώνουν για να περάσει ο Βασιλιάς και γονατάν ομπρός του. Κι εκείνος λυτρωτής περνά, και σκλαβωτής διαβαίνει, κι ακούει δοξολογήματα, μα οι δοξολογητάδες 65 άδειοι από γνώμη και καρδιά, λείπει από τη χαρά τους το φτέρωμα του ασκλάβωτου, και μια ψυχή, μια φλόγα. Στη δημοσιά που πάει πλατιά κατά τη Θήβα οι κήποι προσμένουν πυκνοφύτευτοι να ξαναρθούν τ’ αηδόνια στ’ Απρίλη απάνου τα φτερά και καρτερώντας βλέπουν 70 το μαύρο αστραποσύγνεφο και κρυφολαχταρίζουν. Μέσ’ από τα καλόχτιστα τα μοναστήρια βγαίνουν οι ρασοφόροι και βλογάν, και οι χτύποι της καμπάνας ταράζουν τον καλόγερο στ’ ασκηταριό του μέσα. Και μόνο δε σαλεύουνε κάποια ρημάδια, πύργοι 75 απ’ των Ελλήνων τον καιρό. Στην ιερή Λεψίνα δεν πάει, σαν πάντα, ο Κηφισός από τα ριζοβούνια του Κιθαιρώνα· ο δρόμος του πιο γλήγορος και τρέχει πρώτος να πάει το μήνυμα για να το μάθ’ η Αθήνα.

Νά κι ο Ελικώνας δίκορφος από τη Θήβα φτάνει 80 κατά της Κόρθος τους γκρεμούς και πάει προς τα Ξαμίλια. Κι είν’ ο Ελικώνας αποδώ και το βουνό της Σφίγγας είν’ αποκείθε, γείτονας· της Μούσας το παλάτι και το καστρί της φόνισσας της στρίγλας που πετούσε το μάντεμα το αμάντευτο· καθώς γειτόνοι στέκουν 85 το βαθυρώτημα του νου στο αίνιγμα του κόσμου και το τραγούδι της καρδιάς, απλό και ωραίο, στην πλάση. Ρέπιο και το Γυφτόκαστρο σε γκρεμό βράχου απάνου στου Κιθαιρώνα τα στενά, βιγλάτορας Ακρίτας, και τ’ αθηναίικα σύνορα φυλάει ταμπουρωμένος. 90 Στου Κιθαιρώνα την κορφή κατάκρυα ρέει βρυσούλα, κι ο Ακρίτας ο βιγλάτορας πέφτει και προσκυνάει, και τη βρυσούλα την κατάκρυα κάνει ο Κιθαιρώνας στόμα λαμπρόλαλο και λέει: «Τώρα Ελατιά με κράζουν, ψηλά τα κορφοβούνια μου, σαν πάντα είναι και τώρα, 95 καλώς τα παλικάρια μου, γεια σου χαρά σου, Ρήγα, γιά σύρε απάνου μου να διεις τον ουρανό με τ’ άστρα, και μ’ όλα τα λουλούδια της τη γη να καμαρώσεις». Και τί να πρωτοπώ και τί να πρωτολογαριάσω και μέσα στο τραγούδι μου και τί να πρωτοβάλω 100 κι απ’ όσα βλέπουν και πατάν και ψάχνουν κι αγναντεύουν, σαν της αυγής ονείρατα και σκιάχτρα σαν της νύχτας, ω γη, που πάντα εσένανε δουλεύουν ολοένα κι όμοια γερά και καρπερά μαζί Έρωτας και Χάρος κάτου απ’ τον ήλιο που ναούς καινούριους θεμελιώνει 105 με τα συντρίμμια των παλιών, κι όλα τα ξανανιώνει;

