Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Β΄
Οι αλυσίδες


Η ψυχή από τον ίδιο εαυτό της κρέμεται,
κι έχει τη δύναμη να κάνει από την κόλαση
τον ουρανό, κι από τον ουρανό την κόλαση.

Milton

Σάλευε ο λεόπαρδος μες στο σιδερόφραχτο κλουβί, και πεντάμορφ’ ήταν η αγριάδα του κι η ομορφάδα του ήταν από κύμα 5 κι από μαύρη νύχτα αστραφτερή. Και στο σάλεμα έδειχνε πότ’ εσένα, αλάθευτο σαΐτεμα, πότε, ανεμοζάλη, εσέ, πότε μιας παρθένας ανυπόταχτης 10 ένα γλίστρημ’ ακατάδεχτο από χέρια, χέρια Ερώτων, που άρχιζε και που ξανάρχιζε και δεν έπαυε ποτέ. Σάλευε ο λεόπαρδος 15 μες στο σιδερόφραχτο κλουβί· τα αιμοβόρα και τα λυγερότατα σ’ ένα βελουδόπλαστο κορμί. Και ήτανε σα να μη γνώριζε σίδερα μηδέ σκλαβιά, 20 μηδέ του κλουβιού την καταφρόνεση μήτε το ραβδί του δαμαστή, μήτε ολόγυρα τον όχλο τον ξεφαντωτή. Και ήταν όλος και ήταν όλος 25 ένα ελεύτερο παιγνίδισμα φοβερό και τρισχαριτωμένο, σα ν’ απλώνονταν ακόμ’ απάνω του ο ουρανός ο χιλιοφεγγοβόλος, σα να ζούσε ακόμα στην πατρίδα του, 30 στο νησί το γιγαντόδεντρο, το ηλιοπυρωμένο· σα να χαίρονταν ακόμ’ ασάλευτο των καλοκαιριών το καλοκαίρι, σα να χόρταινε τη σάρκα τ’ αλαφιού 35 πέρα, όπου ψιλόλιγνη και η φτέρη, στην απέραντη κατάχλωρη ερημιά, στ’ άλικα του κάχτου λαμπυρίσματα και στων κανελόδεντρων τα θυμιατά.

Μέσα στους ξεχωριστούς 40 ο ξεχωριστός εγώ ειμαι· μες στης φυλακής τους διαλεχτούς, είμαι ο διαλεχτός εγώ του φυλακιστή· τρισοϊμέ και τρισαλί!

45 Κάποιος ήρθε, κάποιος μ’ άδραξε, κάποιος μ’ έσυρ’ εδώ πέρα… Σκότος· δεν καλοξανοίγω… Μάνα μου, είσ’ εσύ; Μην εσύ, πατέρα;— —Είμ’ ο Αράπης! —Τί με θέλεις; 50 Είμ’ αδούλωτος κι αθώος και ξένος.— —Είσαι ο δικασμένος από τον Κριτή, και είσαι από το Νόμο εσύ ο δεμένος!— —Τί έκαμα; —Δεν το γνωρίζω. —Πού με φέρνεις; —Θα σε φέρω 55 στα βαθιά της φυλακής! —Για λίγο, για πολύ, για πάντα; —Δεν το ξέρω. Δεν είσαι ο στερνός, δεν είσαι ο πρώτος, παραδώσου! —Ω Μοίρα, νά με! Ίσκιοι παραδέρνουνε στο σκότος, 60 κι όλο φεύγομε· πού πάμε;— Πάμε. Και τα λιγοστά και τα περισσά του κόσμου, από την τετράψηλη κορφή ώς του ρόδου τη δροσιά τα πάντα εμπρός μου, 65 καθώς ξεδιπλώνονται σαν ξωτικά στην καταχνιασμένη την ημέρα, κι όλη η πλάση είν’ αλυσόδετη, κι ανασαίνει φυλακής αέρα.

