Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

ΛΟΓΟΣ Ε΄
Ο θάνατος των αρχαίων

«Οι Έλληνες… καθ’ ην χρόνου στιγμήν έμελλον να περιέλθωσιν εις ζυγόν βαρβάρων και να αποβάλωσιν όνομα και ύπαρξιν, ανέπεμψαν την εσχάτην λάμψιν σβεννυμένης φλογός… Αλλά και μετά την πτώσιν αυτών, φεύγοντες της πατρίδος τον όλεθρον, εγένοντο αύθις πνευματικοί της Ευρώπης κηδεμόνες.»
Λεοπάρδης (Στον «Κοραή» του Θερειανού, τ. Α΄, σ. 5)

Και οι τριπλές οι πόρτες οι χρυσές και οι χαλκένιες πόρτες τρίξανε τρίξιμο σα να βογκήξαν, και χωρίς κανένα γγίξιμο, 5 σάμπως μαγεμένες, από μόνες τους ανοίξαν.

Κι αποκάτου απ’ τα μουράγια τα διπλά με τα δυναμάρια τ’ άπαρτα, κι αποκάτου από τα πλάγια που γεράνια 10 και χλωρά και ρουμπινιά τριγύρω υψώνονται, δέρνουν τα νερά του Μαρμαρά τα καλόχτιστα λιμάνια.

Και λογής καράβια απ’ τις Φραγκιές, και γαλέρες γενοβέζικες, 15 βενετσάνικα σαλεύουν τρεχαντήρια· κι είναι σα να καρτεράν ακριβά φορτώματα για ταξίδια και για πανηγύρια.

Στα κατάρτια φλάμπουρα, στις πλώρες 20 ακροφίγουρα, λιοκάματα στις όψες από τόπους μακρινούς κι από βασίλεια, και καρδιές χτυπάν και χέρια απλώνονται, σα να θέλουν κάτι ν’ αγκαλιάσουν, και μπαϊράκια σειούνται και μαντίλια.

25 Κι απ’ τις σκάλες κι από τ’ ακρογιάλια της Ασίας τ’ αντικρινά, πέρα από τη Βιθυνία, κάτι απλώνεται κατάμαυρο, κι όλο αγριεύει και ζυγώνει, 30 Θεού οργή και δαίμονα μανία.

Των κυμάτων η μουρμούρα πότε χάνεται σ’ ένα βρόντο στεριανό, και πότε γίνεται σάμπως ταίριασμα της ήσυχης μουρμούρας και τ’ ανήσυχου του βρόντου· και γρικάς 35 πότε αλόγου πέταλο, πότε τρέξιμο πεζούρας.

Κι απ’ τις πόρτες διάπλατες που ανοίξανε κόσμος βγαίνει, κι αργοπάτητο σέρνει και βαρύ το πόδι, 40 κι είναι μια πομπή, και δε γνωρίζεις δέξιμο κι αν είναι, ξεπροβόδισμα, γάμος, λιτανεία ή ξόδι.

Κι είναι συνοδειά χωρίς ξαφτέρουγα και χωρίς σταυρούς και λάβαρα 45 και βαγγέλια και παπάδες· ποιάς λατρείας μυστήρια είν’ αυτά; Δεν τα διαλαλούν ψαλμοί, δεν τους φέγγουνε λαμπάδες.

Και γυναίκες ούτε, ούτε παιδιά· 50 κι άντρες μοναχά ασπρομάλληδες και μισοκοπιές και παλικάρια· κι έρχονται με κόπο και σκυφτοί σαν από κρυψώνες μες στη γη, σαν από τ’ ανήλιαγα κελάρια.

55 Κοντοστέκουν και τρικλίζουν ασυνήθιστο σα να ’χουν κάτου από τον ήλιο τέτοιο δρόμο· και τα μέτωπα στα χέρια τους, και στα μάτια μπρος τα χέρια τους 60 σάμπως από θάμπος κι από τρόμο.

Κι έτσι παν, και τους τρομάζουν το φως του ήλιου, πέρα η θάλασσα, τ’ ακροούρανα, κι ο αέρας, κι ο ουρανός απάνω τους, και γύρω τους 65 η μεγάλη πλάση και η ζωή και το παίξιμο της μέρας.

