Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

ΛΟΓΟΣ Ζ΄
Το πανηγύρι της Κακάβας


Λεύτεροι στίχοι, λεύτερα μιλείτε.

Α. Λασκαράτος («Στιχουργήματα»)
Εμπρός! Θέλω για πατρίδα τον απέραντο
ροδοκοκκινισμένο ορίζοντα. Ζηλεύω εγώ κι έχω
για τζάκι μου μονάκριβο μιαταξιδεύτρα του
ήλιου αχτίδα.

Μ. Guyau («Στίχοι ενός φιλόσοφου»)

Κοντά στου Ρωμανού την Πύλη πέφτει τ’ απλόχωρο λιβάδι, τ’ ολόχλωρο, τ’ ολανθισμένο, κι από παντού το απαλοζώνουν 5 της άνοιξης τα περιβόλια· και στ’ Απριλιού του μήνα το έβγα το κάστρο αγνάντια το μεγάλο το τριδιπλοθεμελιωμένο, κι αυτό χλωρό κι ολάνθιστο είναι· 10 κισσοί κι αγράμπελες και δάφνες βραγιές τα κάνουν ώς κι αυτά τα πολεμόχαρα μουράγια τα πυργωτά.

Βόσκουν κοπάδια στο λιβάδι, 15 πρόβατ’, αλόγατα, γελάδια, και κάποτε κοπάδια ανθρώπων μαυρολογάν εκεί και βουίζουν, για να χυθούν ετοιμασμένα στα μεθοκόπια ή στα σεφέρια.

20 Και τώρα μπήκε ο Μάης ο μήνας, μπήκε με την Πρωτομαγιά του, τη χαροκόπα θυγατέρα, και νά στ’ απλόχωρο λιβάδι, στ’ ολόχλωρο, στ’ ολανθισμένο, 25 μεθάει και σκούζει και φρενιάζει της γυφτουριάς το πανηγύρι, το πανηγύρι της Κακάβας. Κι η ρεματιά που το χωρίζει το ένα τ’ απλόχωρο λιβάδι 30 σε δυο αδερφάκια λιβαδάκια, βλέπει απ’ τη μια της άκρη, βλέπει κι από την άκρη της την άλλη, σε μια τριγύρω νερομάνα, γιορτή παράξενη μεγάλη 35 το χρόνο μια φορά, στο έμπα του Μάη του μήνα, στ’ άνθια του Μάη και στη χαρά.

Έρχονται οι γύφτοι, οι γύφτοι, οι γύφτοι! Κι έρχονται οι γύφτοι που κρατήσαν 40 για μια στιγμή το πλάνεμά τους, κι αποκουμπήσαν σε καλύβια σκεπής εκεί έναν ίσκιο νά βρουν, να πουν πως είναι σπιτωμένοι, και πως χαρήκανε τη ζέστα 45 γλυκοφερμένη από το τζάκι κι από την πόρτα την κλεισμένη, και πως χαρήκαν και το δρόσος που ανάλαφρα φυσάει και μπαίνει απ’ τ’ ανοιγμένο παραθύρι· 50 κι ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν κι οι αρίζωτοι ψευτοριζώσαν, και συγγενέψαν με τους ξένους, με τους αλλόφυλους ταιριάσαν, κι οι ξένοι δεν τους αγαπήσαν, 55 τους αρνηθήκαν και οι δικοί τους, και τους μισήσανε πιο απ’ όλους, το αίμα τους, οι άλλοι οι γύφτοι, κι ήρθαν οι καταφρονεμένοι κι αυτών των καταφρονεμένων. 60 Κι είναι οι καλύβες τους πιο έρμες κι απ’ τα ρημάδια τα καμένα, κι εκείνοι πιο δυστυχισμένοι, γιατί τους διώχνει και το σπίτι, και δεν τους θέλει ούτε κι ο δρόμος· 65 γιατί κι η Λευτεριά η θεότη, πὄχει τη δύναμη και κάνει και την κακία ακόμα θεία, τους έλειψε κι η λευτεριά, στο μολεμένο αέρα μέσα, 70 στις πολιτείες και στα χωριά. Μπάσταρδοι, ψεύτες, κλέφτες, πόρνοι· κι είναι η κακία τους χωρίς φωτιά κι ανάστημα κι αέρα, γιά χριστιανοί, γιά τούρκοι, γιά άθεοι, 75 και ζουν εδώ και ζουν εκεί, και παραδέρνουν πάντα, γύφτοι καθιστικοί.