Κι άνοιξε και κλείστηκε και η φυλακή. 70 Και ήταν κάστρο θεόρατο από μάρμαρο κι από χάλκωμα κι από χρυσάφι· και όμως ήταν ενός κόσμου ένας αφρός, υπερούσιοι σα να τον εγέννησαν πλάστες και οικοδόμοι και ζωγράφοι. 75 Όλη η πλάση από την πέτρα κι ώς το νου, όλα της ζωής τα φανερώματα, και της τέχνης όλοι οι τρόποι, γραμμές, χρώματα ώρες, κύκλοι, ταίριαζαν απάνου του κι απόξω, 80 και όλοι οι χρόνοι και όλοι οι τόποι. Και το κάστρο, που, αν δεν το ’βλεπες, όνειρό σου δε θα γίνονταν, μήτε πίστη θα σου γίνει κι αν το είδες, ήτανε ζωσμένο ολόγυρα, 85 όπως ήμουνα κι εγώ από τον Αράπη, με αλυσίδες, με αλυσίδες. Κι έστεκε, όπως ο αλύγιστος τερατόμορφος αντάρτης, όπως ο διωγμένος τ’ ουρανού, 90 μες στα τρίσβαθα ενός Άδη στέκει ασάλευτος αλυσωμένος απ’ την κατάρα ενός Θεού. Και το κάστρο το ηλιοστάλαχτο, σα να πλήρωνε ακριβότατα 95 ποιός γνωρίζει τί μεγάλο κρίμα, κράταε μέσα στα στριφογυρίσματά του όλο το λαχτάρισμα της νύχτας, και ήτανε σα μνήμα. Θλίψη νοτισμένη χαλκοπράσινη 100 μέσα του έσταζε και σκέβρωνε τους τοίχους και παντού παράδερναν οι νυχτερίδες, και σα χτυπημένα, σα βουβά στέκαν όλα· είχανε γλώσσα μοναχά οι αλυσίδες, οι αλυσίδες. 105 Και όλους μέσα οι αλυσίδες τούς κρατούσαν τους ηχούς όσο που γίνονταν συμφωνία μουσική, και ήταν οι αλυσίδες η φωνή, και ήταν οι αλυσίδες το τραγούδι 110 και η καταραμένη μουσική. Και ήταν οι αλυσίδες που νοούσαν, και ήταν οι αλυσίδες που μιλούσαν, και ήταν οι αλυσίδες που σκληρά ρίζωναν το σώμα μου σα δέντρο, 115 κι έκαναν τα πόδια μου κορμό, κι έκαναν τα χέρια μου κλαδιά. Και ήτανε του κάστρου οι αλυσίδες, και των άλλων όλων οι αλυσίδες, που έρευαν κλεισμένοι εκεί, 120 και στου κόσμου μέσα τ’ αλυσόδεμα, τα δικά μου σίδερα γρικούσα σαν ξεχωρισμένη μουσική. Και είπα προς τις αλυσίδες μου: «Σας ακούω, παράμερες, ω! και είναι 125 το τραγούδι το δικό σας μέσα στ’ άλλα αταίριαστο και αντίμαχο, παραπόνεμα στοχαστικό ξένης κελαηδίστρας γλώσσας. Σαν τα πάντα που σαλεύουνε και ζουν, 130 από τ’ άστρα ώς τα σκουλήκια, μια βουλή κι εσάς μεταμορφώνει· τύραννοι κι αν είσαστε, του κάκου! Κάτι νέο αρχίζει μέσα σας για να γίνει αγάλια αγάλια χνούδι, αηδόνι!» 135 Κι ήταν πλάι μου ο Αράπης, κι έσκυψε, και είδε με συλλογισμένα, και είπε μου, δεν ξέρω, κάτι, και μου ξέσφιξε τα σίδερα, κι έδειξέ μου δρόμο στενοχάραγο, 140 και ψιθύρισε:—«Περπάτει!»— Κι έσυρα την αλυσίδα μου και περπάτησα. Ω τα τείχη τ’ απροσπέραστα, και οι γύροι στα κατάκλειστα κατάφραχτα κελιά, 145 που με την αράχνη πάντα αλλάζει φρίκης μυστικά το μολυντήρι. Και ήτανε πλατύς ο δρόμος όσο των χεριών η οργιά, και δεξιά ήταν τοίχος και ζερβά, 150 και ήταν πίσω σκότος, και μια πόρτα σιδερομαντάλωτη μπροστά. Σκότος ήταν, έλειπε κι ο ήλιος πάντ’ αθώρητος και πάντα ονειρευτός, και ήταν κι ο ουρανός ακόμα 155 σα μισοσβηστό θυμητικό νιότης ερωτόχαρης γλαυκής σ’ ενός γέρου νου και