Κι είναι σα βγαλμένοι από ’να σκύψιμο σε παλιά βιβλία δυσκολοσίμωτα, και σε συναξάρια, 70 και σε κατιτί ακριβότερο απ’ τ’ αράπικα τοπάζια, απ’ τα χουρμούζικα τα μαργαριτάρια.

Κι είναι σα βγαλμένοι από λογάριασμα μπρος σε γιατροσόφια απάντεχα, 75 σε δυσκολοξάνοιχτα δεφτέρια. Κι όλοι καθώς έρχονται κλιτοί, και καθώς αργοζυγώνουν, τί κρατάνε μες στα χέρια;

Και ραβδιά κρατάν προσκυνητάδων 80 και διαλαλητών ακροστεφάνωτα μ’ αγριλιάς και με μυρτιάς κλωνάρια· τραχιά ηχούν τα σάνταλά τους χοντροκάρφωτα· κρέμουνται στους ώμους τους ταξιδιώτικα ταγάρια.

85 (Και στους μαρμαρένιους μόλους έξαφνα φουσκώνει κι αντρειεύεται κι αφροστέφανο ξεσπάει το κύμα. Και γοργό μακριάθε έν’ άλλο ξέσπασμα, και είν’ αλόγου σάλαγος, 90 και πεζούρας βήμα).

Κι ένας ένας κι από δύο κι από τρεις ανταμωμένοι, κι από τέσσερις κι ακόμα πιο πολλοί, κρατάν και σφίγγουν 95 τυλιγάδια και βιβλία σε χρυσές κι ελεφαντένιες πλούσια σκαλισμένες θήκες, και πηγαίνουνε με κείνα, και στα χέρια και στους ώμους 100 και στους κόρφους τα βαστάνε, λείψαν’ άγια σάμπως να ’ναι και θαματουργές εικόνες και βαριά σταμνιά γιομάτα με τη στάχτη των προγόνων. 105 Τυλιγάδια και βιβλία πὄχουν πρόσωπα πορφύρες, που είν’ οι σάρκες τους μετάξια, και λογής λογής το μάκρος και το σχήμα και το χρώμα. 110 Σκεπασμένα και μακριάθε τα θωρείς και λες πως είναι στύλοι, λες βωμοί σβησμένοι και σημαίες και θυμιατήρια και ρηγάδικες κορόνες. 115 Σα θεών αγάλματα είναι, σαν ανάγλυφα είν’ ηρώων, προφητών οράματα είναι, και κιβούρια και μνημούρια. Τάματα είναι και τα πάνε 120 να τ’ αφήσουνε στα πόδια κάποιων είδωλων και κόσμων που τα καρτεράν και στέκουν και γιορτάζουν πανηγύρια μέσα σε ναούς και τόπους, 125 πέρα ολόμακρα, και στέκουν κι οι ναοί κι οι τόποι και όλα και προσμένουν και προσμένουν να φωτοντυθούν με κείνα.

«Τ’ είναι τα δεφτέρια που κρατάτε 130 τα περγαμηνά, σεβαστά κοπάδια που τραβάτε σα διωγμένα από κακοκαιριά; Και σε τούτα τα βιβλία, και στα μνήματα όλ’ αυτά, 135 ποιά διαμάντια, ποιά σοφία, ποιοί νεκροί, ποιά κόκαλα ιερά;»

Κάτι σάλεψε, κυμάτισαν τα πλήθη, ξέσπασε φωνή και μου αποκρίθη:

«Είν’ εδώ κλειστοί μες στα κιβούρια, 140 μες στα τυλιγάδια είναι κρυμμένοι, —για νεκρούς η πλάση ας μην τους κλαίει!— ω οι πηγές οι αθόλωτες της Σκέψης, οι ασυγνέφιαστοι της Τέχνης ουρανοί, οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι.

145 Κι είναι της Αλήθειας οι διδάχοι, της ακέριας Ομορφάδας οι πιστοί, γεροί, απείραχτοι, όλο νέοι, και ήλιοι που σου δίνονται να τους χαρείς πάντα μες στο δρόσος κάποιου Απρίλη· 150 οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι.

Από τους γιαλούς της Ιωνίας κι από της Αθήνας τον αέρα που όλα πνέματα τα κάνει καθώς πνέει, κι από της Ελλάδας τ’ αγνά χώματα, 155 η Σοφία, ο Λόγος, ο Ρυθμός· οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι.