Και νά και οι γύφτοι, στερνολείψανα μιας αρχοντιάς πὄχει πεθάνει· 80 και ξεχωρίζουν απ’ τον άλλο γυμνό κουρελιασμένονε όχλο, κι αστράφτουνε στον ήλιο οι όψες τους, λεπίδες καλοακονισμένες, κι από τ’ αλύγιστα κορμιά τους 85 κάποιες ματιές, κάποια σαλέματα ξέρουν ακόμα να οδηγάν, ξέρουν ακόμα και προστάζουν. Και τα δασά χυτά μαλλιά τους σκιάδια πλατύγυρα τα ισκιώνουν, 90 κι απάνω τους αεροσαλεύουν τούφες φτερών, και τριζολάμπουν μαλλινομέταξα καφτάνια, φέρμελες φλωροκαπνισμένες· ξέχωροι απάνου στ’ άλογά τους, 95 κι ευγενικοί και καπετάνιοι, και σαν ταφόπετρες φαντάζουν τα μέτωπά τους, και θαμμένα κάτω απ’ αυτές ζωές και τύχες, νιάτα, καιροί, μεγαλοσύνες. 100 Και θα μπορούσες να ξανοίξεις με κόπο και στα πρόσωπά τους διαλεχτό κάτι και καθάριο, που, πριν για πάντα να βουλιάξει στα βάθια πέλαου οργισμένου, 105 σπαράζει απάνου απάνου, και είναι, στιγμή πικρότατη στερνή, κι είναι το σπάραγμα κι ο αγώνας για γλιτωμό που δε θα ’ρθεί.

Κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι διαβασμένοι 110 κι οι σκεφτικοί κι οι βυθισμένοι στ’ αξήγητου το ξήγημα, ήρθαν, κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι χτυπημένοι από την πέτρα της μελέτης, κι οι μαντευτάδες κι οι αστρολόγοι, 115 κι οι γητευτές κι οι ρουχολόγοι, κι οι ξηγητάδες των ονείρων. Κι αυτοί που λεν, και δεν σωπαίνουν, τα παραμύθια τα παράξενα, τα παραμύθια τα φερμένα 120 κι αυτά σα μύρα και πετράδια μέσ’ απ’ τις πρώτες τους πατρίδες τις γιγαντόπλαστες που είν’ όλα άπνιχτα, ανέγγιχτα, περίσσια. Κι εκείνοι που διηγούνται κάποιες 125 μαύρες θλιμμένες ιστορίες, κι ας τις φωτίζουν φωτοκαύτες ήλιοι παντού σκληρά χυμένοι. Κι ήρθαν και οι γύφτοι που γνωρίζουν των πλανητών τα κατατόπια 130 κι όλα τα μυστικά των άστρων, και που μιλάνε με τ’ αστέρια, και που θωρώντας τα μαντεύουν ζωές, αγάπες, μοίρες, χάρους. Κι ήρθαν οι γύφτοι όσοι μερεύουν 135 τα φίδια με τα εφτά κεφάλια που χίλιους θάνατους σκορπίζουν· κι ήρθαν οι γύφτοι με τα φίδια που τα μερεύουν και χορεύουν και που βραχιόλια πλέκοντάς τα 140 σφιχταγκαλιάζονται με κείνα. Κι ήρθαν κι οι γύφτοι που διαβάζουν με τα σιβύλλικα τα μάτια, τω’ γυναικώνε τους τα μάτια, στα χέρια απάνου, σ’ όποια χέρια, 145 σα σε βιβλία και σε δεφτέρια, της Μοίρας τα κρυφά γραμμένα. Γύφτοι σοφοί και γύφτοι μάγοι, φτάνει να θέλανε, μπορούσαν σε κάθε τόπο να ριζώσουν, 150 σε κάθε γένος να φαντάξουν, καρδιές και γνώμες να υποτάξουν. Δε θέλουν, τίποτε δε θέλουν, μονάχα θέλουν να διαβαίνουν, περήφανοι και πεισματάρηδες, 155 ξένοι, γυμνοί και αφορισμένοι, με τα κοράκια, με τα σύγνεφα, και με τους γερανούς τους περατάρηδες· δεν είναι ανήμποροι. Είναι οι γύφτοι.

