Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

ΛΟΓΟΣ Ι΄
Αναστάσιμος

Αν είμαι Χάρος χαλαστής,
είμαι και Χάρος πλάστης.

Α. Βαλαωρίτης («Ποιήματα»)
Μόνον εκεί που είναι τάφοι, εκεί είναι και ανάσταση.
NietzscheΖαρατούστρας»)

Σήμερα μεγάλο κάτι, κάτι απάντεχο ετοιμάζεις, κι είσαι σαν τον ήλιο εσύ όταν απ’ της θάλασσας τα σπλάχνα 5 πρωτοτίναχτος, κι ακόμα δροσερός και ροδοκόκκινος, είναι σα να στέκει ασάλευτος, κι έτσι αδιάφορος αφήνει κάθε μάτι να τον ψάχνει, 10 πριν ολόλαμπρος κι ακοίταχτος υψωθεί, των όλων κύρης.

Σήμερα μεγάλο κάτι, κάτι απάντεχο ετοιμάζεις, και πριν ο ήχος να σε πάρει, 15 σε σαλεύει ανατριχίλα μυστική βουβή. Το δοξάρι μες στο χέρι μου, μια ανυπόμονη ψυχή, και σαν κάτι παραπάνου 20 κι από βέργα βασιλιά κι από μάγισσας ραβδί. Τί ετοιμάζεις, τί ταιριάζεις, πλαστικό βιολί;

Σήμερα δε θα ξυπνήσεις 25 κάποιον που βαθιά κοιμήθη, και στο είναι δε θα φέρεις την αυγή καινούριας χτίσης. Σήμερα θα κατορθώσεις κάτι πιο πολύ· 30 τους αθάνατους που πέθαναν, και τους είχα θάψει εγώ, τους αθάνατους που πέθαναν πας για να τους αναστήσεις, της ανάστασης εσύ 35 Μουσική!

Και γι’ αυτό στο κοιμητήρι μ’ έφερες και καρτερώ· και γι’ αυτό εδώ πέρα είν’ όλα φουντωμένα κι ανοιγμένα 40 και χαροποιά, και ποτέ δεν είδα τέτοια μες στα μνήματα χαρά, και ποτέ τα κυπαρίσσια δε μου φάνηκαν, σαν τώρα, 45 λυγερά κορμιά λαχταρώντας γι’ αγκαλιάσματα νιόγαμπρων και για φιλιά. Και είν’ οι τάφοι σαν τραπέζια, και προσμένουν να στρωθούν 50 πλούσια φαγοπότια απάνω τους κι ολοτρόγυρα σε κείνα χαροκόποι ροδοστέφανοι να ξημερωθούν.

Κι εκεί ανάμεσα στα μνήματα, 55 κι οι τρεις τάφοι! κι οι τρεις τάφοι με το μάρμαρο και με το χρυσάφι. Και του πρώτου είναι το μάρμαρο σαν τη σάρκα είναι το μάρμαρο 60 την αιματοστάλαχτη. Και στην πλάκα του και σ’ όλα του τα πλευρά, κι απάνου ώς κάτου, σα γραμμένη με κοντύλι, σα γραμμένη η Γη η βασίλισσα 65 με το Μάη και τον Απρίλη.

Και του δεύτερου το μάρμαρο, πράσινο· κι απάνου του με τα σμάλτα ιστοριστή και με τα μαργαριτάρια, 70 η νεράιδα η Θάλασσα με τα ψάρια. Και του τρίτου άσπρο το μάρμαρο, σαν τον κρίνο· κι αποπάνου κι από κείνο 75 μιαν εικόνα από τεχνίτη σοφού χέρια, ο Ουρανός ο δράκοντας με τ’ αστέρια.

Και κυλάς την πρώτη πλάκα, 80 μουσικό βιολί μου εσύ, κι από μέσα από τον τάφο, νά η Αγάπη! σαν πρωτόπλαστη ξανανθεί. Και τη δεύτερη την πλάκα 85 την κυλάς, βιολί, και νά! Νά η μητέρα, νά η Πατρίδα! Κι ανασταίνεται, τρισέβαστη μες στα σεβαστά.

Και κυλάς την τρίτη πλάκα, 90 μουσικό βιολί μου εσύ, κι από μέσα από τον τάφο νά οι θεοί! Κι απ’ τον τάφο ξαναβγαίνουν οι δημιουργοί.