Κι είναι οι Πλάτωνες, και πίσω τους, της Ιδέας ήρωες, οι φιλόσοφοι, κι η Αρετή μ’ αυτούς «η λεβεντιά είμαι!» λέει· 160 κι είναι οι Όμηροι, και πίσω τους όλοι οι ψάλτες και των Όλυμπων οι πλάστες· οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι.

Τη στερνή πατρίδα τους την παρατάν από φύσημα διωγμένοι ορμητικότατο, 165 γύφτοι γίνονται κι Εβραίοι, όμως πάντα, κι ερμοσπίτες, νικητές· και του κόσμου γίνονται πολίτες, οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι!»

«Τους γνωρίζω, τους γνωρίζω, 170 —μίλησα κι εγώ,— τους γνωρίζω και τους διαλαλώ· ξέρω απ’ όλα τα τραγούδια, μα για να τα πω, τα ταιριάζω τα τραγούδια 175 στο δικό μου το σκοπό».

Και το λόγο που αρχινήσαν έτσι τον τελειώνω εγώ:

«Και σπρωγμένοι ώς εδώ πέρα οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι 180 από ανέμους και φουρτούνες και σεισμούς και χαλασμούς, και καραβοτσακισμένοι και σκληρά κατατρεμένοι κι από ξένους και δικούς!

185 Και κρυψώνες ήβρανε και σκήτες, μοναστήρια και κελιά, κι ήβρανε παλάτια και σκολειά, και δεν ήβρανε τον ήλιο και τη λευτεριά, 190 και δεθήκαν κι αρρωστήσαν και χτικιάσαν τ’ απολλώνεια τα κορμιά και γινήκαν βρικολάκοι και στοιχειά. Βρήκαν κάτεργα και κάστρα και μια πλάση ξένη, μια στενή 195 πλάση ξελογιάστρα. Όρνια γίνανε μπαλσαμωμένα, λείψανα λυπητερά, και μαρμαρωμένα βασιλόπουλα, η ζωή και η νιότη και η χαρά. 200 Γίνανε ή σαν άρρωστα λουλούδια τροπικά στα θερμοκήπια, ή φυτρώσανε μαζί με τα χόρτα που αγκαλιάζουνε τα ερείπια. Ζήσανε κουλουριασμένοι 205 μες στου δάσκαλου τα χέρια, κι αποκάτου απ’ την κοντόφωτη ματιά, ζήσανε ζωή μες στα δεφτέρια, ζήσανε ζωή μες στη σκλαβιά, ζήσανε ζωή τυραγνισμένη, 210 και τους ήβρε μια λατρεία καταραμένη σαν τα βάσανα και σαν τα καταφρόνια, χίλια χρόνια, χίλια χρόνια!»

Κι απ’ τους πάπυρους εκείνους μια ψυχή θάρρεψα πως χύθη, 215 και γρικήθηκ’ ένας ύμνος θριαμβευτής, κι απ’ των τάφων έβγαινε τα βύθη:

«Θα διαβούμε και στεριές και πέλαγα, θα σταθούμε όπου το πόδι δεν μπορεί Τούρκου κανενός να μας πατήσει· 220 από την πατρίδα μας διωγμένοι, και σβησμένοι απ’ την Ανατολή, θ’ ανατείλουμε στη Δύση.

Όπου πάμε, θά βρουμε πατρίδες και θα πλάσουμε, απ’ το Βόσπορο 225 χαϊδευτά συνεβγαλμένοι ώς τον Αδρία· θα φωλιάσουμε στη Βενετιά, θα ξαναριζώσουμε στη Ρώμη, θα μας αγκαλιάσει η Φλωρεντία.

Τ’ Άλπεια τα βουνά θα δρασκελήσουμε, 230 θα ξαφνίσουμε τα ρέματα του Ρήνου, στου Βοριά θ’ ασπροχαράξουμε τα σκότη, θα χυθούμε σα Μαγιάπριλα του νου· όπου τόποι, όπου γεράματα, θα σπείρουμε μιαν Ελλάδα και μια νιότη.

235 Και πλανήτες με δικό μας φως, το δικό μας φως θα ρίξουμε όπου θάμπωμα και βράδιασμα στη φύση· κι ο ασκητής θα φιλιωθεί με τη ζωή και το γάλα της χαράς ξανά θα πιεις, 240 νηστευτή, κι ένα κρασί θα σε μεθύσει.