Κι ήρθαν κι οι γύφτοι, που τα κάμαν 160 σαν τη ζωή τους και τα σπίτια, και τα θεμέλιωσαν απάνου στ’ αμάξια τους, κι αυτά κυλάνε, και βόιδια σέρνουν τα ζεμένα, κι απ’ τους ελέφαντες κάτι έχουν 165 κι έχουνε κάτι απ’ τα καράβια· και καθώς πάνε και περνάνε στενά, κακοτοπιές και ρούγες τριζοβολάνε και βογκάνε· και κάποτε μπροστά τα σπίτια, 170 και πίσω οι γύφτοι λαχανιάζουν, και κείνα δείχνονται σα να ’ναι ιερό και μέγα κατιτί· σαν αϊπιτάφιοι, σαν κιβωτοί.

Νά και οι τουρκόγυφτοι, οι σκηνίτες, 175 η αμάλαγη, η καθάρια γέννα! Πάντα κι από παντού διαβαίνουν, μαύρα σπαθόφτερ’ αγριοπούλια μες στα παλάτια και μέσα στα έρμα, κι η ασύντριφτη κρατάει ψυχή τους 180 άσκυφτ’ ολόισο το κορμί τους, και της ψυχής τους η αγριάδα μέσ’ απ’ τα μαύρα φωτερά τους λυσσομανάει, κι είν’ αχαμνοί και χεροδύναμοι, απ’ ατσάλι 185 κι από κεντρί. Χαρά οι χιονιές, χαρά η βροχή, και πανηγύρι το λιοπύρι· και πιο μεγάλο πανηγύρι, στη γυμνή γη, καθώς σε βρίσκει 190 γυμνόνε ο Χάρος και σε πνίγει, κι ο θάνατος μέσα στην τέντα, στην ανεμόδαρτη και στη σκισμένη, καθώς χιμάει και σε μαραίνει.

Γαντζάοι, Κατσίβελοι, Νετότσοι, 195 Σίντηδες, Ρόμοι, Ζαπαράδες, κάθε όνομα, κάθε γενιά! Κι οι βουλγαρόγυφτοι απ’ το Δούναβη, κι οι γύφτοι απ’ τη Μολδοβλαχιά, κι από την Κύπρο κι απ’ τον Καύκασο, 200 κι οι γύφτοι από τα Δωδεκάνησα· κι οι μελαψοί κι οι αρκουδοτρόφοι, κι οι ατσίγγανοι με τις μαϊμούδες, κι οι ζουρναχείληδες εδώ είναι κι οι σγουρομάλληδες εδώ είναι, 205 κι εδώ είν’ οι μπόιδες κι οι φονιάδες, κι αυτοί που πίστη μολογάνε κάθε λατρείας, κάθε θρησκείας, κι είν’ άπιστοι, κι είν’ άθεοι, κι είναι, ποτέ δεν είναι με κανένα, 210 κι απάνου απ’ όλα αδιάφοροι είναι, και κάτου απ’ όλα ξεγλιστράνε, κι απ’ όλα σέρνονται πιο κάτου. Κι αυτοί που ζούνε με τους λύκους μέσα στα σπήλια και στις τρύπες, 215 άγριοι, μισόγυμνοι, έρμοι, πλάνοι, κι έχουν τα χέρια τους καμάκια, κι έχουν τα δόντια τους αρπάγια, και θρέφονται με κρέατα γάτων, με σάρκες ποντικιών και σκύλων, 220 κι είναι σα γύπες και σα γρύπες κι απ’ όλα ελεύτεροι, και κάποτε κι από τα σπήλια κι απ’ τις τρύπες.