σώμα. Ψάχνοντας, τρεις λύχνους ήβρα κι άναψα, και τους έδωκα και ονόματα, 160 Έλεος, Βοήθεια, Αγάπη, κι έκαμα να φέξει η σκοτεινιά, και είδα στην αράδα ένα λαό, και ήταν οι αλυσόδετοι του Αράπη. —Σκλάβοι καταχωνιασμένοι 165 και παρμένοι από τα σίδερα μες στα κρύα και μέσα στ’ άδεια, είμαι του ήλιου τ’ άρρωστο αντιφέγγισμα, το είδωλο κακόπλαστο του ελεύτερου, και σας φέρνω, έρμα κοπάδια, 170 και σας φέρνω φροντιστής βοσκός, λίγη χλόη σάς φέρνω μ’ άνθια πλουμιστή, πλουτισμένη με δροσοσταλίδες· από βάθια ολόμακρα στυλώνουν μάτια σα δαυλούς απάνου σας 175 αντρειωμένοι λυτρωτήδες!— Κι άκουσε κι ο Αράπης κι έσκυψε, και είδε με συλλογισμένα, και ξανάειπε μου: —«Περπάτει!»— Και κατέβηκα σε ασκέπαστη μια αυλή, 180 και απαλά γαργάλισέ μου τα μαλλιά μια πνοή δροσάτη. Και είδα ένα κομμάτι γης μπροστά μου, κι αποπάνω μου είδα λίγονε ουρανό, σήκωσα τα χέρια προς εκείνο, 185 λύγισα τα πόδια προς τη γη, κι ήβρα κι έσπειρα και φύτεψα, το σιτάρι και τη λεύκα και τον κρίνο. Κι έγινε κηπάρι η χέρσα γη, κάτι πιο ακριβό από νιόπαντρων 190 πρωταπόχτητο σπιτάκι, κι έναν ίσκιο ξάπλωσ’ ένα φως, (ω! τον ίσκιο που είναι από το φως!) και χρυσόλουσ’ ένα ρυάκι. Και αναβρύσανε βρυσούλες ευωδιάς, 195 χάιδια πράσινα με χάιδεψαν, γρίκησαν τον ψάλτη μιαν αυγή, τον ουρανοδρόμο τον κορυδαλλό, μίλησα ένα βράδυ στη βραγιά μ’ ένα μαύρο χρυσοπρόσωπο πουλί. 200 Κι άρχισε να σε απαλαίνει, σκληρέ τοίχε, το περιπλοκάδι, κι ένα δέντρο σκέπασε τη θύρα, και το σιδερόσυρτο κορμί πεταλούδες παιγνιδιάρισσες 205 αλαφρόγγιξαν φέρνοντας γύρα. Και ξανάσανα, και αθέλητα τα χέρια, προς τ’ απάνω τέντωσα τα χέρια και άθελα προς δέηση βουβή, και είδε με ο Αράπης, κι έγειρε, 210 και απαλά στον ώμο μ’ άγγιξε, και έδειξέ μου κατιτί. Και σα μάτι ήταν το κατιτί, που μ’ έβλεπε, και σα στοματάκι, που γελούσε μου, και σα να ’ρχοταν δειλός αποσπερίτης, 215 και ήταν προς τον άγριο τοίχο ολάνοιχτο, κι έστεκε ψηλά κατάνακρα, και ήτανε φεγγίτης. Κι έσυρα τις αλυσίδες μου, και το βήμα και το θέλω μου 220 στο μαγνήτη, που με τράβαε, στο μαγνήτη· κι άρχισα με χέρια και με πόδια και σκαρφάλωνα στον τοίχο και σκαρφάλωνα, για να φτάσω το φεγγίτη. Κι άρχιζε αποκάτου κι ώς απάνου 225 τράβαγε μια σκάλα θεόρατη, και τα σκαλοπάτια ανάρια ανάρια, ξυλοκάρφια, σκιστολίθαρα, τριβόλια, τα ’τρωγαν τα χέρια τ’ άμαθα, και ματώναν τ’ άρρωστα ποδάρια. 230 Και το κάθε σκαλοπάτι το ’νιωθα πως κάτι μού άρπαζε, και ξεσκίζοντας, πως κάτι μού κρατούσε από ελπίδα κι από πίστη και από δύναμη, και λαχάνιαζα, πονούσα, δείλιαζα, έσβηνα, 235 και τ’ ανέβασμα δε σταματούσε. Κι έφτασα προς το φεγγίτη, κι αποκούμπησα διπλά τυραγνιστό από ανέβασμα κορμί κι από αλυσίδα, κι έσκυψα εκεί πέρα από τα ύψη του 240 μάτια διψασμένα για έξω, προς τα έξω, και είδα, και είδα! Και είδα χωρίς πέρατα τους ουρανούς, και χωρίς γιαλούς τα πέλαγα, και λαχτάριζε κι ολόδροσος ο αέρας, 245 