Κι είδαν τη Θήβα ανάμεσα στη Βοιωτία, κι απάνου στ’ αρχαίο το Κάστρο· το ’χτισε μαγεύτρα μια αρμονία, Λύρα, εσύ, δυνατότερη κι από Κυκλώπων χέρια. Κοντά στον ποταμό Ισμηνό την είδανε τη Θήβα 110 σημαδεμένη από κακά που αλύπητα σωριάσαν απάνου της κι απανωτά, το ’να πιο μαύρο απ’ τ’ άλλο, πολέμαρχοι ξολοθρευτές, ο Αλέξανδρος, ο Σύλλας, και Μακεδόνες και Ρωμαίοι και Ούννοι και Γόθοι και άλλοι, τ’ αλόγατα του Αλάριχου, τα πόδια του Σαμουήλη. 115 Και είδαν τη Θήβα ξακουστή από τα παιδιά της τώρα που τις πορφύρες ακριβές δεν τις δουλεύουν τώρα με των πολέμων τα αίματα, που τις πορφύρες τώρα δουλεύουν πολυγύρευτες με τ’ απαλά μετάξια. Μα η Θήβα τονε ξέχασε μεγάλο στους μεγάλους 120 τον κύκνο της, ειρηνική τα ειρηνικά γυρεύει και τ’ άπλαστα καινούρια της τραγούδια τα ταιριάζει με τ’ αργαλειού της το ρυθμό, δουλεύτρα, χρυσοχέρα. Και είδαν τη Θήβα. Και καθώς κοντόφωτα είχαν μάτια που τα ’κανε και σπάραζαν του βασιλιά τους κι ο ίσκιος, 125 και καθώς είχαν και τ’ αφτιά βαριά, βάρβαροι πάντα, μόνο ν’ ακούν του βούκινου τους ήχους γυμνασμένα, και τ’ άγρια των πολέμαρχων προστάσματα, δοσμένα σ’ άμοιαστες γλώσσες, αποδώ φερμένες κι αποκείθε, δεν είδαν, ούτε ακούσανε το φάντασμα το μέγα 130 τ’ Ασκραίου του ψάλτη που γυρνά χουγιάζοντας τα βράδια κατά της Δίρκης τα νερά και τα πικρά ανταμώνει δάκρυα με τις μουρμουριστές πηγές και τις θολώνει, και κλαίει τη Θήβα θλιβερά, γιατί κρατά τη χάρη με τωρινά και χτεσινά και τ’ αυριανά να ξέρει 135 ο διαλεχτός ο ακριβογιός του τραγουδιού, και κλαίει μαζί της ζήσης τα δεινά, τον ξεπεσμό του ανθρώπου και της γυναίκας την ψευτιά και της δουλειάς την πίκρα, κι ύστερα και την άφταστη την απονιά της Φύσης, της Λάμιας, που είν’ από λιμούς και λοιμικές και μπόρες· 140 και κλαίει αμάχες και σκλαβιές και συφορές και ολέθρους, μύρια κακά στον τόπο του και μύρια στην Ελλάδα, που σαν το χιόνι στο Χελμό και το ’να απάνου στ’ άλλο πέφτουν, και σήμερ’ αποδώ κι αύριο αποκεί τα φέρνουν αλλότριες κλήρες και φυλές από βοριά και δύση. 145 Και κλαίει την πιο κακή σκλαβιά και το χαμό το μέγα που είναι γραφτό, γλήγορ’ αργά, να φέρει απ’ της Ασίας τα τρίσβαθα… Και νά! και νά! την ώρα τούτη αρχίζει και πολεμά να ξαπλωθεί σα νύχτα που την έχει ξαπολυτή μια κόλαση, και πρωτοξεμυτίζει 150 στ’ αρμένικα ακροσύνορα, του Πέρση κληρονόμος, ύστερ’ απ’ το Σαρακηνό, νά τον, κατάρα! ο Τούρκος!

Είναι οι πηγές πολύκρουνες κι είναι τα κεφαλάρια κι αστέρευτα κι ασίγητα με το μουρμούρισμά τους. Και τις μουριές ποτίζουνε κι απ’ τις ιτιές περνάνε 155 και γοργοπαιγνιδίζουνε με τα μακριά μαλλιά τους όσο να πάνε στους βυθούς της Δίρκης να χυθούνε, θυμώνοντάς την, πλαστουργές πηγές, και κεφαλάρια.