Κι ήρθανε κι οι καλαθοπλέχτες, νά κι οι αλογοπραματευτάδες· 225 πεταλωτήδες, ξυλοκόποι, γύφτοι ξωμάχοι και σκαφτιάδες, γύφτοι άνεργοι και δουλευτάδες, κι όσοι θερίζουν το χρυσάφι, και που ποτέ δεν το ποθήσαν, 230 κι όσοι αγναντεύουνε των άλλων τα χαροκόπια και τις έγνοιες και τα φιλιά και τις αμάχες, και τον ιδρώ του φαμελίτη και τη ντροπή που της γυναίκας 235 τα δροσομάγουλα πυρώνει, και τον καπνό που από το τζάκι το σπιτικό γλιστράει και φεύγει, την αρχοντιά, τη φτώχεια και όλα· και τίποτε δεν τους ξαφνίζει, 240 κι όλα σαν όνειρα τα βλέπουν, και κάθε νύχτα στα τσαντίρια, γυρνούν, κι είν’ ίδιοι, πάντα είν’ ίδιοι.

Κι ήρθαν κι οι γύφτοι που δουλεύουν το χάλκωμα και το καλάγι, 245 κι οι ατσίγγανοι οι καλοτεχνίτες, κι οι γύφτοι οι σφυροκόποι νά τους! με τα πανάρχαια σύνεργά τους, με τα διπλά τους φυσητήρια, γύφτοι χαλκιάδες με τα σύνεργα 250 τα χίλια μύρια, ξεσκαλιστάδες της φωτιάς, κρατώντας την πάντ’ αναμμένη και σα να παίρνουν από κείνη πάντα όση δύναμη τους μένει.

255 Κι ήρθαν κι οι πλάστες οι μεγάλοι που είναι τα έργα τους από ήχο κι από ρυθμό κι από όνειρο είναι, κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι λαλητάδες· κι ήρθαν οι γύφτοι που ξεχνάνε, 260 κι ώς και τη γλώσσα τους ξεχνάνε, από τη μια στην άλλη χώρα, και την αλλάζουνε και κείνη καθώς αλλάζουν τα ραβδιά τους, περπατητάδες, από το ’να 265 κι απ’ τ’ άλλο δέντρο κόβοντάς τα, και η γλώσσα τους ποτέ δε στέκει, μόνο και απ’ όπου κι αν περάσουν, λόγια από κάθε λαό κλέβουν, και στα δικά τους τα ταιριάζουν 270 τα ξένα λόγια, καθώς ζεύουν τα ζα στα κάρα τους απάνου, που είναι μαζώματα και κείνα της αρπαξιάς, κι είν’ απ’ ολούθε. Κι ένα μονάχα δεν αρπάζουν, 275 κι ένα μονάχα δεν αλλάζουν, κι ένα ο καρπός της αμοιριάς τους, κι ένα της άκαρδης καρδιάς τους το πλάσμα. Πλάσμα εσύ από ήχο, πλάσμα ρυθμού και πλάσμα ονείρου, 280 εσ’ είσαι η γλώσσα τους η μία κι η ασάλευτη και η μυστική! Κι ήρθαν κι οι γύφτοι οι μουσικοί.

Γύφτισσες ήρθανε ντυμένες φανταχτερά γιορτής φουστάνια, 285 γύφτισσες ήρθαν και κρεμάνε χοντρά γυαλιστερά γιορντάνια, με κόκκινα φορέματα ήρθαν, με κίτρινα μακριά μαντίλια· ω λάγνα μάτια, ω κόρφοι, ω χείλια! 290 Κι ήρθαν ανθοστεφανωμένες μ’ όλα τα λούλουδα του Μάη, κι άνθια κρατώντας και στα χέρια, ντέλφια χτυπάνε και κουδούνια, και κύκλους πλέκουν και χορεύουν 295 και τραγουδάν το Μάη το Μάη κι ανάμεσό τους αρχινάει, ξεχωρισμένη από τις άλλες, τρικυμισμένο ένα χορό, λυγιέται, σέρνεται, πετάει, 300 κορίτσι δεκοχτώ χρονώ στο μανιωμένο το χορό, και του χορού βασίλισσα είναι, κι άφρισμα, λάγγεμα, τρεμούλα, η γυφτοπούλα, η μαγιοπούλα!