Και ο Κελτός και ο Γότθος κι ο Αλαμάνος, κάθε βάρβαρος μ’ εμάς θ’ αναγαλλιάσει, κι ο Ιταλός απ’ όλους πρώτα· ρασοφόροι και ποντίφικες 245 θα προσπέσουνε στα πόδια της Ελένης και τον κύκνο θα λατρέψουνε του Ευρώτα.

Του οικοδόμου θα του δείξουμε ρυθμούς, νόμους του σοφού· σ’ εμάς θα τρέξουν όμοια κυβερνήτες και τεχνίτες, 250 πύργοι θα υψωθούν και πολιτείες, και παντού ξανά θα στυλωθούν των καλών και των ωραίων οι δικιοκρίτες.

Μόλις βγούμε απ’ αυτό δα το κοιμητήρι προς το φως και στα τετράπλατα του αέρα, 255 σαν τα πρώτα θά βρουμε τα νιάτα, κι έξω απ’ τα στενά κιβούρια, Καίσαρες κι Αλέξαντροι, θ’ ανοίξουμε, με του Λόγου το σπαθί, τη στράτα.

Όλυμπων κορφές και Παρνασσών! 260 Κι απ’ τη σκέψη κι απ’ τα μέτρα μας γίνοντ’ άνθρωποι και Παρθενώνες· πέρα ώς πέρα στην ψυχή μια νεκρανάσταση! Το μεγάλο Πάνα ολόχαροι ξαναπροσκυνάν οι αιώνες.

265 Κι οι κακόσορτοι σοφοί και οι στέρφοι δάσκαλοι, που χρόνια και καιρούς έτσι μας κρατούσανε σαβανωμένους και μαζί μας πάνε σέρνοντάς μας, άγια στερνολείψανα 270 του χαμένου Γένους,

έτσι βλέποντάς μας χρυσοφτέρουγους από μέσα από τα χέρια τους να φεύγουμε σε αποθέωση που δε θα ξαναγίνει, θα πιστέψουν πως σαρκώθηκαν χρυσόνειρα 275 κι από της θεότης μας τ’ αντίφεγγα σαν ημίθεοι θα φαντάξουν ώς κι εκείνοι!»

Κι αποκρίθηκε η ψυχή μου και τους λέει σάμπως νά ηταν ορθοστύλωτοι μπροστά μου 280 οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι:

«Θα περάσετε αποπάνου απ’ τη θάλασσα του κόσμου σαν πνοή μαλακότατου μαΐστρου, 285 που το πλάθει ως και το κύμα κάνοντάς το μιας παρθένας λυγερής κορμί.

Μα στη θάλασσα του κόσμου, κι ύστερ’ από σας και πάντα, 290 σαν εχτές και σαν τώρα, θα ξεσπάνε, θα φιλιούνται και θα μάχονται κι άλλοι χίλιοι ανέμοι, χίλιες μπόρες και χιονιές.

295 Μα στη θάλασσα του κόσμου ξανά ο Μάης που σας γέννησε δε θα ’ρθεί. Αύρες είστε διαβατάρικες· την αιώνια πολυτάραχη, 300 σαν και πρώτα, θα τη δέρνει κάθε ανεμική.

Τί κι αν είστε εσείς αθάνατοι; Τη ζωή την ολοζώντανη μια φορά 305 τηνε ζήσατε σαν πλάσματα με τ’ ακέρια σας κορμιά στης μακαρισμένης της πατρίδας σας τον αέρα και τον ήλιο· άλλος αέρας τώρα κι άλλος ήλιος 310 για σας πια· και ποτέ πια δε θα ξαναζήστε τη ζωή σας, ξωτικά!

Και καρδιές και πολιτείες από σας ξανανθισμένες 315 και σκυφτές μπρος σε σας κι ελληνολάτρισσες, και ίσκιοι μιας Ελλάδας και είδωλα· μα η Ελλάδα μια, και αγύριστη· πάει, και να την κλαις!

320 Κι όποιος δούλος σας θα γίνει και σας πάρει καταπόδι, ή ένας μόνος, ή όλο γένος, θα σβηστεί με σας. Και μονάχα όποιος μαζί σας 325 δε θα χάσει τον εαυτό του και θα κόψει μόνο απ’ τ’ άνθια σας για να στεφανώσει τα μαλλιά του,— μόνο εκείνος εδώ κάτου στολισμένος θα τραβήξει σα γαμπρός, 330 θα τραβήξει στολισμένος με τη χάρη σας, θα τραβήξει εμπρός!