95 Περιβόλια, ανοίχτε στην Αγάπη, και βροντήστε, κάστρα, νά η Πατρίδα! Στυλωθείτε, των θεών βωμοί! Και τ’ αθάνατα είν’ αυτά και οι κοσμοπλάστες, κοσμοπλάστρα Μουσική!

100 Από μια πατρίδα εγώ ειμαι, κι όσο κι αν το λησμονώ, πάω, προς μια πατρίδα πάω, μια για πάντα να σταθώ.

Κι εγώ απ’ όπου κι αν περάσω, 105 σ’ όποια γη, σ’ όποια γωνιά, μπρος στη φύση, μες στον κόσμο, στην ερμιά, στη συντροφιά,

ξένος πάντα με τον ξένο, ξένος και με το δικό, 110 και πεζός και καβαλάρης, κι όσο κι αν το λησμονώ,

δίχως να το θέλω, δίχως να το γνοιάζομαι, όλα αυτά, κάθε τόπος που διαβαίνω, 115 κάθε ζωή που ζω γοργά,

μέσα μου είναι μιας πατρίδας ίσκιοι, ονείρατα, αστραπές· της απάτριδης ψυχής μου χίλιες δυο οι πατρίδες είναι, 120 μύρια λόγια ρίχνοντάς μου, που ή τα νιώθω ή δεν τα νιώθω, τα ’χω σαν παρηγοριές.

Όσο ανάμεσα στους τόπους είναι τόποι πιο ακριβοί, 125 και σα χέρια και σα μάτια παίρνουν την ψυχή·

όσο ακέριο, ολανθισμένο τούτο το δεντρί μοναχά στο χώμα τούτο 130 κι όχι σ’ άλλο χώμα ανθεί,

όσο γίνεται απ’ το μέλι στην κυψέλη το κερί κι όσο ζούνε μες στους φράχτες τους στενούς τρανοί λαοί,

135 κι όσο αφέντες νόμοι δένουν με δεσίματα λογής και τ’ ανθρώπου τα φτερούγια και τα πόδια της φυλής

και στα κακοτόπια τ’ άνανθα 140 και στους βράχους τους γυμνούς, σάμπως μες σε περιβόλια, σάμπως πέρα σε ουρανούς,

όσο θρέφουνε τους έρωτες μίση, πόλεμοι, θυμοί, 145 και φυλάνε τους παράδεισους η φωτιά και το σπαθί,

όσο του ήλιου και οι αχτίδες δε ζεσταίνουν όμοια και μαζί πολυπρόσωπη, πολύψυχη τη Γη,— 150 δόξα, δόξα στις Πατρίδες!

Κι απάνου απ’ όλες τις πατρίδες δόξα σ’ εσένα, ιδεατή κορφή, υπερούσια Πολιτεία, της μουσικής μου κόρη εσύ!

155 Πίνει το γάλα σου ο πολίτης και υπάκουος μ’ εσένα ζει, κι ελεύτερος με την ψυχή του, κι είν’ η ζωή του αρμονική.

Κορόνα εσένα είν’ ο δίκιος, 160 μαχαίρι εσένα ο δυνατός· κάτου απ’ τη σκέπη σου ο λαός σου μαζί και ήρωας και σοφός.

Εσύ, της μουσικής μου κόρη, και είναι γραμμένο να γενείς 165 κι εσύ βυζάστρα όλων των άλλων εδώ πατρίδων κάθε γης.

Όμοια θρεμμένη απ’ της αέρινης ουρανικής ιδέας τα στήθια τινάζεται όλη σάρκα, όλη αίμα, 170 μ’ ένα περπάτημα γερό μια Αλήθεια!

Των ερώτων περιβόλια, κάστρα των πατρίδων, των θεών βωμοί! και τ’ αθάνατα είν’ αυτά και οι κοσμοπλάστες, 175 κοσμοπλάστρα μουσική!

Μου μιλήσαν οι Θεοί, τέτοια μού είπαν:

—Μας θανάτωσες του κάκου και μας κλείσανε βαθιοί λάκκοι· 180 στοιχειά γίναν οι θεοί, κι οι τύραννοι βρικολάκοι.