305 Κι ήρθαν οι γύφτισσες, οι γύφτισσες, οι γύφτισσες που τραγουδάνε: —Τώρα είν’ η άνοιξη κι ο Μάης, τώρα το καλοκαίρι, τώρα κι ο ξένος βούλεται να πάει, 310 στον τόπο του να πάει, και τρέχει, νύχτα σελώνει τ’ άλογό του, νύχτα το καλιγώνει, βάνει, χρυσά τα πέταλα τα βάνει, βάνει και τα καρφιά ασημένια. 315 Καταραμένοι κι εσείς γύφτοι, που να γυρίσετε δεν έχετε κανένα τόπο, και πατρίδα, γύφτοι, καμιά δε σας προσμένει, ο Μάης ο μήνας σάς προσμένει, 320 ο Μάης ο ρήγας σάς καλεί, ελάτε, γύφτοι από τη Δύση και γύφτοι απ’ την Ανατολή, και μ’ όλα του τα περιβόλια σας κράζει ο Μάης ξεφαντωτής 325 στην τρίμερη και στη μονάκριβη γιορτή της γύφτισσας ζωής! Κι απ’ την Κακάβα πὄχει μέσα της ανάκατα τα πολυσπόρια, πικρό, σκληρό κι αρρωστημένο 330 το έρμο πιοτό και το φαΐ, κι έχει νερό απ’ τη νερομάνα, μέλι εσείς βγάλτε, βγάλτε γάλα, βγάλτε ουρανόβροχο ένα μάννα, κι ένα παλιό γερό κρασί, 335 ω γύφτοι, ω μάγοι και σοφοί, που σας δουλεύουν οι δαιμόνοι μες στα γητέματα, στα ξόρκια, και μες στη Σολομωνική. Νύχτα σελώστε τ’ άλογά σας 340 και καλιγώστε τα, και πάρτε, τ’ ασήμι απ’ το φεγγάρι πάρτε, και το χρυσάφι από τ’ αστέρια, κι ελάτε πανηγυριστάδες, οι αταίριαστοι, έρωτες και ταίρια, 345 τρίμερο ανάστα να χαρείτε, και μες στ’ απλόχωρο λιβάδι πατρίδα τρίμερη να βρείτε!—

Κι άξαφνα πρόβαλε την τρίτη μέρα σε χρυσοσέλωτο άτι καβαλάρης 350 του βασιλιά του Βυζαντίου μαντάτορας Αποκρισάρης.

Ακρίτες κι ασικρίτες και σπαθάρηδες τον τριγυρίζουν, τα τούμπανα χτυπάν, τα βούκινα 355 σαλπίζουν.

Ξάφνισμ’ απάντεχο, ερχομός αγύρευτος, κι απ’ άκρη σ’ άκρη στου λιβαδιού τα πλάτια και τα μάκρη τα κοπάδια καρφώνει ο βουβαμός.

360 Και μέσα στη σιωπή, κι από ένα πέτρινο πατάρι ακούγεται το βροντολάλημα του Αποκρισάρη:

«Γύφτοι, ο Βασιλιάς προστάζει 365 ο θεοφύλαχτος· εμπρός! σώνει πια το πλάνεμά σας, κι ο παραδαρμός.

Σας προσμένει το μεγάλο Πενταδάχτυλο κι οι κορφές του που λαμποκοπάνε, 370 και τα τρίσβαθα γκρεμά· και του Μαλεβού τα πλάγια τα κοκκινωπά.

Σας προσμένει η Λακοδαιμονιά για να τη μεστώσετε που είν’ άδεια· 375 τα τραχώνια είναι για σας και τα λαγκάδια· του Μοριά η καρδιά σπαρταράει για σε, και της αξίζεις, Γυφτουριά!