Μάθε· η προκοπή δεν είναι για τους δούλους, κι όσο θένε οι δούλοι αφέντη ας έχουν τον αφέντη κάθε πλούτου κι ομορφιάς· 335 μάθε· η προκοπή για τους ελεύτερους, για μας!

Σαν κι εμάς τους γύφτους θα διαβείτε, σπέρνοντας το σπόρο των ελεύτερων, και την καταφρόνια της σκλαβιάς, 340 όποιας, μ’ όποιον όνομα σκλαβιάς· κι έτσι κι από σας θα νά ’ρθει ο κόσμος πιο κοντά σ’ εμάς.

Κι όσο θέτε ας είστε αρματωμένοι από μέτρο κι από υγεία κι από τάξη, 345 γεια χαρά σας, άσπρα αδέρφια φωτεινά των ολόμαυρων εμάς· σαν κι εμάς είν’ η φυλή σας· δε θ’ αράξει πουθενά!

Όσο θέλει ας είναι μουσικότερο, 350 άσπροι μου αδερφοί, το πέρασμά σας απ’ το πέρασμα της γυφτουριάς· στόμ’ ανόητα κι ας ανοίγει να θαμάζει πάντα ο κόσμος, πάντα εσάς· κλέφτη χέρια κι ας τεντώνει για ν’ αρπάζει 355 κάθε αγνό και κάθε ψεύτικο διαμάντι που θα λάμπει απάνου σας. Θ’ απομένετε παράμερα απ’ τα έθνη, όσο κι αν πλευρώνετε τα έθνη, κι από σας τα έθνη χωριστά. 360 Μα ή μ’ εμάς τους τρισκατάρατους, ή μ’ εσάς, ω τρισευλογημένοι, βάρβαρος ο κόσμος θα διαβαίνει και ραγιάς.

Οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι θα βοηθήστε 365 των εθνών τη στράτα, μα οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι δε θα δώστε πόδια στα έθνη και φτερά και νιάτα· πόδια και φτερά είναι των εθνών, τα φτερά, τα πόδια και τα νιάτα. 370 Οι Αθάνατοι κι οι Ωραίοι θα βοηθήστε των εθνών τη στράτα, σαν τ’ αστέρι πὄχει χρόνια, χρόνια και καιρούς σβηστεί, μα ορφανό το φως του ακόμα περπατάει, 375 μες στ’ απέραντα κι αχνοφωτάει τον ακούραστο νυχτοταξιδευτή…

Δε φοβάμ’ εγώ από Τούρκο, και τ’ αρπάγια δε με πιάνουν της σκλαβιάς, 380 ούτ’ η Ελλάδα σας θαμπώνει με, το λιβάνι δε με μέθυσε καμιάς δόξας περασμένης και λατρείας καμιάς.

Κάνα πάπυρο κι αν έβρω, 385 τονε καίω για να πιτύχω ζέστα ή φως· τη φωτιά μου ανάφτω αξέταστα μέσα σε όποιο ρεπεθέμελο, ή παλάτι ή μοναστήρι, 390 ή σκολειό ή ναός.

Κι απ’ τη φλόγα κι απ’ την πύρη γύρω μου πουλιά και δέντρα κι ερπετά λάμπουν, τρίζουν, σειούνται, αλλάζουνε, 395 κι όλη η φύση πνέμα γίνεται και μου κρυφοψιθυρίζει λόγια μαντικά.

Είτε μουσική είτε λάμψη, είστ’ ενός χαμένου διάβα, 400 μια πνοή· ω φαντάσματα πεντάμορφα, είμ’ ο ακέριος, είμ’ η αλήθεια, είμ’ εγώ τα δυο τ’ αχώριστα· σάρκα και ψυχή!»

405 Μα η πομπή με τ’ άγια λείψανα, δίχως πια ν’ αποκριθεί, πάει, την πήραν τα καράβια κι έγινε άφαντη η πομπή.

Κι απ’ τις ίδιες πόρτες διάπλατες 410 πριν το στοχαστείς, ο Σουλτάνος καβαλάρης μπήκε, ο χαλαστής!