κι έπαιζε το φως ολόγλυκο, και ήταν η Αυγή πορφυρογέννητη μιας βασίλισσας, μιας Άνοιξης μητέρας. Και είδα ασκλάβωτα και ακράταγα λουλουδένια ν’ αεροπαίζουν 250 πνέματα γαλήνια χίλια μύρια, και ήταν οι Αθωότητες, κι οι Αγάπες, και τα Νιάτα και οι Χαρές κι οι Παρθενιές, και τα Πανηγύρια. Και είδα από βουνά που υψώνονταν, 255 σαν ιδέες του υπερτέλειου, υπεράνθρωπα στ’ ανθρώπινα τα μάτια, μεγαλόπρεποι χοροί να κατεβαίνουν σαν από ναών και παλατιών σεντεφένια σκαλοπάτια. 260 Και ήτανε νυφάδες και γαμπροί, που όρκοι δεν τους έδεναν τους λογισμούς, δεν τους βάραιναν τα χέρια δαχτυλίδια· τρισευτυχισμένοι γάμοι πρόσμεναν σε μια γη που η έγνοια νεκρού στάχτη 265 και η ζωή Θεού παιγνίδια. Και προς τα κρινόσπαρτα ακρογιάλια κύκνοι αράξανε με δέξιο αγεράκι, και ήταν αλαφρόβαρκες λευκές, κι έξω βγήκαν κι άρχισαν τ’ ανέβασμα 270 στ’ αζωγράφιστα ψηλά βουνά ανεμπόδιστο και οι λεβέντες με τις λυγερές. Και ήτανε πεζοί και καβαλάρηδες, κι ανεβαίναν κι όσα κρίνα θέρισαν τα κρατούσανε, και φάνταζαν εκείνα 275 δισκοπότηρα ιερά γιομάτα νέχταρα για να γίνεται μακάριος χορτασμός κάθε δίψα, κάθε πείνα. Περιστέρια αγκάλιαζαν οι αγκαλιές, άρπες οι ώμοι στήριζαν, που σάλευαν 280 σα μακριές γλυκόγλωσσες φτερούγες, σπόρους έσπερναν οι φούχτες κι οι ξερόβραχοι ξυπνούσαν κόσμοι πράσινοι, χρυσοφόροι πόταμοι και οι ρούγες. Και στην όψη είχαν οι άντρες των παιδιών 285 το ιλαρό το σφράγισμα, και στην ψυχή των ηρώων τη γνώμη, και τους πλεύρωναν, λαμπροί και φοβεροί, κάποιοι αρχάγγελοι, και ήταν οι γυναίκες τους· και πατούσανε τη γης ουρανοδρόμοι. 290 Και στα χέρια και στα πόδια, παντού απάνου τους κάτι μέγα φύτρωνε και αφάνταστο από δύναμη, από νίκη, από χαρά, πια εδώ κάτου δεν τους κράταγε η Ανάγκη, μόνο κάποιος θείος Έρωτας αδέσμευτος· 295 και ήτανε πλασμένοι από φτερά. Και σα να ’μουνα κι εγώ εκεί πέρα, ανάμεσα στους ελεύτερους ελεύτερος, και ξέχασα τον Αράπη, τ’ αλυσόδεμα, το γύπα, κι ένιωσα τα σίδερα σαν τα φτερά, 300 και σαν ήλιου φέξιμο τη μοίρα μου μες στης φυλακής τη μαύρη τρύπα. Κι άκουσα τις αλυσίδες μου να το σημαδεύουν ταιριασμένα μες στης φυλακής τη μαύρη τρύπα 305 το τραγούδι μου, τραγούδι νικητή, και σκαρφαλωτός από τα ύψη μου έριξα φωνή και τα είπα. Τα είπα προς το σκλάβο λαό στα πόδια μου. και προφήτης και ζωγράφος και τεχνίτης, 310 τα τεράστια και τ’ αξήγητα όσα είδα, και το μίλημά μου λόγος έγινε, κι έγινε κι ο λόγος μου ψαλμός, και χρυσή κιθάρα η αλυσίδα! Και μ’ αποκριθήκανε και βόγκηξαν 315 και του κάστρου οι αλυσίδες και των άλλων που έρευαν κλεισμένοι εκεί, και στου κόσμου μέσα τ’ αλυσόδεμα και του κόσμου ακούω τ’ αλυσόδεμα, σαν ξεχωρισμένη μουσική. 320 Σαν τα πάντα, που σαλεύουνε και ζουν, νόησα και σ’ εσάς τη δύναμη που μεταμορφώνει σας και σας υψώνει, αλυσίδες, μοίρες, τύραννοι! Κάποιο χέρι αρχίζει πιο κοντά 325 να σας πάει προς το φτερό και προς τ’ αηδόνι!

1899