Σύρ’ εκεί και χτίσε το Γυφτόκαστρο, 380 το προστάζει ο βασιλιάς· κι αναπάψου μες στον κόρφο μιας πατρίδας και στον ίσκιο μιας φωλιάς.

Κι όταν σε τραβάει και του πολέμου και του χαλασμού η ορμή, 385 αρματώσου το σφυρί σου για το ρήγα σου κι αποκάτου από το νόμο με το λάβαρο αγωνίσου ηρώισσα κι εσύ.

Για να συνεπαίρνει σε σαν πρώτα η γητεύτρα του βιολιού σου ακαματιά 390 θα ’χεις μες στις πικροδάφνες τον Ευρώτα σα σε βύθη ενός ονείρου λαγγεμένος ν’ αργοπερπατά. Και για τα καινούρια σου τα νιότα θα ’χεις φυλακάτορα και σκέπη 395 το τετράψηλο βουνό που μ’ όλα του, και τα πεύκα και τα χιόνια και τα βάραθρα, μυριομάτης λαμπρομέτωπος θα σε κυβερνάει και θα σε βλέπει…»

Μα δεν πρόφτασε το λόγο ν’ αποσώσει, 400 και το λόγο παίρνω εγώ· κι απ’ το ψήλος άλλης πέτρας προς τ’ αδέρφια μεγαλόστομα μιλώ.

Μέσα μου ο θυμός είναι σαν όρνιο, και σα θάλασσα είν’ ο λογισμός· 405 δεν κρατιέται μέσα μου ένας κόσμος, απ’ των περασμένων τα όνειρα κι από του μελλόμενου τα οράματα μεστός κόσμος μυστικός.

—Γύφτε λαέ, άκουσέ με· το πρωτόσταλτο είμαι 410 σημάδι από την πλάση που θα ’ρθεί, κι ύστερα κι από ποιούς καιρούς και χρόνια πόσα! Ένας εγώ, και ζω για χίλιους. Γύφτε λαέ, άκουσέ με, δε σου μίλησε προφήτης σου ποτέ σαν τη δική μου γλώσσα.

415 Ποιός είναι αυτός που πύργους χτίζει στον αέρα με τη φωνή του κράχτη και μοιράζει μας βασιλικά τα κάστρα, κι άπρεπων ελπίδων ίσκιους μπροστά στα μάτια μας σαλεύει; Είμαστ’ εμείς οι απάτριδοι κι οι αγιάτρευτοι· 420 γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!

Είμαστ’ εμείς οι αθάνατοι απολίτιστοι· κι οι Πολιτείες λημέρια των ακάθαρτων, κι οι Πολιτείες ταμπούρια των κιοτήδων· στη στρούγκα λυσσομάνημα και φαγωμός 425 λύκων, σκυλιών, προβάτων και τσοπάνηδων. Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!

Η μάντρα είν’ ο αφίλιωτος οχτρός μας, την πλατωσιά του κόσμου τη στενεύει, στριγκλόχορτα φυτρώνουν και γοργόνια 430 βλαστομανώντας κάτω από τον ίσκιο της· του δολερού αναγάλλιασμα, τα μαραζώνει τα ξεφτέρια του νου και της καρδιάς τ’ αηδόνια.

Το κρίμα εκεί σκορπιός, ποτέ λιοντάρι· και τον κακό τονε μολεύει η μάντρα 435 και βρέφος ο καλός που τον ποτίζει αφιόνι· δουλεύτε τον ξανά τον κόσμο στη φωτιά, και τα καλά του ξανανθίστε και τα κρίματα, χτυπώντας τον, με το σφυρί και με τ’ αμόνι.

Περάστε απάνου από τις μάντρες, τα μουλάρια σας 440 φτερώστε τα σαν τα σκουπόξυλα, όταν οι μάγισσες τα καβαλάνε· ο κόσμος ακομμάτιαστος και απέραντος· όπου τελειώνουν οι στεριές, τα πέλαγα αρχινάνε.