Είμαστε του ονείρου τ’ ακροβλάσταρα μες στην πλάση· η ζωή σου δεν μπορεί χωρίς εμάς 185 να περάσει.

Ή αρνητής ή λατρευτής μας ή μας τρέμεις ή μας βρίζεις, πάντα κάτου από τους ίσκιους μας τριγυρίζεις.

190 Σ’ εμάς φέρνουν όλ’ οι στοχασμοί κι όλοι οι δρόμοι, και δειχνόμαστε σαν είδωλα, σαν πνέματα, και σαν νόμοι.

Μες στη νύχτα είμαστ’ εμείς η αγρύπνια 195 η ταράχτρα, κι όσα τρίζουν και σωπαίνουν κι είν’ αξήγητα κι είναι σκιάχτρα.

Είμαστε όλα τ’ αγαθά, τ’ αληθινά, και τα ωραία, 200 θρονιασμένα στην υπέρτατη κορφή, στην Ιδέα.

Είμαστε κι οι αχνοί της πλάνης, του κακού τα μαχαίρια τραβηγμένα μες στη νύχτα και βαλτά 205 με τ’ αστέρια.

Άσοφε, σοφέ και θεοφοβούμενε, δίγνωμε και ίσε κι άθεε, καταπάνου μας σκοντάφτεις, όποιος είσαι.

210 Και τη σκέπη που σκεπάζει μας, κανείς δε σηκώνει, κι όποιο χέρι κατ’ αυτή θα κουνηθεί, μαρμαρώνει.

Τα ποτάμια είμαστ’ εμείς που δεν μπορείς 215 να περάσεις, κι όσο πίνεις το νερό μας, πιο πολύ θα διψάσεις.

Και σ’ εμάς γειρτός την όψη σου καθρεφτίζεις, 220 κι όλο τρέχουμε κι αλλάζουμε κι όλο ίδια μας νομίζεις.

Κι αν χανόμαστε αποκάτου από τη γη βυθισμένα, μας τραβάει ξανά στον ήλιο ένας θνητός 225 σαν εσένα.

Τώρα γείρε εδώ, κι απάνου μας καθρεφτίσου… Σ’ αεροφέρνει ίσα μ’ εμάς, κι υψώνει σε, άνθρωπε, το βιολί σου!

230 Των Θεών βωμοί, κάστρα των Πατρίδων, της Αγάπης περιβόλια, ξύπνα τα τ’ αθάνατα, κοσμοπλάστρα μουσική!

235 Και ξυπνάς κι εσύ, ω μαγεύτρα περδικόστηθη κυρά, με τα λόγια προς τ’ αστέρια τα προσταχτικά.

Κι άφησες του τάφου μέσα 240 το κορμί του χαλασμού και το μνήμα ήταν για σένα πόρτα λυτρωμού.

Και μιλάς και γιγαντεύεις και τους κόσμους ξεπερνάς, 245 και τ’ αστέρια σού φορούνε μια κορόνα ξωτικιάς,

και κατέχω στο πλευρό σου τα γραφτά θνητών κι εθνών και τ’ απόκρυφα των κύκλων 250 και των ουρανών.

Και σου φέρνω αναστημένους σε καθρέφτες μαγικούς τις πεντάμορφες του κόσμου κι όλους τους καιρούς.

255 Σάρκα η μουσική μου γίνεται με την πλάστρα μας φωτιά και γεννιούνται απ’ τα φιλιά μας τ’ αψεγάδιαστα παιδιά.

Κι ο Αρχοντάθρωπος με κείνα, 260 στερνοπαίδι, ο λυτρωτής, πλάσμα ακόμα πιο γιομάτο, πλάστης πιο βαθύς.

Κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης νά! υψωμένος νικητής 265 σε μια γη πλατιά, προφήτης μιας πλατύτερης ψυχής.

Το χρυσάφι, το πετράδι, και το θησαυρό, λείψαν’ άγια, τίμια ξύλα, 270 κάθε πρόσφορο ιερό,

κι όσα φέρνει η Δύση, ο Νότος, η Ανατολή, ο Βοριάς, μπρος στα πόδια σου τα ρίχνω για να τα πατάς.

275 Για ένα χάιδιο σου πεθαίνω χίλιους πεθαμούς, το φιλί σου αξίζει, Αγάπη, χίλιους λυτρωμούς!