Δίρκη, χαρά σου! αν άλλαξες τ’ αρχοντικό όνομά σου και κράζεσαι Πλακιώτισσα τραχιά, κι εγώ η φλογέρα η ξένη 160 σε λέω κι εγώ Πλακιώτισσα τραχιά, κι ωριοστολίζω με του ρυθμού τη δύναμη και με τη μουσική μου το νιο σου τ’ όνομα κι αγάλια αγάλια το ετοιμάζω για τα καινούρια ριζικά που θα ’ρθουνε να σ’ έβρουν, κι εσέ κι εμάς οπὄχουμε με σένα μια πατρίδα. 165 Έτσι γυμνούς κι αστόλιστους τους τοίχους μιας καλύβας, άσπροι κι αν είν’ ή από καπνιά κι αν είναι μαυρισμένοι, γνοιασμένα μ’ αγριολούλουδα στολίζει κάποιο χέρι για κάποιο ταίρι νιόνυφων που εκεί θα ξενυχτίσει. Κι εσένα, Δίρκη, και μαζί μ’ εσένα όλα τα πάντα 170 που σαν εσέ αναβρύσανε και σαν εσένα τρέχουν, ποτάμια, κεφαλόβρυσα, πηγές, πηγάδια, ρυάκια, χερσοτοπιές, χλωρότοποι, κάμποι, βουνά, καστέλια, κι από το χιόνι του Όλυμπου κι ώς της Αθήνας τ’ άστρο, κάθε κομμάτι τ’ άχραντου κορμιού σου, ω μάνα Ελλάδα, 175 κι εσέ την ίδια όσο μπορώ πιο δυνατά, ω Ελλάδα, με το καινούριο τ’ όνομα σας κράζω, όσο κι αν είναι γραφτό να μαρτυρήσετε, να καταφρονηθείτε, και να πεθάνετε μ’ αυτό, (πάντα καθώς πεθαίνει θεός που κι όσο κι αν χαθεί κι όσο κι αν πάει στον άδη, 180 γλήγορ’ αργά το χάρο του πατά και ξαναβγαίνει), με το καινούριο τ’ όνομα σας κράζω: Ρωμιοσύνη! Με το καινούριο τ’ όνομα κι εγώ σάς στεφανώνω, και το στεφάνι σας αυτό θωρώντας πόσο ωραία ταιριάζει στο κεφάλι σας, γιά μυρτοστέφανο είναι, 185 γιά στέφανο αγκαθόπλεχτο, σπαράζω κι αλαλάζω! Και με τα νέα ονόματα σας κράζω τα δικά σας, της μοίρας είμ’ ο αντίλαλος, της ιστορίας ο κράχτης, κι όλο σκαλίζω τη σβηστή φωτιά για ν’ αναδώσει και η σπίθα στη θολόσταχτη θαμμένη, και να γίνει 190 φλόγα, ή να ψήσει το ψωμί, γιά πυρκαγιά ν’ ανάψει. Φυσώ την τόλμη και ξυπνώ τον καταφρονεμένο τον κόσμο απ’ τους κοντόφωτους κι απ’ τους μικρούς του κόσμου. Ακόμα στα δεφτέρια τους σοφοί κι α δε σας γράψαν, κι α δε σας ξέρουν οι άνθρωποι, σας κελαηδάν τ’ αηδόνια. 195 Από τα κελαηδίσματα των αηδονιών σάς παίρνω, ονόματα που πήρατε, κι ονόματα που ακόμα δεν πήρατε, και που αύριο θα πάρετε, χαρά σας τώρα ολωνώνε, κι αύριο δόξα σας όλων πάλε, αρχαίοι, που σα να δείχνεστε με κάτι νέο, ω τόποι! 200 Έτσι η γυναίκα η νιόνυφη τ’ αλλάζει χωρίς θλίψη το πατρικό της όνομα το μυριοδοξασμένο με τ’ όνομα τ’ αγνώριστο πὄχει ο καλός της, όποιος. Σαν τον καλό της, ακριβό το κάνει ο πόθος ο άγιος και τ’ όνομα τ’ αγνώριστο, και το ’χει πια καμάρι 205 σ’ όποια ζωή, καλή, κακή, πάντα, και μ’ όποια μοίρα.