445 Όσα βουνά κι αν ανεβείτε, απ’ τις κορφές τους θ’ αγναντεύτε άλλες κορφές ψηλότερες, μιαν άλλη πλάση ξελογιάστρα· και στη κορφή σα φτάστε την κατάψηλη, πάλε θα καταλάβετε πως βρίσκεστε 450 σαν πρώτα κάτου απ’ όλα τ’ άστρα.

Ο Νόμος, όταν απ’ τη γνώμη του σοφού δε δίνεται σαν κάτι τι θεόσταλτο, στραγγουλιστής και πνίχτης είναι ο νόμος· πνοή του νόμου που τα πάντα κυβερνά, 455 μέσα μας είν’ εμάς ο νόμος, αϊτομάτης· Νόμος εμάς, νυχτόημερα και πάντα, ο δρόμος.

Ποιός είσαι που μας σπρώχνεις προς το κάρφωμα που ανάξιους θα μας έκανε να πίνουμε, καθώς τώρα τον πίνουμε, τον ήλιο; 460 Η κούπα μας κρατιέται πάντα ολόγιομη· κι αν έχουμε πατρίδα, φτάνει αυτή ώς εκεί που φτάνει και του ήλιου το βασίλειο.

Μες στου Εφταπόταμου φυτρώσαμε την πλάση που όλη είν’ από τέρατα, 465 τέρατα και το φως και το σκοτάδι, και στέκει ανάμεσό τους ο άνθρωπος με τη ζωή που τον πλακώνει σα βραχνάς, με τη ζωή, το στοιχειωμένο το λαγκάδι.

Με τους λωτούς και με τους κύκνους μεγαλώσαμε, 470 με τα ζαρκάδια τρέξαμε στους κάμπους του χιλιοποτιστή του Γάγγη, αγάπες πλέξαμε με τους θεόρατους ελέφαντες, προγόνοι μας βρεθήκανε τα φίδια και οι ουραγκοτάγκοι.

475 Εμείς γενιά του προύντζου και του σίδερου, σα δουλεμένοι από το χέρι του πρωτόγυφτου πατέρα των ανθρώπων Τυμπαλκάη· μα τηνε πότισε τη ρίζα μας κάποιο κρυφό φαρμάκι κι αξεδιάλυτο, 480 κι η κατάρα μάς πήρε σαν τον Κάη.

Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού, σαν τα σκουλήκια που πατεί μας· μα για ν’ αντισταθεί με το σπαθί, 485 βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική, και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας.

Μας ταπεινώσαν όλες οι ταπείνωσες· με την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου ρουφήσαμε όλους τους καημούς κι όλους τους τρόμους, 490 στη χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωμένες, φτερό την κάμαμε τη ρίζα μας, και φύγαμε μακριά στα ολάνοιχτα προς τους μεγάλους δρόμους.

Με το γλίστρημα φύγαμε των αγριόγατων, και με της νυχτερίδας το παράδαρμα, 495 και με τη γληγοράδα της ακρίδας, και με την καταφρόνια την ασώπαστη για τις φωλιές, τα σπίτια και τα κάστρα. Γιούχα και πάλε γιούχα της πατρίδας.

Κι από την Ίντια προς το Ιράν περάσαμε, 500 κι η Ταυρίδα μάς είδε να τραβήξουμε πεζοδρόμοι με τους πραματευτάδες, και τα κορμιά μας αψηφήσανε δαρμούς βουνών, στεπών και ρουμανιών και πόταμων, χαλάζια και χαμψίνια και βοριάδες.

505 Στου Μισιριού τους άμμους πιο βαθιά τ’ αφήσαμε τα χνάρια μας, ξαφνίστηκε της Αφρικής η Σφίγγα και μας βλέπει σαν κάτι πιο δυσκολομάντευτο απ’ την όψη της· από το Νείλο ώς τον Ευφράτη αστράψαμε 510 κι από τη Βεναρές ώς το Χαλέπι.

Κι από της Τραπεζούντας το καστέλι της Μαυροθαλασσίτισσας απλώσαμε κατά το Δούναβη, μας πήραν τα Μπαλκάνια, στην Πόλη τα καράβια μάς αράξανε, 515 κι οι Θρακιώτικοι κάμποι μάς δεχτήκανε πρώτα πρώτα, δαρμένα καραβάνια.

Κι αν μας έλεγες: «Γύφτοι, θα γυρίσετε στην πρώτη σας κοιτίδα την ξεχειλιστή απ’ τη ζωή που δίχως μετρημό διαβαίνει 520 και σύνορα δεν έχει, ανάκατα όλα της, απ’ τα βουνά ώς τα χόρτα, όλα γιγάντικα, κι όλα ένα ξαφνισμα σα να τα δένει,

η πρώτη σας πατρίδα σάς προσμένει εκεί να σας δώσει τη δόξα την απάντεχη 525 πὄδωκε σε σοφούς και ηρώους, ω σκηνίτες, θρονιά μαχαραγιάδων να σας στήσει, και να σας προσκυνήσει λωτοστέφανους με τους πανάγιους ασκητές και τους προφήτες,

και τότε θα σου κράζαμε: «Δε θέλουμε, 530 το πανηγύρι μη χαλάς· γιορτάζουμε το συντριμμό των αλυσίδων, ό,τι κι αν είναι, από διαμάντια ή από σίδερα· οι τρανοί λυτρωμένοι είμαστ’ εμείς. Γιούχα και πάντα γιούχα των πατρίδων!»

535 Κι αν πέσαμε σε πέσιμο πρωτάκουστο και σε γκρεμό κατρακυλήσαμε που πιο βαθύ καμιά φυλή δεν είδε ώς τώρα, είναι γιατί με των καιρών το πλήρωμα όμοια βαθύ έν’ ανέβασμα μας μέλλεται 540 προς ύψη ουρανοφόρα.

Το γένος το μοιρόγραφτο είμαστε που θα σκοτώσει τις πατρίδες· του κόσμου η Μάγια, η ακριβή του Βράμα, θα υφάνει με τα χέρια της, χαρά 545 κι ανθρώπων και θεών, το έργο της, το πιο ξαφνιστικό της θάμα.

Όλος ο κόσμος, ένας κόσμος, γύφτος, σε δόξας θρόνο απάνω, πλάστης, με το σφυρί του και με το βιολί, 550 της αψεγάδιαστης Ιδέας· η πλάση σε περιβόλι του Μαγιού ένα πανηγύρι, και μια πατρίδα η Γη.

Κι ο κόσμος θα διαλέξει κάποιον Άτλαντα ή κάποιον Άθω να σκαλίσει απάνω του, 555 μεγαλοφάνταστος τεχνίτης, το άγαλμά μας· και θ’ ανατείλει στ’ ουρανού τα τρίσβαθα πρωτόφαντο άστρο ξενοχάραγο, κι ο κόσμος θα το πει με τ’ όνομά μας!

Κι ακούσαν και τους δυο τους κράχτες, 560 τον πρώτο αδιάφορα τον είδαν, και ξαφνιστήκαν απ’ το δεύτερο και κάτι τι σα να αιστανθήκαν, και τίποτε δεν καταλάβαν, μονάχα αγώνας τούς ταράζει, 565 σαν τον αγώνα, όταν ξυπνώντας, να ξαναβρούμε πολεμάμε κάποιο όνειρο μισοχαμένο π’ όλο το πιάνεις κι όλο φεύγει. Και καθώς όταν παύει ο άνεμος 570 το δάσος να ταρακουνάει, ξεσπάει το σύγνεφο, που πρόσμενε, στο δάσος και το βροχοδέρνει, έτσι όταν σώπασαν τ’ αντίμαχα τα λόγια τα ρητορεμένα, 575 τ’ αποκρισάρη από τη μια και τα δικά μου από την άλλη, ξανάρχισε, άμυαλο, πολύβοο, μες στο μαγιάτικο λιοπύρι, το πανηγύρι της Κακάβας, 580 της γυφτουριάς το πανηγύρι.